«Οι πλούσιοι μπορούν να κυριαρχήσουν στον χώρο, ενώ οι φτωχοί είναι παγιδευμένοι σε αυτόν», είχε γράψει ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ. Τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα καταλαβαίνουμε καλύτερα τη «διπλή ζωή» της πόλης. Για τους πλούσιους, η Αθήνα έγινε ξαφνικά παράδεισος, έστω υπό κατασκευή. Μηχανή κέρδους, επενδυτικό Ελ Ντοράντο, τουριστικό πάρκο. Αυτή την Αθήνα βλέπουμε στα κανάλια και στα φαντασμαγορικά τρισδιάστατα της εγχώριας και διεθνούς αρχιτεκτονικής ελίτ. Για τους φτωχούς, γίνεται όλο και περισσότερο κόλαση. «Στην πόλη αυτή τη μαγική, πως έγινε έτσι το πρωί;», που αναρωτιόταν ο Άλκης Αλκαίος. Στεγαστική επισφάλεια και αστεγία, ενεργειακή φτώχεια, υλική αποστέρηση, μια καθημερινή ζωή που μοιάζει αβίωτη για την πλειοψηφία της κοινωνίας.
Οι αποτυπώσεις των κοινωνικών δεινών στην πόλη δεν είναι κάτι καινούριο. Σχετικά νέα, όμως, είναι η αντίφαση ανάμεσα στην κερδοσκοπική έκρηξη γύρω από την πόλη που κάνει τις κυρίαρχες δυνάμεις να αναφέρονται στη «μετά την κρίση» εποχή, και στα πλειοψηφικά κοινωνικά τμήματα για τα οποία η καταστροφή συνεχίζεται, μετασχηματίζεται και βαθαίνει. Αυτή η σύγκρουση παύει πλέον να αποτελεί θέμα που καταπιάνονται κυρίως οι πιο «σχετικοί» επιστημονικοί κύκλοι ή κάποιες ομάδες ακτιβιστών, ενώ συνήθως βρίσκεται στο περιθώριο της πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Βρίσκεται πια στο επίκεντρο. Τρία αλληλένδετα ζητήματα διαμορφώνουν αυτή την εκρηκτική συνθήκη.
Οι παράγοντες μιας εκρηκτικής συνθήκης
Πρώτον, η μεγάλη στροφή του κεφαλαίου προς τη γη, τα κτίρια και τον δημόσιο χώρο, της Αθήνας. Πολλές αξιόλογες ερευνητικές συμβολές έχουν αναδείξει πλευρές αυτής της διαδικασίας, όπως την τουριστική ανάπτυξη, τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, την χρηματιστικοποίηση, τον ρόλο των διεθνών επενδυτών, την πίεση στην αγορά μετά από τη δεκαετή στασιμότητα στην κατασκευή κ.ά. Είτε πρόκειται για φούσκα, είτε όχι, η πραγματικότητα είναι ότι οι τιμές ανεβαίνουν και κάποιοι άνθρωποι (πλέον όχι μόνο ή κυρίως ντόπιοι) πολλαπλασιάζουν τα κέρδη τους, ενώ οι κάτοικοι δεν μπορούν να βρουν σπίτι. Η Αθήνα βιώνει σήμερα με τρομερή βιαιότητα τάσεις που είχαν ζήσει εδώ και δεκαετίες άλλες «παγκόσμιες» πόλεις. Αυτή είναι η νεοφιλελεύθερη πόλη: η πόλη που παράγει κέρδος, ανισότητες και αποκλεισμούς.
