Macro

Τι απέγινε η περίφημη γερμανική αποτελεσματικότητα;

Στις διεθνείς έρευνες καταναλωτικής συμπεριφοράς το Made in Germany αποκαλύπτεται σταθερά ως το πιο αξιόπιστο brand. Η Γερμανία είναι ταυτισμένη στο νου του παγκόσμιου κοινού με την αποτελεσματικότητα, την υψηλή ποιότητα, την κατοχή της τεχνογνωσίας. Και όμως: μία σειρά από πρόσφατες αποτυχίες έρχονται να αμφισβητήσουν την εικόνα αυτή.

Ότι οι γερμανικές υποδομές, από τα κανάλια των ποταμών μέχρι το broadband, είναι παραμελημένες ήταν ήδη γνωστό – και απολύτως εξηγήσιμο με βάση την εμμονή των τελευταίων ετών στα μηδενικά ελλείμματα και άρα την ισοπέδωση των δημοσίων επενδύσεων. Όμως πλέον μοιάζει να έχουν υποχωρήσει στη γερμανική κρατική μηχανή και οι διαχειριστικές δεξιότητες. Το καταδεικνύει μεταξύ άλλων αυτό το μέγεθος της καταστροφής που προκάλεσαν οι πλημμύρες της 13ης και 14ης Ιουλίου, οι χειρότερες στη Γερμανία μετά το 1962.

Το μέγεθος της νεροποντής ήταν (βοηθούσης της κλιματικής μεταβολής) ασφαλώς πρωτοφανές και οι γερμανικές αρχές έχουν κάθε δικαιολογία να υποστηρίζουν ότι αντιμετώπισαν μια πρόκληση πέρα από κάθε πρόβλεψη. Αν όμως αυτό ισχύει για τις μεγάλες υλικές καταστροφές που σημειώθηκαν, δεν αρκεί ωστόσο για να εξηγήσει τις βαρύτατες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές (τουλάχιστον 177 νεκροί και αρκετοί ακόμη αγνοούμενοι), οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.

Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο θα ήταν βεβαίως το να έχουν λειτουργήσει συστήματα έγκαιρης ειδοποίησης του πληθυσμού, ώστε να αναζητήσει ασφαλές καταφύγιο. Και αυτό δεν συνέβη στον απαιτούμενο βαθμό.

Ποιoς ευθύνεται;

Υπενθυμίζεται ότι από το 2002, μετά τις τότε καταστροφικές πλημμύρες του Έλβα και του Δούναβη, συγκροτήθηκε σε κοινοτικό επίπεδο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ειδοποίησης για Πλημμύρες (EFAS) του οποίου έργο είναι να διαβιβάζει τα σήματα για επερχόμενες απειλές στις αρμόδιες εθνικές αρχές.

Εν προκειμένω, το EFAS είχε αποστείλει το πρώτο σήμα ήδη από τις 10 Ιουλίου, τρεις μέρες πριν από το ξέσπασμα της θεομηνίας, με 25 επικαιροποιήσεις να ακολουθούν μέχρι και τις 14 Ιουλίου.

Σε συνέντευξή της στους κυριακάτικους Times του Λονδίνου η εκ των δημιουργών του EFAS, Χάνα Κλόκε, έκανε λόγο για “μνημειώδη αποτυχία του συστήματος” στη γερμανική περίπτωση και για “σπάσιμο της αλυσίδας προετοιμασίας” απέναντι στη φυσική καταστροφή.

Η αιτία για αυτό δεν είναι δύσκολο να εντοπισθεί. Αφορά δύο λόγους εξόχως γερμανικούς, ήτοι την υπερευαισθησία ως προς την ιδιωτικότητα των πολιτών και τη διαφύλαξη του ομοσπονδιακού χαρακτήρα του κράτους.

Η αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών αποτελεί πεδίο ευθύνης των ομόσπονδων κρατιδίων, χωρίς επαρκή κεντρικό συντονισμό. Η μόνη ομοσπονδιακή υπηρεσία που ενεπλάκη στις τελευταίες πλημμύρες ήταν η Μετεωρολογική, η οποία και διαβίβασε τα δεδομένα στις τοπικές αρχές, χωρίς να εμπλακεί στο έργο της πιθανής εκκένωσης περιοχών. Παρ’ όλα αυτά, ο υπουργός Εσωτερικών, Χορστ Ζέεχοφερ, απέκλεισε το ενδεχόμενο ριζικής αλλαγής του συστήματος, αρκούμενος να πει ότι “πρέπει να διορθώσουμε ένα δύο πράγματα”.

Χωρίς μηνύματα στα κινητά

Από την άλλη πλευρά, η αποστολή προειδοποιήσεων προς τον πληθυσμό δεν ακολουθεί το παράδειγμα της Αμερικής, Ολλανδίας, Ιταλίας, Ελλάδας ή Ρουμανίας, ήτοι της απευθείας αποστολής μηνυμάτων στα κινητά τηλέφωνα, παρά απαιτείται η χρήση εφαρμογής (λ.χ. Nina ή Katwarn), για λόγους σεβασμού των ιδιωτικών δεδομένων.

