Διαβάζουμε σήμερα στην Καθημερινή της Κυριακής άρθρο του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Φλωρίδη, με το οποίο ζητά τη νομοθέτηση αυτεπάγγελτης εκκίνησης ποινικής δίωξης κατά πολιτών που καταμηνύουν εισαγγελείς και δικαστές για πράξεις τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σε περίπτωση που η μήνυση αρχειοθετηθεί. Μάλιστα, η πρόταση του Αντεισαγγελέα για αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη επεκτείνεται και σε κάθε “δυσφημιστικό δημοσίευμα”. Λέει συγκεκριμένα:
“Θα πρέπει να καθιερωθεί νομοθετικά η αυτεπάγγελτη κίνηση της ποινικής διαδικασίας εις βάρος όποιου και με οποιονδήποτε τρόπο καταμηνύει ψευδώς ή δυσφημεί δικαστικό λειτουργό. Αυτό σημαίνει ότι με την αρχειοθέτηση της εναντίον του ψευδούς μήνυσης ή την εμφάνιση συκοφαντικού δημοσιεύματος στον Τύπο ή στο Διαδίκτυο, να κινείται αυτεπάγγελτα η ποινική διαδικασία εις βάρος του δράστη”.
Ως αιτιολόγηση της νομοθετικής αυτής πρωτοβουλίας, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου προβάλλει τις μηνύσεις που έχουν υποβληθεί κατά εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών από συγγενείς θυμάτων στην υπόθεση των Τεμπών. “Μια ψευδής μήνυση που κατατίθεται εις βάρος ενός δικαστικού λειτουργού… τον στιγματίζει… πλήττει ευθέως τον πυρήνα της προσωπικότητάς του”. Και, στο θεμιτό ερώτημα γιατί να νομοθετηθεί το αυτεπάγγελτο για τους εισαγγελείς και δικαστές, δηλαδή γιατί να μην προβούν οι ίδιοι σε υποβολή μήνυσης για ψευδή καταμηνυση (όπως δικαιούνται και όπως κάνει κάθε πολίτης που προσβάλλεται η τιμή του), ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εξηγεί ότι “οι δικαστικοί λειτουργοί, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, είναι άτομα φιλήσυχα (σσ: δηλαδή η συντριπτικη πλειοψηφία των πολιτών δεν είναι;), δεν θέλουν να αντιδικούν και παρότι όλη τους τη ζωή επιλύουν δικαστικές διαφορές, οι ίδιοι δεν θέλουν να εμφανίζονται στα δικαστήρια υπό άλλη ιδιότητα.
Γι’αυτό αποτελεί καθήκον της πολιτείας να τους προστατέψει στο πεδίο αυτό”.
Πρόκειται για μια πρόταση πραγματικά αδιανόητη. Σύμφωνα με τον νόμο, η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή που έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας και την προστασία του πολίτη από την βία και την αυθαιρεσία όχι μόνον ισχυρών ιδιωτών αλλά και λειτουργών της κρατικής εξουσίας. Κι όμως, στην περίπτωσή μας, ένας αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τη νομοθέτηση οιονεί ποινής κατά πολίτη που καταμηνύει εισαγγελικό και δικαστικό λειτουργό για πράξεις ή παραλείψεις κατά την τέλεση των καθηκόντων του, με μόνη προϋπόθεση εκκίνησης της ποινικής διαδικασίας την αρχειοθέτηση της μήνυσης. Τυχόν νομοθέτηση τέτοιας διάταξης θα σημάνει τον εκφοβισμό των πολιτών που επιθυμούν να αιτηθούν δικαστική προστασία για σε βάρος τους τελεσθείσα αυθαιρεσία δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού, καθώς τυχόν αρχειοθέτηση (χωρίς καν να έχει κριθεί ότι η υποβολή της μήνυσης ήταν κακόβουλη) θα τους εκθέτει στον κίνδυνο αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης, χωρίς δηλαδή καν να την αιτηθεί ο εμπλεκόμενος δικαστής ή εισαγγελέας.