Η δεύτερη, λοιπόν, τάση είναι η νέα έκρηξη των χωροκοινωνικών ανισοτήτων, που τροφοδοτείται από την κερδοσκοπία επί της γης, αλλά και από την ακρίβεια, την ενεργειακή κρίση, τα νέα μέτρα λιτότητας, την αντιμεταναστευτική πολιτική κ.ά. Ακραίο αποτέλεσμα είναι η θραυσματική πραγματικότητα του αθηναϊκού κέντρου με μπουτικ χοτέλ, εντυπωσιακά κτίρια με ταμπέλες κοινωφελών ιδρυμάτων, ευρωπαίους city-break τουρίστες, κινέζους επενδυτές και γκαλερί να αυξάνονται παράλληλα με κλειστά μαγαζιά, γειτονιές με διαλυμένες υποδομές, άστεγους, τοξικοεξαρτημένους και ανθρώπους σε ανάγκη χωρίς καμία κρατική στήριξη.
Πλάι στα παραπάνω, έρχεται πλέον και η «κρίση των κρίσεων», η κλιματική κρίση και οι επιπτώσεις της στις πόλεις. Η Αθήνα βρίσκεται μεταξύ των πλέον ευάλωτων στην κλιματική αλλαγή πόλεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και επιπτώσεις όπως οι παρατεταμένοι καύσωνες, η ξηρασία, η λειψυδρία, οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες είναι αναγνωρισμένο ότι θα αυξάνονται. Από τη μια πλευρά, αναδεικνύεται ο διαρκής κίνδυνος για μεγάλες καταστροφές από τα ολοένα και πιο συχνά έντονα κλιματικά φαινόμενα, από την άλλη, η καθημερινή ζωή στην πόλη επιδεινώνεται, ειδικά κατά τους θερινούς μήνες, με ορισμένες περιοχές της πόλης να γίνονται πραγματικά αβίωτες λόγω της αστικής θερμικής νησίδας.
Βιώσιμος σχεδιασμός ή περιτύλιγμα
Η εκδήλωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής σε μια πόλη με υποβαθμισμένες υποδομές και αποψιλωμένες δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες, με τόσο έντονες χωροκοινωνικές ανισότητες και κερδοσκοπικές στρατηγικές, διαμορφώνει ένα εκρηκτικό πλαίσιο. Στην πρώτη γραμμή αναδεικνύονται τα αιτήματα για αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και σχεδιασμό που επιδιώκει την προσαρμογή και τον μετριασμό των επιπτώσεων στην κλιματική αλλαγή, όπως η προστασία και επέκταση των χώρων πρασίνου, η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπών άνθρακα με ενίσχυση των δημόσιων μεταφορών, η αποκατάσταση των φυσικών κοιτών των ρεμάτων κ.α. Παράλληλα, ιεραρχείται ψηλά η ανάγκη συμμετοχής των πολιτών στον σχεδιασμό και η διαρκής προσπάθεια μεγαλύτερης δημοκρατίας και διαφάνειας στη λήψη αποφάσεων. Υπάρχουν πολλές προτάσεις που θα μπορούσαν να έχουν θετικές επιπτώσεις και ομάδες επιστημόνων και μελετητριών εργάζονται με σταθερό τρόπο σε αυτή την κατεύθυνση (όπως και η Commonspace που είμαι μέλος).
