Macro

Τέλος και αρχή

Η πολιτική όξυνση των τελευταίων ημερών μπορεί αρχικά να προκαλεί κάποια έκπληξη. Ειδικά αν αναλογιστούμε ότι αναφερόμαστε σε μια χώρα που για οκτώ χρόνια ήταν σε καθεστώς δημοσιονομικής προσαρμογής, με την ανεργία να πλησιάζει το 28% και το ΑΕΠ να μειώνεται κατά 25%.

Η λήξη λοιπόν του προγράμματος, μαζί με την ουσιαστικά θετική αντιστροφή μιας σειράς οικονομικών μεγεθών, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας πιο ψύχραιμης πολιτικής αντιπαράθεσης. Η πόλωση όμως που βιώνουμε μαρτυρά κάτι ποιοτικά κρίσιμο. Ότι εισερχόμαστε σε μια καινούργια περίοδο, με μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας για την εκλεγμένη κυβέρνηση. Μεγαλύτερη ελευθερία σημαίνει περισσότερες επιλογές, άρα και περισσότερες συγκρούσεις.

Ένα σημαντικό κομμάτι του πολιτικού συστήματος αντιμετωπίζει με φόβο το τέλος του μνημονιακού μηχανισμού εξουσίας. Αυτό γιατί στη δική τους αντίληψη το Μνημόνιο αποτέλεσε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και όχι προϊόν εξωτερικού καταναγκασμού. Η λήξη του προγράμματος αποτελεί αντικειμενικά μια τομή. Το ποιοτικό βάθος αυτής της τομής θα εξαρτηθεί κυρίαρχα από τις δικές μας κινήσεις. Σε αυτή τη διαδικασία οφείλουμε ταυτόχρονα να στοχαστούμε κριτικά την πορεία των τελευταίων ετών.

Η συνεχιζόμενη κρίση εκπροσώπησης

Η έκρηξη της οικονομικής κρίσης και η διαχείρισή της από το παλιό πολιτικό σύστημα δημιούργησε ένα τεράστιο «πολιτικό κενό». Η κάλυψη αυτού του «κενού» από την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε αυτονόητη. Μια σειρά από χώρες όπου η άνοδος της Άκρας Δεξιάς εμφανίζεται ως η απάντηση στη νεοφιλελεύθερη πολιτική αποδεικνύουν το παραπάνω.

Η γενικευμένη χρήση του όρου «λαϊκισμός» ως του ερμηνευτικού σχήματος που αντιμετωπίζει ενιαία οποιαδήποτε κριτική στη σημερινή κατάσταση, αδιαφορώντας για το αν μιλάμε για δυνάμεις της Αριστεράς ή ρατσιστικές ακροδεξιές δυνάμεις, το μόνο που καταφέρνει είναι να αποφεύγει τη σύγκρουση με τις δεύτερες.

Η δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ στηρίχθηκε στη σχέση που προσπάθησε να δημιουργήσει με μια σειρά από κοινωνικές δυνάμεις σε συνδυασμό με τη επίδειξη του απαραίτητου «θράσους» να διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία. Να αρνηθεί δηλαδή την αναπαραγωγή ενός πολιτικού συστήματος όπου η Αριστερά αντιμετωπίζεται ως μια συμπαθητική δύναμη που δρα εντός του χώρου που ευγενικά της παραχωρείται.

Η περίοδος του πρώτου εξαμήνου, με μια σειρά από ουσιαστικές αδυναμίες, λάθη και παραλείψεις, σηματοδότησε μια σύγκρουση με το σύνολο των δομών εξουσίας σε επίπεδο εθνικών και υπερεθνικών μηχανισμών, που έληξε με την, κοινωνικά άδικη και σκληρή, συνθηκολόγηση του καλοκαιριού.

Το τελεσίγραφο που είχε δώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντικειμενικά υπηρετούσε δύο στόχους. Τη συνέχιση του πλαισίου δημοσιονομικής επιτήρησης της χώρας και στρατηγικά την ανατροπή και αντικατάσταση της κυβέρνησης από έναν πιο παραδοσιακό πολιτικό συνασπισμό που δεν θα έθετε «ενοχλητικά» ζητήματα για τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία.

