Macro

Θοδωρής Δρίτσας: Τα όπλα από την Ελλάδα δεν βοηθούν τον ουκρανικό λαό ούτε τους πρόσφυγες

Τέσσερις δημοσκοπήσεις αυτές τις ημέρες κατέγραψαν εντυπωσιακά ποσοστά αρνητικής γνώμης των Ελλήνων, ακόμα και μεταξύ των ψηφοφόρων της ΝΔ, σχετικά με την «προσωποπαγή» απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να στείλει όπλα Καλάσνικοφ στην Ουκρανία. Παρ’ όλα αυτά, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας φαίνεται να μη σταματούν, αλλά, αντίθετα, συνεχίζουν νέες αποστολές όπλων.

Σε κοινή δήλωσή μας την Τετάρτη 9 Μαρτίου, ο Γιώργος Τσίπρας κι εγώ ρωτήσαμε δημοσίως εάν αληθεύουν δημοσιογραφικές πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες η κυβέρνηση προσθέτει στην αποστολή και αντιαρματικά και αντιαεροπορικά οπλικά συστήματα. Προσθέταμε μάλιστα το επικουρικό ερώτημα: «Η αποστολή τέτοιων οπλικών συστημάτων υποβαθμίζει τις αμυντικές δυνατότητες της χώρας, ειδικά στα σύνορα και στα νησιά μας;».

Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχαμε πάρει καμία απάντηση, πολύ περισσότερο που ορθά επισημαίναμε ότι την απάντηση αυτή η κυβέρνηση την οφείλει πρωτίστως στον ελληνικό λαό.

Από την αρχή του πολέμου ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία καταδίκασε απερίφραστα και χωρίς κανέναν αστερίσκο τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας μιας ανεξάρτητης χώρας-μέλους του ΟΗΕ. Διακηρύξαμε, επίσης, με όλους τους τρόπους την αλληλεγγύη μας στον ουκρανικό λαό και αυτονόητα στα εκατομμύρια προσφύγων που γέννησε ο πόλεμος, στηρίζοντας κάθε πρωτοβουλία για ειρήνη. Συμφωνήσαμε, επίσης, με τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, επισημαίνοντας ότι οι κυρώσεις αυτές «δεν πρέπει να αξιοποιηθούν με σκοπό την παγίωση ενός νέου οικονομικού Ψυχρού Πολέμου». Δηλώσαμε παράλληλα ότι «σε αυτήν την προσπάθεια δεν πρέπει να υπάρξει καμία συμμετοχή ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε πολεμικές επιχειρήσεις – με προσωπικό ή πολεμικό εξοπλισμό».

Αυτά και άλλα σημαντικά που περιλαμβάνονται στην επίσημη απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία συγκροτούν μια πραγματικά σοβαρή και υπεύθυνη στάση ενεργής, πολυδιάστατης, φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής. Τη μόνη που μπορεί να φέρει αποτελέσματα και ταυτόχρονα να κατοχυρώσει τα συμφέροντα της χώρας μας, ως γέφυρας ειρήνης, συνεννόησης και συνεργασίας.

Αντίθετα, οι επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη κινδυνεύουν να καταστήσουν την Ελλάδα εμπλεκόμενη χώρα. Είναι πολιτική επικίνδυνης υποταγής, με το υποκριτικό επικοινωνιακό επιχείρημα ότι έτσι πραγματικά βοηθάμε τον ουκρανικό λαό που πολεμάει και αντιστέκεται και άρα… χρειάζεται όπλα. Ισχύει αυτό το επιχείρημα;

Ακόμα και άνθρωποι απολύτως άσχετοι με πολεμικές επιχειρήσεις κατανοούν ότι οι Ουκρανοί που υπερασπίζονται τη χώρα τους δεν μπορούν να νικήσουν στρατιωτικά. Η πολεμική υπεροχή της Ρωσίας δεν υπόκειται σε κανένα μέτρο σύγκρισης, ακόμα κι αν πρόκειται για επιχειρήσεις εντός κατοικημένων περιοχών, όπου το αντάρτικο έχει κάποια πλεονεκτήματα έναντι του τακτικού στρατού. Και μόνο αυτό αρκεί ως λογική και πραγματική απάντηση. Δεν χρειάζεται να μπει κανείς σε άλλες παραμέτρους, όπως, για παράδειγμα, η παλαιότητα και η αμφισβητούμενη ετοιμότητα λειτουργίας των όπλων που στέλνει ο Μητσοτάκης ή ο επαρκής χρόνος που αυτά θα φτάσουν στον όποιον προορισμό τους ή οι διαφορετικές οπλικές τεχνολογίες, με τις οποίες μάλλον δεν είναι εξοικειωμένος ο Ουκρανικός Στρατός, ή ο αριθμός και η ποιότητα των σφαιρών ή των οβίδων που συνοδεύουν (εάν συνοδεύουν όντως) τα όπλα αυτά.

Και αν ο αντίλογος είναι ότι έστω κι έτσι παραμένει ο συμβολισμός της κυβερνητικής επιλογής και εδώ ο συμβολισμός είναι λάθος και επικίνδυνος. Γιατί αν η Ελλάδα έστελνε, όπως μπορούσε πράγματι, ένα υπαίθριο νοσοκομείο πολέμου ή αλεξίσφαιρα γιλέκα και άλλα εξαρτήματα προστασίας ή εν γένει ανθρωπιστική βοήθεια και ταυτόχρονα ανέπτυσσε πολυμερείς πρωτοβουλίες με στόχο την ειρήνευση και την προστασία του άμαχου πληθυσμού και των προσφύγων, τότε και η βοήθεια προς τον ουκρανικό λαό θα ήταν πολύ πιο σημαντική και ουσιαστική και το διεθνές κύρος της χώρας μας θα αναβαθμιζόταν εξαιρετικά. Αλλά ο κ. Μητσοτάκης αποδέχεται τον διεθνή ρόλο της χώρας μας, ως χώρας πρόθυμης και δεδομένης!

Ας δώσουμε τουλάχιστον, τώρα πια, το βάρος στη γενικευμένη υποδοχή των προσφύγων εξαιτίας των πολέμων όπου Γης, ανεξάρτητα από χρώμα, θρησκεία, φυλή και χώρα προέλευσης. Μόνο έτσι θα υποδεχθούμε όπως πρέπει τις ουκρανικές οικογένειες. Και να σκεφτούμε, τώρα πια, που ο πόλεμος έφτασε εντελώς στη γειτονιά μας, ότι αυτή η Ευρώπη-φρούριο, που μέχρι πρότινος θεωρούσε απειλή μερικές δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, μπορεί τώρα και υποδέχεται μέσα σε ελάχιστες μέρες με ανοιχτή καρδιά –και καλά κάνει– πάνω από 2.500.000!

Όχι άλλα ελληνικά όπλα στην Ουκρανία. Να αναθεωρηθεί αμέσως η πολιτική της επισπεύδουσας προθυμίας και προσαρμογής στα κελεύσματα του σκληρού πυρήνα του ατλαντισμού.

Θοδωρής Δρίτσας

Πηγή: Το Παρόν