Πρόκειται για τη γνωστή μεταπολεμική απαρέσκεια των Γερμανών σε ό,τι μπορεί να παραπέμπει στο ναζιστικό προηγούμενο της μανιώδους καταγραφής, ελέγχου και παρακολούθησης των πολιτών. Αλλά υπενθυμίζει και το πώς οι “πολιτικά ορθές” επιφυλάξεις μπορούν, εφαρμοζόμενες με γερμανική ακαμψία, μπορούν να οδηγήσουν στο αντίθετό τους, όπως λ.χ. συνέβη όταν η εσπευσμένη εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας μετά το δυστύχημα της Φουκουσίμα οδήγησε σε περιβαλλοντικά (και ενίοτε και πολιτικά) περισσότερο επιβλαβείς εξαρτήσεις από τον άνθρακα ή το ρωσικό φυσικό αέριο.

Όπως και αν έχει, πολλοί από τους πληγέντες υποστηρίζουν ότι δεν έλαβαν κανενός είδους ειδοποίηση για τις πλημμύρες – η παράλληλη κατάρρευση της ηλεκτροδότησης σε αρκετές περιοχές δίνει την πιθανότερη εξήγηση.

Και όμως: η καγκελάριος Μέρκελ (σε επίσκεψή της μάλιστα σε πλημμυροπαθή περιοχή), ο Ζέεχοφερ και ο επικεφαλής του Ομοσπονδιακού Γραφείου Πολιτικής Προστασίας, Άρμιν Σούστερ, υποστήριξαν ότι η υποδομή προειδοποίησης λειτούργησε στην εντέλεια. Ο τελευταίος μάλιστα επιμένει ότι κεντρική διαχείριση μιας συμφοράς σαν αυτή του Ιουλίου δεν μπορεί να υπάρξει, καθώς η εξοικείωση με τα τοπικά δεδομένα είναι αναντικατάστατη.

Γιατί ο Λάσετ παίρνει τις αποστάσεις του

Το πρόσφατο σκάνδαλο της εταιρείας υπηρεσιών πληρωμών Wirecard από την οποία “πέταξαν” 1,9 δισ. ευρώ, χωρίς οι εποπτικές αρχές να αντιληφθούν τίποτε εγκαίρως είναι άλλο ένα πρόσφατο δείγμα αποτυχίας της γερμανικής κρατικής μηχανής. Όμως το στοίχημα από το οποίο κατεξοχήν θα κριθεί η αξιοπιστία της είναι ακόμη ανοικτό – και αφορά την πρόκληση του εμβολιασμού του γερμανικού πληθυσμού εναντίον του κορονοϊού.

Ήταν ένα δείγμα (κακώς εννοούμενης) προνοητικότητας της Άγκελα Μέρκελ το να πιέσει για την ανάληψη της ευθύνης προμήθειας εμβολίων συνολικά από την Κομισιόν, ώστε η δική της κυβέρνηση να μείνει πολιτικά αλώβητη από το φιάσκο που, όπως προβλεπόταν, ακολούθησε.

Όμως το πρόβλημα εδώ και καιρό δεν έγκειται στην προμήθεια των εμβολίων, αλλά στην ταχύτητα με την οποία εκτυλίσσεται το εμβολιαστικό πρόγραμμα.

Οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν με αισιοδοξία ότι επιτεύχθηκε ο εμβολιασμός του 50% του πληθυσμού – όμως το Ινστιτούτο Κοχ επιμένει ότι μόνο με ποσοστά περί το 85% θα επιτευχθεί τείχος ανοσίας. Και με την εμφάνιση της μετάλλαξης Δέλτα του κορονοϊού ο αριθμός των κρουσμάτων παίρνει και πάλι την ανιούσα.

Ωστόσο, οι ρυθμοί εμβολιασμού έχουν σχετικά φρενάρει, για λόγους τόσο οργανωτικούς όσο και υποκειμενικούς. Η δε πορεία προς τις ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου περιπλέκει τα πράγματα, δίνοντας ευθέως πολιτική διάσταση σε κάθε επιλογή σχετικά με την υποχρεωτικότητα των εμβολίων ή τη θέσπιση περιορισμών για τους ανεμβολίαστους.

Ήδη ο υποψήφιος των Χριστιανοδημοκρατών για την καγκελαρία, Άρμιν Λάσετ, πήρε τις αποστάσεις του από τις αποφάσεις της κυβέρνησης Μέρκελ, αρνούμενος τη λογική της υποχρεωτικότητας, καθώς κάτι τέτοιο βρίσκει απήχηση στην βαθιά ριζωμένη μεταπολεμικά αντίληψη των Γερμανών ότι οι ελευθερίες, η ιδιωτικότητα και η αυτοδιάθεση του σώματος είναι αναπαλλοτρίωτα αγαθά.

Αρκεί να σημειώσει κανείς ότι το μόνο υποχρεωτικό εμβόλιο στη Γερμανία, αυτό κατά της ανεμοβλογιάς, καθιερώθηκε μόλις πέρσι.

Κώστας Ράπτης

Πηγή: Capital