Η επιλογή του δημοψηφίσματος και των εκλογών που ακολούθησαν μετά την υπογραφή μπορεί να μην κατάφεραν να ανατρέψουν το πρώτο σκέλος του παραπάνω σχεδίου, αλλά έβαλαν φρένο στο δεύτερο. Χωρίς το δημοψήφισμα δεν θα είχε κρατηθεί όρθια αυτή η κυβέρνηση, δεν θα είχε κερδηθεί ο απαραίτητος χρόνος για να δοθούν μια σειρά από μάχες, αλλά ταυτόχρονα να διαχειριστούμε και την «οπισθοχώρηση» με όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες για την κοινωνική πλειοψηφία.

Ταυτόχρονα, χωρίς τη μάχη του πρώτου εξαμήνου και την αναθεώρηση σε μια σειρά από στόχους του προγράμματος, αποτελεί ερώτημα το αν σήμερα θα μπορούσαμε να μιλάμε για την ολοκλήρωσή του και τον απεγκλωβισμό από τους δικούς του καταναγκασμούς.

Μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας

Ερώτημα πρώτο: Γιατί κατάφερε αυτή η κυβέρνηση την ολοκλήρωση και την έξοδο από το πρόγραμμα και όχι οι προηγούμενες, που, αντικειμενικά, είχαν τα “διαπιστευτήρια” και την εμπειρία κρατικής διαχείρισης;

Δεν τα καταφέραμε επειδή ακολουθήσαμε πιστά το πρόγραμμα, τα καταφέραμε παρά και κόντρα στις δυσκολίες που μας έθεταν το πρόγραμμα και η δογματική νεοφιλελεύθερη αντίληψη των θεσμών.

Οι πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, η ουσιαστική στήριξη του συστήματος δημόσιας υγείας και η καθολική πρόσβαση σε αυτό, η μάχη για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η καταπολέμηση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας δεν αποτελούσαν προτεραιότητες του προγράμματος. Αντίθετα τις περισσότερες φορές αποτέλεσαν πεδία σύγκρουσης με τους θεσμούς.

Ερώτημα δεύτερο: Το πρόγραμμα ήταν πετυχημένο;

Με όρους τεχνοκρατικού ορθολογισμού, σίγουρα όχι. Το κυρίαρχο δεν υπήρξε ποτέ το «συμμάζεμα» των δημόσιων οικονομικών, αλλά η εμπέδωση του νέου μοντέλου αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Η δική μας επιτυχία είναι ότι καταφέραμε να κλείσουμε αυτόν τον κύκλο και με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων να αντιμετωπίσουμε την «επιτυχία» του προγράμματος.

Να στηριχθούμε στις δυνάμεις μας, να επιλέξουμε τις μάχες μας

Το τέλος των μνημονιακών καταναγκασμών δεν σημαίνει ένα απόλυτα ελεύθερο πεδίο. Δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι υπάρχουν μια σειρά από μηχανισμούς πειθάρχησης – και οι αγορές είναι ένας από αυτούς. Ακριβώς γι’ αυτό οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και αποτελεσματικοί στον τρόπο που θα θέσουμε και θα υλοποιήσουμε τις προτεραιότητές μας το επόμενο διάστημα. Την ίδια στιγμή οφείλουμε να οικοδομούμε διαρκώς δημοσιονομικά το δίχτυ ασφαλείας που θα μας επιτρέπει να αντέχουμε στις πιέσεις που θα υπάρχουν κάθε φορά που δεν θα υλοποιούμε αυτό που η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία θα ήθελε να υλοποιήσουμε.

