Ποιο είναι αυτό το «εμείς» λοιπόν που αφηγείται; Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον τίτλο, που προέρχεται από τη σύμπτυξη της λέξης «Συμπόσιον» και της λέξης «Εμπουσα», οδηγούμαι στο συμπέρασμα πως αφηγούνται οι Εμπουσες. Η Εμπουσα ήταν ένα δαιμόνιο φάντασμα (κι οι «Εμπουσαι» ομάδα φαντασμάτων), που ανήκε στη συνοδεία της θεάς Εκάτης, μέρος, λοιπόν, του χθόνιου κόσμου. Επαιρνε διάφορες μορφές και τρομοκρατούσε τον κόσμο καθώς η Εκάτη την έστελνε ως προάγγελο δυστυχιών. Ιδανικές αφηγήτριες λοιπόν εδώ, οι Εμπουσες, καθώς γνωρίζουν καλά τον κόσμο της ασθένειας και του θανάτου αλλά και τα όσα κείνται αθέατα, σκοτεινά και ανεπίγνωστα από τους ήρωες.
Το μυθιστόρημα της Ολγκας Τοκάρτσουκ Εμπούσιον είναι το πρώτο που έγραψε η Πολωνή συγγραφέας μετά τη βράβευσή της με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (2018) και κυκλοφόρησε το 2024 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Στον λόγο που εκφώνησε στην τελετή απονομής του Νόμπελ, η Τοκάρτσουκ είχε δηλώσει: «Ονειρεύομαι επίσης ένα νέο είδος αφηγητή – ένα “τέταρτο πρόσωπο” που δεν θα είναι απλώς ένα γραμματικό κατασκεύασμα, παρά θα καταφέρνει να ενσωματώσει την προοπτική καθενός από τους χαρακτήρες, έχοντας συγχρόνως την ικανότητα να ξεπεράσει τον ορίζοντα του καθενός, να βλέπει περισσότερα και να έχει μια πιο πλατιά θέαση, έναν αφηγητή ικανό να αγνοεί τον χρόνο. Α, ναι, πιστεύω πως η ύπαρξη ενός τέτοιου αφηγητή είναι δυνατή».
Ενας τέτοιος αφηγητής έχει κληθεί να μας πει την ιστορία τού ανά χείρας μυθιστορήματος. Βρισκόμαστε σε ένα ορεινό θέρετρο, το Γκέρμπερσντορφ, όπου λειτουργεί σανατόριο και όπου έχει μόλις φτάσει ο κεντρικός ήρωας, ο νεαρός Βόινιτς, για να θεραπευτεί από τη φυματίωση. Τα οικονομικά του του επιτρέπουν παραμονή σε παρακείμενη «πανσιόν για κυρίους». Εκεί, ανήμερα της άφιξής του, πεθαίνει η γυναίκα του ιδιοκτήτη της πανσιόν, Βίλχελμ Οπιτς, και στο απόσπασμα γίνεται η ταφή της: «… το σώμα της Οπιτς κατέβαινε με τα σκοινιά μέσα στον σκαμμένο τάφο τη στιγμή της φθινοπωρινής ισημερίας, όταν η εκλειπτική σε μια ιδιαίτερη διάταξη εξισορρόπησε τις δονήσεις της Γης. Φυσικά αυτό δεν το παρατήρησε κανείς∙ ο κόσμος έχει πιο σοβαρά πράγματα στο κεφάλι του. Ομως εμείς το ξέρουμε».
Ποιο είναι αυτό το «εμείς» λοιπόν που αφηγείται; Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον τίτλο, που προέρχεται από τη σύμπτυξη της λέξης «Συμπόσιον» και της λέξης «Εμπουσα», οδηγούμαι στο συμπέρασμα πως αφηγούνται οι Εμπουσες. Η Εμπουσα ήταν ένα δαιμόνιο φάντασμα (κι οι «Εμπουσαι» ομάδα φαντασμάτων), που ανήκε στη συνοδεία της θεάς Εκάτης, μέρος, λοιπόν, του χθόνιου κόσμου. Επαιρνε διάφορες μορφές και τρομοκρατούσε τον κόσμο καθώς η Εκάτη την έστελνε ως προάγγελο δυστυχιών. Ιδανικές αφηγήτριες λοιπόν εδώ, οι Εμπουσες, καθώς γνωρίζουν καλά τον κόσμο της ασθένειας και του θανάτου αλλά και τα όσα κείνται αθέατα, σκοτεινά και ανεπίγνωστα από τους ήρωες.
