Τα αναφερόμενα στην ανακοίνωση του Αρείου Πάγου, ότι η πλημμεληματική δίωξη οφείλεται στον Ποινικό Κώδικα του 2019, είναι για τους αδαείς. Αν η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού με στόχο τον ΥΠΕΞ της χώρας δεν συνιστά το κακούργημα της κατασκοπίας του άρθρου 148, τότε τι τη συνιστά; Αν η παρακολούθηση δημοσιογράφων, βουλευτών και υπουργών δεν συγκροτεί την επιβαρυντική περίσταση (κακούργημα) του ν. 4624/2019 για παραβίαση προσωπικών δεδομένων που απειλεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, τότε τι τη συγκροτεί; Και πού είναι, αλήθεια, η κατηγορία για το κακούργημα της εγκληματικής οργάνωσης, που αποτελεί «ψωμοτύρι» των αστυνομικών διαβιβαστικών και των κατηγορητηρίων στην ελληνική δικαστηριακή πρακτική;
Το αναμενόμενο εισαγγελικό πόρισμα του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, για τις υποκλοπές, που επικυρώθηκε και δημοσιοποιήθηκε συνοπτικά από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη τις προηγούμενες μέρες (τι σύμπτωση, μέρες εορτασμών για τα πενήντα χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας), έχει ήδη γίνει αντικείμενο σφοδρής δημόσιας συζήτησης και κριτικής.
Το πόρισμα ξεκαθαρίζει «αναντίλεκτα» ότι ουδεμία αξιόποινη πράξη τελέστηκε με τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, στρατηγών, εισαγγελέων, δημοσιογράφων κ.λπ., δυνάμει των εισαγγελικών διατάξεων άρσης απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» τα έτη 2020-2024. Νομιμοποιεί, έτσι, αναδρομικά πάνω από πενήντα χιλιάδες εισαγγελικές διατάξεις στη διάρκεια της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, με το νομικό σόφισμα ότι αφού ο νόμος (τόσο ο παλιότερος 2225/1994 όσο και ο νεότερος 5002/2022) δεν απαιτεί «ειδική αιτιολογία» για την έκδοσή τους, τότε αυτές είναι άνευ ετέρου νόμιμες. Ετσι, όμως, καταρρίπτεται ο βασικός υπερασπιστικός ισχυρισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που από το ξέσπασμα του σκανδάλου παραπέμπει στην κρίση της Δικαιοσύνης. Κι αυτό, γιατί αποδεικνύεται περίτρανα ότι ένδικο μέσο κατά των συγκεκριμένων εισαγγελικών διατάξεων δεν υπάρχει. Η αυθαιρεσία των «ρυπαρών δικτύων» εντός της ΕΥΠ (όπως τα χαρακτήριζε η ίδια η κυβέρνηση) καθίσταται, έτσι, απολύτως στεγανή, με εισαγγελική βούλα.
Οσον αφορά το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator, η Εισαγγελία προχώρησε σε μια πολύ περιορισμένη ποινική δίωξη, αποκλειστικά κατά των εμπλεκόμενων ιδιωτών. Από τη διασταύρωση της λίστας των 87 στόχων του Predator και των εισαγγελικών διατάξεων της ΕΥΠ, προέκυψε ότι 28 φυσικά πρόσωπα είχαν στοχοποιηθεί και με τις δύο μεθόδους. Αυτή την ισχυρή ένδειξη περί ύπαρξης κοινού κέντρου παρακολουθήσεων ΕΥΠ – Predator, το πόρισμα την προσπερνά με το μαθηματικό εφεύρημα της διαίρεσης των στόχων του Predator με το σύνολο (!) των εισαγγελικών διατάξεων των ετών 2020-2023 – εφεύρημα που σίγουρα έκανε τους εμπνευστές του να ξεκαρδιστούν στα γέλια την ώρα που το συνέγραφαν.
