Macro

Τι έρχεται στον κόσμο τη μετά Μέρκελ εποχή

Δύο εβδομάδες πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας στις 26 Σεπτεμβρίου, η διεθνής κοινή γνώμη δείχνει να μη συναρπάζεται ιδιαίτερα από την προεκλογική μάχη σε μια χώρα την οποία θεωρεί απαλλαγμένη σοβαρών προβλημάτων και σταθερή σε βαθμό ανίας. Όμως στα κυβερνητικά επιτελεία των σημαντικότερων διεθνών πρωτευουσών υπάρχει πλήρης επίγνωση του ότι οι γερμανικές κάλπες αποτελούν τη σημαντικότερη πολιτική δοκιμασία παγκοσμίως για το έτος 2021.
Η εποχή της Άνγκελα Μέρκελ λήγει. Και μαζί με αυτήν αναπόφευκτα λήγει και η ακροβασία της νυν καγκελαρίου ανάμεσα στη Δύση, της οποίας αποτελεί μέρος, και την αναδυόμενη Ανατολή, με την οποία διατηρεί προνομιακές σχέσεις, ανάμεσα στους στρατιωτικούς συμμάχους της και τους κυριότερους εμπορικούς της εταίρους. Η Γερμανία είχε επιτύχει να βιώνει τον “καλύτερο των δυνατών κόσμων”. Μοχλεύοντας προς ίδιον εθνικό όφελος την ηγεμονική της θέση στο ενιαίο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, χωρίς να καταβάλλει τα κόστη που θα συνεπαγόταν μια εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, μια αυτόνομη πολιτική ασφαλείας ή μια απεξάρτηση από την κινεζική αγορά και τη ρωσική ενεργειακή τροφοδοσία.
Διπλή πρόκληση
Όμως, το status quo δεν μπορεί να διατηρηθεί. Η προθυμία της Ουάσινγκτον να κινητοποιήσει έναν νέο ψυχρό πόλεμο απέναντι στη Μόσχα και το Πεκίνο, ώστε να οριοθετήσει το δυτικό στρατόπεδο και να ανακόψει την ευρασιατική ολοκλήρωση, δημιουργεί ένα περιβάλλον στο οποίο η Γερμανία δεν θα έχει την ίδια ευελιξία στις κινήσεις της. Παράλληλα, οι επιλογές με τις οποίες το Βερολίνο υπερασπίστηκε το εξαγωγικό του μοντέλο και τα θηριώδη πλεονάσματά του δεν μπορούν να συνεχιστούν σε ένα διεθνές τοπίο όπου κυριαρχεί το ερώτημα της ενεργειακής μετάβασης και της ψηφιοποίησης. Το μέχρι τώρα “παιχνίδι των καθυστερήσεων” απλώς έφερε τη Γερμανία στην ιδιόμορφη θέση να καλείται να ριχτεί στη διεθνή κούρσα της καινοτομίας με καθηλωμένες επενδύσεις και φθαρμένες υποδομές.
Το γερμανικό εκλογικό σώμα δυσκολεύεται να πάρει τις αποφάσεις του: αναζητά επιλογές “συνέχειας”, τις οποίες θα εγγυηθεί ένας έμπειρος καγκελάριος, φοβάται τους πειραματισμούς και ιδίως την προοπτική αύξησης των φόρων, αλλά και δυσφορεί με ό,τι προσλαμβάνει ως στασιμότητα (και ενίσχυση των ρηγμάτων στην κοινωνική συνοχή), με αποτέλεσμα να συμπεριφέρεται στις δημοσκοπήσεις ως “κινούμενη άμμος”, έτοιμο να δοκιμάσει άλλοτε άλλη εναλλακτική.
Τα σενάρια
Οι τίτλοι των ειδήσεων στέκονται κυρίως στο ερώτημα αν ο επικεφαλής του αυριανού, κατ’ ανάγκην τρικομματικού, κυβερνητικού συνασπισμού θα είναι ο Σοσιαλδημοκράτης νυν υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς, που φέρεται να έχει εξασφαλίσει το προβάδισμα, ή ο εκλεκτός του κομματικού μηχανισμού της Χριστιανοδημοκρατίας Άρμιν Λάσετ. Αμφότεροι εμφανίζονται ως συνεχιστές της “συνετής” γραμμής Μέρκελ. Όμως το πραγματικό ερώτημα, που ενδεχομένως δεν θα απαντηθεί πριν περάσουν μήνες μετεκλογικών διαβουλεύσεων, αφορά την ακριβή σύνθεση της νέας κυβέρνησης και τον ρόλο που θα εξασφαλίσουν οι μικρότεροι εταίροι.