Οσον αφορά τους ήρωες, αυτοί είναι στη μεγάλη τους πλειονότητα άντρες. Εκτός από τον κεντρικό ήρωα, τον Βόινιτς, συναντάμε έναν ζωγράφο, τον Τίλο, με τον οποίο ο Βόινιτς συνδέεται μέσω της ιδιαίτερης ευαισθησίας που διακρίνει και τους δύο, καθώς μάλιστα ο ζωγράφος τον φέρνει στη διάρκεια της πλοκής σε επαφή με τη βαθύτερη αλήθεια της φύσης του. Υπάρχουν βέβαια κι άλλοι άντρες, είτε ασθενείς, είτε σε άλλη σχέση με το σανατόριο, και μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος αναλίσκεται στην περιγραφή της καθημερινή τους ρουτίνας, η οποία διαστίζεται από εκτενείς διαλόγους πάσης φύσεως, ανάλογους με αυτούς που διαμείβονται στο Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν, με το οποίο -καθώς βέβαια και με το Συμπόσιο του Πλάτωνα- συνομιλεί ετούτο το βιβλίο.
Κι ενώ το καστ κυριαρχείται από το ανδρικό στοιχείο, η γυναίκα βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, κυρίως διά της απουσίας της. Ετσι, εκτός από τη νεκρή γυναίκα του Οπιτς, γίνεται λόγος για την τρυφερή νταντά του Βόινιτς, την οποία μάλιστα του θυμίζει η θανούσα, οι συζητήσεις των ηρώων περιστρέφονται συχνότατα γύρω από το θέμα της κατωτερότητας των γυναικών, ενώ γίνεται αναφορά και στο παγανιστικό έθιμο των κατοίκων του χωριού να συνευρίσκονται με ξύλινες κούκλες, ξόανα, τις Τούντσι. Η γυναίκα έρχεται συνεχώς στο προσκήνιο ως αντικείμενο είτε πόθου είτε περιφρόνησης, κι η ύπαρξή της καλύπτεται από πέπλο μυστηρίου, ένα πέπλο που ο Βόινιτς επιθυμεί να σηκώσει ερευνώντας τις αιτίες που οδήγησαν στον θάνατο της γυναίκας του Οπιτς. Εξαιρετικά ενδιαφέροντα όσα θα ανακαλύψει ο πρωταγωνιστής, όχι για τη γυναίκα, αλλά για τον ίδιο του τον εαυτό. Αναπόφευκτα το ζήτημα της ταυτότητας αναδεικνύεται ως κεντρικό.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που με αφορμή έναν ή περισσότερους θανάτους, η Τοκάρτσουκ στήνει ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που το «αστυνομικό» του ενδιαφέρον μετεξελίσσεται σε φιλοσοφικό, πολιτικό, οικολογικό, ψυχολογικό. Και στο θαυμάσιο Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών, συναντήσαμε την ίδια πολυπλόκαμη αφήγηση, που εκκινεί από ένα αστυνομικής φύσης μυστήριο για να απλωθεί σε όλη την επικράτεια της ανθρώπινης εμπειρίας. Τα όπλα της συγγραφέως είναι για ακόμη μια φορά η ευρεία γνώση, η βαθιά κατανόηση, το χιούμορ και η ευχέρεια στον χειρισμό μιας σύνθετης δομής, οδηγώντας τον αναγνώστη διά της μέθεξης στην κάθαρση. Η μετάφραση της Αναστασίας Χατζηγιαννίδη αναδεικνύει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο όλες τις αρετές του βιβλίου.
Ελενα Μαρούτσου
Επιμέλεια:Μισέλ Φάις