Όμως, το έχουμε δει πολλαπλώς και στο παρελθόν, συχνά οι λέξεις και οι προτάσεις χάνουν το νόημά τους ή και «βγάζουν αγκάθια» ανάλογα με το πλαίσιο εφαρμογής τους. Στις καλές περιπτώσεις, οι αναφορές για τη βιωσιμότητα, ανθεκτικότητα, συμμετοχή και συμπερίληψη των πολιτών αποτελούν απλά τίτλους σε κείμενα αποφάσεων που δεν υλοποιούνται επαρκώς, ευσεβείς πόθους ή ονόματα με τα οποία βαφτίζεται το «business as usual» για να χρηματοδοτηθεί ή προωθηθεί ως «βιώσιμο». Στις χειρότερες περιπτώσεις, αξιοποιούνται ως περιτύλιγμα χωρικών στρατηγικών των κυρίαρχων, με στόχο την περαιτέρω κερδοφορία και τον μεγαλύτερο διαχωρισμό με τους αποκάτω. Έτσι, οι πεζόδρομοι, οι ποδηλατόδρομοι, τα -δήθεν- βιοκλιματικά κτίρια, τα πάρκα και τα κτίρια πολιτισμού, γίνονται είτε τουριστικά προϊόντα, είτε ανέσεις για τις ελίτ που θα μπορέσουν να κατοικήσουν ή απλά να αγοράσουν και πουλήσουν κτίρια στις γειτονιές που θα τα έχουν. Πράγματι, πολλές γειτονιές των δυτικών μητροπόλεων είναι αρκετά βιώσιμες και ίσως να είναι και κάπως ανεκτικές. Όμως οι φτωχοί και φτωχές, ακόμα και τα μεσαία στρώματα, δεν μπορούν ούτε να διανοηθούν να μείνουν σε αυτές.
Δικαίωμα στην πόλη
Αυτό δε συνηγορεί, κατά τη γνώμη μου, στην αδιαφορία για τέτοιες προτάσεις σχεδιασμού, αλλά αναδεικνύει την ανάγκη εστίασης και άλλες δύο παραμέτρους: την κερδοσκοπία επί της γης και τις χωροκοινωνικές ανισότητες. Απαιτείται μια ταξική χωρική πολιτική που θα στοχεύει στο ακριβώς αντίθετο της σημερινής. Στον περιορισμό ή και την εξόριση κατά περιπτώσεις του κεφαλαίου και της αγοράς από την πόλη και τις πολιτικές για αυτήν. Στην αμφισβήτηση της παντοκρατορίας τους. Αυτό σαφώς περνά μέσα από δημόσιες πολιτικές (κεντρικές και τοπικές) που κατοχυρώνουν το δικαίωμα στη στέγη κα την αξιοπρεπή διαβίωση, το δικαίωμα στον δημόσιο χώρο και το πράσινο, ουσιαστικά το γνωστό «δικαίωμα στην πόλη» το Λεφέβρ. Έτσι το έβλεπε και ο ίδιος. Όχι ως ένα αφηρημένο σύνθημα, αλλά μια πολιτική «στρατηγική της πόλης» με σαφές ταξικό πρόσημο, που αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα: Ένα πολιτικό πρόγραμμα ριζοσπαστικών αλλαγών και έναν εκτενή πειραματισμό πολεοδομικού σχεδιασμού.
Η σκέψη αυτή μεταφράζεται σήμερα σε ένα συνολικό πρόταγμα χωρικής κοινωνικής και κλιματικής δικαιοσύνης με πολιτικά αιτήματα και σχεδιαστικές προτάσεις. Φυσικά, το πρόταγμα αυτό αναδεικνύεται μέσα από τα πολλαπλά κινήματα πόλης που γιγαντώθηκαν τα τελευταία χρόνια και πρωταγωνίστησαν στη «σκηνή» της πόλης. Μπορούμε να πάμε και παραπέρα όμως. Να αναδείξουμε τα δικά μας «ουτοπείσματα», για να θυμηθώ τον τίτλο ενός πανέμορφου εντύπου που κυκλοφόρησε πριν μια εικοσαετία από σπουδαστές στην Αρχιτεκτονική της Θεσσαλονίκης. Με πείσμα και ελπίδα, να τολμήσουμε έναν νέο ριζοσπαστικό ουτοπισμό για ένα διαφορετικό μέλλον για την πόλη και τους κατοίκους της. Απέναντι στις ξέφρενες καπιταλιστικές χωρικές φαντασιώσεις, δικαιούμαστε να φανταστούμε πόλεις της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας και της περιβαλλοντικής προστασίας.
Ο Θάνος Ανδρίτσος είναι αρχιτέκτονας–πολεοδόμος και μέλος του Συνεταιρισμού Εργαζομένων Commonspace