Εκεί όμως που η συγκάλυψη απογειώνεται είναι στο ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού των αδικημάτων. Αν και γνωρίζουμε από τα δημοσιεύματα ότι στόχος του Predator ήταν το μισό υπουργικό συμβούλιο και μέσα σε αυτό ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας (τότε) υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, η ποινική δίωξη είναι πλημμεληματική και φαίνεται να αφορά μόνο το άρθρο 370Α του Ποινικού Κώδικα (παραβίαση απορρήτου τηλεφωνικών επικοινωνιών). Τα αναφερόμενα στην ανακοίνωση του Αρείου Πάγου, ότι η πλημμεληματική δίωξη οφείλεται στον Ποινικό Κώδικα του 2019, είναι για τους αδαείς. Αν η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού με στόχο τον ΥΠΕΞ της χώρας δεν συνιστά το κακούργημα της κατασκοπίας του άρθρου 148, τότε τι τη συνιστά; Αν η παρακολούθηση δημοσιογράφων, βουλευτών και υπουργών δεν συγκροτεί την επιβαρυντική περίσταση (κακούργημα) του ν. 4624/2019 για παραβίαση προσωπικών δεδομένων που απειλεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, τότε τι τη συγκροτεί; Και πού είναι, αλήθεια, η κατηγορία για το κακούργημα της εγκληματικής οργάνωσης, που αποτελεί «ψωμοτύρι» των αστυνομικών διαβιβαστικών και των κατηγορητηρίων στην ελληνική δικαστηριακή πρακτική;
Αν η κυβέρνηση νομίζει ότι το εισαγγελικό πόρισμα θα ρίξει σιωπητήριο στην αναζήτηση ευθυνών για τις υποκλοπές, κάνει λάθος. Οχι μόνο γιατί η ουσία της εισαγγελικής κρίσης κρίνεται από τους πολίτες και εμφανίζεται ελάχιστα πειστική – αρκεί μια ματιά στις εφημερίδες όλου του πολιτικού φάσματος. Αλλά περισσότερο γιατί οι διαδικαστικές ελλείψεις στην έρευνα της Εισαγγελίας είναι κραυγαλέες. Ενδεικτικά: προκαταρκτική εξέταση χωρίς κλήση των παθόντων για να καταθέσουν και να διαπιστωθεί μέσω των εγκληματολογικών εργαστηρίων αν τελικά παρακολουθήθηκαν με κατασκοπευτικό λογισμικό ή όχι. Χωρίς κλήση για ανωμοτί εξηγήσεις του πολιτικού προϊσταμένου και της εισαγγελέως της ΕΥΠ, οι οποίοι εν τέλει απαλλάσσονται χωρίς καν να έχουν υποβάλει υπόμνημα! Προκαταρκτική εξέταση χωρίς να ρωτηθεί ο διοικητής της ΕΥΠ Κοντολέων για τους λόγους παρακολούθησης, έστω, των μηνυτών Ανδρουλάκη και Κουκάκη. Χωρίς αξιοποίηση πολλών ακόμα αποδεικτικών στοιχείων που εισφέρθηκαν από μάρτυρες και δικηγόρους. Η ποιότητα της εισαγγελικής έρευνας περνάει πολύ κάτω από τον πήχη της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο οποίο θα φτάσει πλέον η υπόθεση μετά την εξάντληση των εθνικών ένδικων μέσων. Ο,τι κι αν λέει η κυβέρνηση, η υπόθεση των υποκλοπών παραμένει διάπλατα ανοιχτή, τόσο νομικά όσο και πολιτικά.
Η εισαγγελική σφραγίδα στη συγκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών βρίσκει την ελληνική δικαστική εξουσία στο ναδίρ της δημοκρατικής της νομιμοποίησης. Σε μια περίοδο που το ελληνικό σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης αμφισβητείται τόσο από τους πολίτες του όσο και διεθνώς, με μεγάλες εκκρεμείς υποθέσεις (Τέμπη, ναυάγιο Πύλου, αστυνομικές δολοφονίες, Greek Mafia κ.λπ.), η αρχειοθέτηση της πολύκροτης υπόθεσης καθιστά την πορεία αυτή μη αναστρέψιμη. Δεν θέλω να μηδενίσω τις υπαρκτές αντιστάσεις εντός του δικαστικού σώματος: τη σημαντική μειοψηφία στην απόφαση της διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, τη νέα πλειοψηφία στην Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, δικαστικούς λειτουργούς που μοχθούν καθημερινά για την απόδοση πραγματικής δικαιοσύνης.
Και βέβαια δεν θέλω να υποτιμήσω την ατομική στάση ευθύνης: η ιστορία της ελληνικής Δικαιοσύνης διδάσκει ότι είναι άλλο να είσαι Παύλος Δελαπόρτας, ο εισαγγελέας που ξεσκέπασε το παρακράτος στη δίκη των δολοφόνων του Λαμπράκη, και άλλο να είσαι Κόλλιας, ο εισαγγελέας της συγκάλυψης που επιβραβεύτηκε από τη χούντα. Και ασφαλώς, στο σήμερα, είναι άλλο να είσαι Χρήστος Ράμμος και άλλο Aχιλλέας Ζήσης. Ομως, αυτά πλέον φαντάζουν λιγοστά, τη στιγμή που η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου εμφανίζεται στην κοινή γνώμη όχι ως θεματοφύλακας κατά των αυθαιρεσιών της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ως κλαδική εισαγγελέων του κυβερνώντος κόμματος. Η βλάβη είναι πλέον ανήκεστη.
Και στον φανταστικό διάλογο που στήνει ο Ν. Ανδρουλάκης ανάμεσα στον ένοπλο αμφισβητία και τη δημοκρατία «που προσπαθεί να πείσει τον αρνητή της ότι η προσφυγή του στη βία ήταν αδικαίωτη γιατί οι θεσμοί της ήταν και είναι αναλλοίωτοι και ζωντανοί», η δημοκρατία μοιάζει όλο και λιγότερο πειστική, με τους λειτουργούς της χλομούς και κατασκοπευόμενους (αν όχι εκβιαζόμενους) από πολυπλόκαμα δίκτυα.
Επείγει σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ένα μαζικό δημοκρατικό κίνημα που να συνενώνει τον αγώνα για καλύτερη ζωή με τη διεκδίκηση των σύγχρονων δημοκρατικών δικαιωμάτων και λαϊκών ελευθεριών. Και κάπως έτσι, το τέλος των 50 χρόνων της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας συναντά και πάλι την αρχή της.
Ο Θανάσης Καμπαγιάννης είναι δικηγόρος, πρ. σύμβουλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με την Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