Όσο δε για τη νομοθέτηση αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης για συκοφαντικά ή δυσφημιστικά δημοσιεύματα κατα δικαστών και εισαγγελέων (εδώ ο κύριος Αντεισαγγελέας επιδεικνύει μια αξιοπερίεργη αμφισημία: δεν γνωρίζει ότι η δυσφήμηση του 362 ΠΚ καταργήθηκε ή ζητά την επαναφορά της μόνο για δικαστές και εισαγγελείς;), είναι μια παλιά και ληγμένη συζήτηση. Πρόκειται για το πάλαι ποτέ αδίκημα της περιύβρισης αρχής του παλιού 181 ΠΚ, κατάλοιπου του μετεμφυλιακου κράτους, που ευτυχώς καταργήθηκε από τον υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου Γ. Κουβελάκη με το άρθρο 33 του Ν.2172/1993, καθώς με το συγκεκριμένο άρθρο από ένα σημείο και πέρα ως κατηγορούμενοι σέρνονταν κυρίως δικηγόροι για φράσεις τους μέσα στις δικαστικές αίθουσες…
Αυτό που προκαλεί αλγεινή εντύπωση είναι πως οι δημόσιοι υποστηρικτές της επαναφοράς της συγκεκριμένης μετεμφυλιακής διάταξης την υποστηρίζουν μόνο για τον κλάδο ενδιαφέροντος τους: ετσι, στο παρελθόν ο βουλευτης της ΝΔ (δικηγόρος των σωμάτων ασφαλείας και νυν υπουργός Μετανάστευσης) Θ. Πλεύρης υποστήριξε τη νομοθέτηση αυτεπάγγελτης δίωξης για την εξύβριση αστυνομικών σε δημόσιες συναθροίσεις, τώρα ο κ. Β. Φλωρίδης προωθεί την επαναφορά της περιύβρισης για δικαστές και εισαγγελείς, κοκ. Πρόκειται για “συνδικαλισμό του κράτους” συντεχνιακού τύπου: τουλάχιστον η καταργηθείσα διάταξη προστάτευε την τιμή και την υπόληψη όλων των αρχών, ήτοι “όποιος δημοσίως περιυβρίζει τον Πρωθυπουργό της χώρας, την Κυβέρνηση, τη Βουλή των Ελλήνων, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των αναγνωρισμένων από τον κανονισμό της Βουλής κομμάτων και τις δικαστικές αρχές, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών”. Ωστόσο, η τιμή του Πρωθυπουργού ή των Υπουργών του φαίνεται πως δεν απασχολεί τους συνδικαλιστές του εισαγγελικού κλάδου ή των σωμάτων ασφαλείας, με πιθανές τραγελαφικές συνέπειες όπου – σε ένα τυχαίο παράδειγμα – αδελφός θα ρωτάει αδελφό: “Γιατί να προστατεύεται αυτεπάγγελτα η δική σου τιμή ως Εισαγγελέα και όχι η δική μου τιμή ως Υπουργού;”. Θέλουμε άραγε να ανοίξουμε τον δρόμο σε τέτοιες ενδοοικογενειακές έριδες;
Και για να σταματήσουμε τα αστεία:
Είμαι βέβαιος πως στο εισαγγελικό και στο δικαστικό σώμα υπάρχουν αξιόλογοι/ες εισαγγελείς και δικαστές (δεν είναι υπόθεση: τους γνωρίζω) που φρίττουν με τη δημοσιοποίηση μιας τέτοιας πρότασης – και μάλιστα από έναν Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που προφανώς αξιώνει ρόλο συνδικαλιστή (γιατί όχι και πολιτικού). Να τα ξεκαθαρίσουμε: η υποβολή μήνυσης σε οποιονδήποτε πολίτη ακολουθείται από μια προκαταρκτική στην οποία ο μηνυόμενος υποβάλλει ένα υπόμνημα έγγραφων εξηγήσεων. Σ’αυτή την ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλεται κάθε πολίτης, αυτονόητα υποβάλλεται και κάθε μηνυόμενος εισαγγελέας ή δικαστής. Και αν η υπόθεση δεν προχωρήσει και αρχειοθετηθεί, τότε ο μηνυθείς έχει δικαίωμα να υποβάλει μήνυση για ψευδή καταμήνυση. Οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι δικηγόροι πρέπει να υποβαλλόμαστε και εμείς στις ίδιες υποχρεώσεις και να υπέχουμε τα ίδια δικαιώματα με κάθε πολίτη χωρίς να αξιώνουμε διακριτική μεταχείριση: η τιμή και η προσωπικότητά μας δεν είναι αφ’ εαυτής σημαντικότερη από αυτή του κάθε εργάτη, αγρότη ή επαγγελματία. Τουναντίον, στεκόμενος πιο ψηλά, κάθε κρατικός λειτουργός έχει ιδιαίτερη προσωπική υποχρέωση να περιφρουρεί την τιμή του και όχι να την αξιώνει ως κρατικό θέσφατο. Στο βάθμο μάλιστα που η δικαστική εξουσία δεν ψηφίζεται – δεν διαθέτει δηλαδή άλλη δημοκρατική νομιμοποίηση –, η τιμή των λειτουργών της θα πρέπει να αποδεικνύεται από την ποιότητα των αποφάσεων της και της καθημερινής της πρακτικής σαν σε ένα καθημερινό δημοψήφισμα. Σ’ αυτούς τους αξιόλογους δικαστές και εισαγγελείς, που επιτελούν ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους σε ένα ήδη ναρκοθετημένο πεδίο, αξίζουν καλύτεροι αρχιερείς.
ΥΓ: Άραγε αυτό το κείμενο πληροί τις προϋποθέσεις του κατά τον κ. Αντεισαγγελεα “δυσφημητικού δημοσιεύματος”; Ποιός ξέρει…