Χρειάζεται με απόλυτο και αυστηρό τρόπο να θέσουμε τις προτεραιότητες πάνω στις οποίες θα δουλέψουμε. Προτεραιότητες όμως σημαίνει επιλογές και ιεράρχηση, γιατί δεν γίνονται όλα ταυτόχρονα. Σημαίνει ότι στον σχεδιασμό σου δεν υποτιμάς τον παράγοντα του χρόνου. Μετά από οκτώ χρόνια δημοσιονομικής προσαρμογής δεν μπορούμε να λειτουργούμε σαν να βρισκόμαστε σε μια φυσιολογική κοινοβουλευτική περίοδο. Η αίσθηση του κατεπείγοντος δεν προκύπτει από τους εκλογικούς χρόνους, αλλά από τις κοινωνικές μας αναφορές, από το σε ποιους θέλουμε να αναφερόμαστε.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που πρέπει να προχωρήσουμε γρήγορα με συγκεκριμένες προτεραιότητες είναι η δημόσια διοίκηση. Η κατάκτηση του κανόνα «μία πρόσληψη για κάθε συνταξιοδότηση» στο Δημόσιο δίνει σημαντικές δυνατότητες ανασυγκρότησης μιας σειράς υπηρεσιών. Οφείλουμε να προχωρήσουμε σε σχεδιασμό τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια για την ενίσχυση της Παιδείας και της Υγείας.

Την ίδια στιγμή όμως η ανασυγκρότηση των μηχανισμών ελέγχου (π.χ. Επιθεώρηση Εργασίας) αποτελεί ουσιαστική μεταρρύθμιση στον τρόπο συγκρότησης του κρατικού μηχανισμού. Η απαξίωση αυτών των υπηρεσιών αποτέλεσε μια συνειδητή επιλογή των προηγούμενων κυβερνήσεων και έναν ειδικό τρόπο συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών με καθαρά αντιδραστικό περιεχόμενο.

Παρά το γεγονός ότι το χαρτοφυλάκιο της εργασίας αποτέλεσε ένα από τα βασικά και πιο δύσκολα πεδία σύγκρουσης, πιστεύω ότι μπορεί να μας βοηθήσει σε μια σειρά από συμπεράσματα. Αρχικά ότι, ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, μπορούμε να δημιουργούμε ρήγματα και να κερδίζουμε χώρο. Η δράση και η αναβάθμιση της Επιθεώρησης Εργασίας αντικειμενικά αμφισβήτησε κρίσιμες όψεις του νεοφιλελεύθερου σχεδίου για την εργασία.

Καταφέραμε επίσης, την ίδια στιγμή που δίναμε τη μάχη για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, να περάσουμε από τη Βουλή δύο νόμους με σειρά θετικών διατάξεων. Διατάξεις που μπορεί να φαίνονταν «τεχνικές» ή «δευτερεύουσας σημασίας», αλλά στην πραγματικότητα βοήθησαν σε χιλιάδες περιπτώσεις εργαζομένων που έβλεπαν τα δικαιώματά τους να παραβιάζονται.

Το ζήτημα των εργασιακών όμως μας θυμίζει και κάτι περισσότερο. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε και δεν πρέπει να περιορίσουμε την οπτική μας στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού. Οι αλλαγές που πρέπει να προχωρήσουν χρειάζονται την κοινωνική δράση. Καμία ουσιαστική αλλαγή δεν μπορεί να «ριζώσει» αν περιοριστεί σε πρωτοβουλίες «από τα πάνω», χωρίς να «συναντηθεί» δηλαδή με τη δράση της κοινωνίας.

Με άλλα λόγια χρειάζεται να ανασυγκροτηθεί το σύνολο των κοινωνικών εκπροσωπήσεων που θα ασκούν προωθητική κριτική στην κυβέρνηση υπό το πρίσμα των αναγκών της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Για να επιστρέψω στην αρχική παρατήρηση του κειμένου, η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης και της επίθεσης εναντίον μας από τους υποστηρικτές των μνημονιακών καταναγκασμών αναδεικνύει με τον πιο κρυστάλλινο τρόπο ότι οι δυνατότητες του επόμενου διαστήματος είναι σημαντικές. Το σύνολο του παλιού καθεστώτος το έχει κατανοήσει και σίγουρα θα κάνει τα πάντα για να ανατρέψει οποιαδήποτε προοπτική ουσιαστικών αλλαγών.

Νάσος Ηλιόπουλος

Πηγή: Η Αυγή