Macro

Τελικά η πατριαρχία ζει…

Χαρακτηριστικές συμπεριφορές απέναντι στις γυναίκες, που απορρέουν από αντιλήψεις ριζωμένες στο βαθύ πατριαρχικό πρότυπο, έχει καταγράψει το γυναικείο κίνημα και η ακαδημαϊκή έρευνα. Οι στερεότυποι ρόλοι, οι βαθιά ενσωματωμένες αντιλήψεις για το φύλο και ιδίως οι συμπεριφορές έχουν κωδικοποιηθεί, έχουν ονοματοδοτηθεί και αξιοποιούνται ως εργαλεία έρευνας του μοντέλου της πατριαρχίας. Η καθημερινή ζωή, στο σπίτι και στη δουλειά, αλλά και τα social media, είναι ο καθρέφτης των πρακτικών αυτών. Η κωδικοποίηση των όρων ανάλυσης της πατριαρχίας έχει από μόνη της ενδιαφέρον, καθώς δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή.

Mansplaining είναι μία σύνθεση των λέξεων man (άνδρας) και explaining (εξήγηση) και ορίζεται ως “η πράξη τού να εξηγείς κάτι σε κάποιον, συνήθως ένας άνδρας σε μια γυναίκα, με τρόπο περιφρονητικό ή χειραγωγικό (πατροναριστικό)”. Η Λίλι Ρόθμαν του αμερικανικού περιοδικού The Atlantic ορίζει το mansplaining ως “το να εξηγείς χωρίς καμία αντίληψη περί του γεγονότος ότι αυτός που του επεξηγούν γνωρίζει περισσότερα από αυτόν που επεξηγεί, κάτι που συχνά συμβαίνει από έναν άνδρα σε μια γυναίκα”, και η συγγραφέας και δοκιμιογράφος Ρεμπέκα Σόλνιτ αποδίδει το φαινόμενο σε έναν συνδυασμό “υπέρμετρης αυτοπεποίθησης και άγνοιας”.

Το φαινόμενο παρουσιάζεται συνήθως στους χώρους εργασίας, όπου συχνά στις γυναίκες δεν επιτρέπεται να ολοκληρώσουν τις σκέψεις τους ή κάποιος αναλαμβάνει να εξηγήσει καλύτερα τι θέλουν να πουν οι ίδιες. Το debate που έγινε ανάμεσα σε Τραμπ και Κλίντον είναι το πιο δημοφιλές παράδειγμα mansplaining. Ο Τραμπ κατηγορήθηκε για συνεχείς διακοπές και χειρονομίες εναντίον της Κλίντον.

Slut shaming είναι η πρακτική της κριτικής εναντίον των γυναικών και των κοριτσιών, οι οποίες θεωρείται ότι παραβιάζουν τις προσδοκίες συμπεριφοράς και εμφάνισης σε θέματα που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα.

Η πρακτική του slut shaming περιλαμβάνει την κριτική (ή ακόμη και την τιμωρία, σε χώρες της Αφρικής ή της Ασίας) για όσες ντύνονται με «προκλητικό» τρόπο, όσες έχουν προγαμιαίο, περιστασιακό ή μη διακριτικό σεξ, ή ακόμη όταν είναι θύματα βιασμού ή σεξουαλικής επίθεσης. Οι εκφράσεις «με πόσους έχεις πάει», «ποιος θα σε πάρει στα σοβαρά όταν ντύνεσαι / συμπεριφέρεσαι έτσι», είναι χαρακτηριστικές. Το μοντέλο λειτουργεί και αντίστροφα: εάν κάνεις σεξ μαζί μου είσαι «πουτάνα». Εάν δεν κάνεις, «παριστάνεις τη δύσκολη». Δεν είσαι δύσκολη, και «τσούλα» είσαι.

Body shaming Πρόκειται για την πρακτική της διατύπωσης επικριτικών, συχνά εξευτελιστικών, σχολίων για την εξωτερική εμφάνιση των γυναικών, τις αναλογίες ή το βάρος τους. Από την κριτική δεν ξεφεύγουν ούτε καν οι σταρ του Χόλιγουντ και τα μοντέλα. Χοντρή / ανορεξική, κοντή / ψηλή, άκωλη / χοντροκώλα, βυζαρού / σανίδα, ο σχολιασμός των γυναικείων σωμάτων, αδιάκοπα υπό την αντρική ματιά, είναι συνεχής: η γυναικεία εμφάνιση κρίνεται, βαθμολογείται, εξετάζεται διαρκώς, στον δρόμο, στα media, στις διαφημίσεις, στα realities.

Η ίδια η γυναίκα τίθεται υπό το μικροσκόπιο και στο τέλος μαθαίνει να βλέπει κι αυτή το σώμα της μέσα από τα αυστηρά αυτά κριτήρια περί «προβληματικών σημείων», περί γκρίζων μαλλιών που πρέπει να βαφτούν, περί τοπικού πάχους που πρέπει να εξαφανιστεί, περί ρυτίδων που πρέπει να απαλειφθούν. Παγκόσμια έρευνα εταιρείας καλλυντικών το 2015 έδειξε πως μόνο το 4% των γυναικών χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους ως «όμορφη», το 72% των γυναικών αισθάνονται τεράστια πίεση για να είναι όμορφες και το 80% συμφωνούν ότι έχουν κάτι πάνω τους που είναι όμορφο, αλλά δεν βλέπουν την ομορφιά τους.