Θα είναι οι Πράσινοι αρκετά ισχυροί ώστε να διεκδικήσουν το υπουργείο Οικονομικών ή Εξωτερικών και τι θα σημάνει αυτό, δεδομένου ότι πρόκειται για την πολιτική δύναμη με την αυστηρότερη στάση απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα και τη θερμότερη συνηγορία υπέρ μιας πιο ενοποιημένης Ευρώπης; Θα αποτελέσουν οι Φιλελεύθεροι, ισχυροί πολέμιοι της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, τον ρυθμιστικό παράγοντα; Θα έρθει όντως στο προσκήνιο η επιλογή της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών, όπως ζητούν πολλές πλευρές; Θα μπορέσει η “βαθιά βιομηχανική Γερμανία” να βάλει φρένο σε μια ταχύτερη αλλαγή αναπτυξιακού προτύπου συνοδευόμενο από μια φανατικά ατλαντική στροφή; Και πώς θα λύσει η Χριστιανοδημοκρατία τις αντιφάσεις που τη διαπερνούν ως προς αυτό το ερώτημα;
Ο “κόκκινος κίνδυνος”, ο οποίος ξαφνικά κυριάρχησε στην προεκλογική συζήτηση με πρωτοβουλία της καγκελαρίου, η οποία στην τελευταία της κοινοβουλευτική αγόρευση στάθηκε στα αντιαναπτυξιακά ρίσκα μιας ενδεχόμενης συγκυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Αριστεράς, περισσότερο λειτουργεί ως αντιπερισπασμός προς τα πραγματικά διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις.
Βαρύ κλίμα
Η Άνγκελα Μέρκελ υπήρξε η καγκελάριος που επισκέφθηκε πάνω από δέκα φορές το Πεκίνο και άλλες είκοσι τη Μόσχα κατά τη διάρκεια της 16ετούς θητείας της, την οποία επέστεψε με την ολοκλήρωση του αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου NordStream2 και την εσπευσμένη ολοκλήρωση στα τέλη του 2020 της ευρωκινεζικής επενδυτικής συμφωνίας. Οι επικριτές της υποστηρίζουν ότι υποτίμησε τις δυνατότητες της Γερμανίας να πιέσει τους Ευρασιάτες συνομιλητές της και, σε κάθε περίπτωση, πραγματοποίησε εκπτώσεις σε θέματα αξιών, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Όμως η εποχή Μέρκελ τελειώνει με την Ε.Ε. να επιβάλλει (για πρώτη φορά μετά τη σφαγή της Τιενανμέν) κυρώσεις στην Κίνα για την καταπίεση των Ουιγούρων, ενώ και οι σχέσεις με τη Ρωσία, ήδη τεταμένες μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την κυβερνοεπίθεση στην Μπούντεσταγκ το 2015, σκιάζονται πλέον και από τον ρόλο των γερμανικών υπηρεσιών στην υπόθεση Ναβάλνι, καθώς και τον πόλεμο εκατέρωθεν δηλώσεων που προκαλεί τις μέρες αυτές η έρευνα για κυβερνοκατασκοπία εις βάρος Γερμανών υποψήφιων βουλευτών. Προφανώς, κάποιοι επιχειρούν να προκαταλάβουν το κλίμα.
Πρωτοβουλίες Μακρόν
Δεν είναι όμως μόνο η Ουάσινγκτον, η Μόσχα και το Πεκίνο που παρατηρούν εντατικά τις γερμανικές εξελίξεις. Στο Παρίσι, ο Εμανουέλ Μακρόν αντιλαμβάνεται την έξοδο της Μέρκελ ως ευκαιρία για αναβάθμιση του ρόλου της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή σκηνή, έχοντας και το βλέμμα στραμμένο στη μάχη για τη δική του επανεκλογή την ερχόμενη άνοιξη, η οποία θα κριθεί και από τους ανέμους που θα πνέουν από το Βερολίνο.
Ήδη ο ένοικος των Ηλυσίων δέχτηκε τη Δευτέρα τον Όλαφ Σολτς, σε μια προσπάθεια τόνωσης του διπλωματικού προφίλ του υποψήφιου καγκελαρίου αλλά και καλλιέργειας των γερμανικών ερεισμάτων του Μακρόν, πέραν του αδελφού κόμματος των Φιλελευθέρων, με το οποίο οι σχέσεις δεν είναι ιδιαίτερα θερμές. Την ίδια στιγμή, ο Γάλλος πρόεδρος μαζί με τον Ολλανδό πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε δημοσιοποίησαν κοινή διακήρυξη για τις κινήσεις που πρέπει να κάνει η Ευρώπη ως προς την κλιματική μεταβολή, την πανδημία, την ψηφιοποίηση, το προσφυγικό, την κοινή άμυνα και το οργανωμένο έγκλημα – σε μια πρωτότυπη σύμπηξη “άξονα”, με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα των γερμανικών εκλογών.
Κώστας Ράπτης
Πηγή: Capital