Το πώς διαμορφώνονται τα πρότυπα ομορφιάς είναι γνωστό. Οι φεμινίστριες, σήμερα, διεκδικούν το δικαίωμα να μην κρίνονται συνεχώς οι γυναίκες από το πόσο άξιες να κάνει σεξ μαζί τους τις βρίσκει ένας άντρας.

Διότι η συνεχής παραγωγή λόγου και κουτσομπολιού περί γυναικείων σωμάτων καλλιεργεί ακριβώς τις γυναικείες ανασφάλειες, τις οποίες μετά η πατριαρχία σπεύδει να γελοιοποιήσει.

Victim blaming Δευτερογενής θυματοποίηση, θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης ή βιασμού, που προέρχεται από τη δυσπιστία στην ιστορία του θύματος και την ελαχιστοποίηση της σοβαρότητας της επίθεσης. Απαντάται συνήθως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το θύμα έχει καταναλώσει προηγουμένως ναρκωτικά ή αλκοόλ ή έχει προηγηθεί γνωριμία με τον θύτη. Επίσης σε περιπτώσεις που το θύμα κατηγορηθεί ότι φορούσε “προκλητικά ρούχα”, καθώς θεωρείται ότι προσπαθεί ενεργά να αποπλανήσει έναν σεξουαλικό σύντροφο ή κινείται με τρόπο που έχει κινδύνους και ρίσκα.

Με αυτή την έννοια, «ιδανικό θύμα» βιασμού θεωρείται π.χ. μια ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία επιστρέφει στο σπίτι της μετά από επίσκεψη σε συγγενείς της και δέχεται επίθεση από έναν άγνωστο. Κι αυτό, γιατί δεν μπορούσε να αποφύγει να βρίσκεται στη θέση που ήταν, δεν γνώριζε τον επιτιθέμενο και δεν μπορούσε να αντισταθεί. Εδώ το θύμα έχει αυξημένη αξιοπιστία στα μάτια της Δικαιοσύνης, σε αντίθεση σε μια γυναίκα που επιστρέφει στο σπίτι της το βράδυ από ένα κλαμπ – σαν «να της άξιζε» ή να «τά ‘θελε».

Συχνά, κατηγορούνται οι γυναίκες – θύματα κακοποίησης ή ενδοοικογενειακής βίας, γιατί δεν αντέδρασαν. Εκτός από δεκάδες λόγους που οι γυναίκες-θύματα δεν αντέδρασαν, το ειρωνικό είναι ότι η πατριαρχία φροντίζει να κάνει τις γυναίκες τόσο παθητικές ανατρέφοντάς τες, ώστε να νομίζουν ότι είναι αδύναμες και δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς άντρα δίπλα τους, και στη συνέχεια τις κατηγορεί που γίνονται ακριβώς αυτό.

Στο ίδιο μοτίβο, συνηθίζεται να κατηγορούνται οι γυναίκες σύζυγοι που δεν αντέδρασαν σε περιπτώσεις κακοποίησης των παιδιών τους από τον σύζυγο, ο οποίος «απαλλάσσεται» καθώς έχει ενσωματωθεί ότι η βιαιότητα είναι σύμφυτη με το ανδρικό πρότυπο.

Male entitlement Η αίσθηση των ανδρών ότι έχουν ένα εγγενές δικαίωμα στην εξουσία, ειδικά προνόμια και απαιτήσεις. Αυτό τους μαθαίνει η πατριαρχία. Το δικαίωμά τους επεκτείνεται και πάνω στο γυναικείο σώμα. Θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα στο σεξ. Το male entitlement παίζει σημαντικό ρόλο στην κατάχρηση: οι καταχραστές θεωρούν την καταχρηστική συμπεριφορά όχι μόνο αποδεκτή αλλά δικαιολογημένη – τόσο δικαίωμα όσο και προνόμιο. Με αυτή την έννοια, συχνά θεωρούν ότι τα γυναικεία σώματα έχουν αποστολή τη δική τους ικανοποίηση. Π.χ. ο θηλασμός, από ορισμένους άνδρες, προσλαμβάνεται ως ερωτικό κάλεσμα. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσεται και η ευρεία πεποίθηση ότι δεν υπάρχει βιασμός εντός σχέσης ή γάμου: το σώμα της γυναίκας δεν ανήκει στην ίδια αλλά στον άντρα ιδιοκτήτη της. Το σεξ μετατρέπεται για τους άντρες σε δικαίωμα και η δυνατότητα μιας γυναίκας να το αρνηθεί ισοδυναμεί με στέρηση κάποιου φανταστικού δικαιώματος.

Η αντίδραση των ανδρών, βάσει του male entitlement, στην άρνηση μιας γυναίκας για σεξ ποικίλει: ξεκινάει από τα σχόλια του είδους «το παίζει ντίβα αλλά τα θέλει» ή «κυκλοφορεί σαν πουτάνα αλλά παριστάνει την κυρία». Φτάνει δε μέχρι τους βιασμούς και τις δολοφονίες γυναικών που τόλμησαν να απορρίψουν το ανδρικό ενδιαφέρον, στο οποίο, κατά τη γνώμη τους, έχουν υποχρέωση. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται η κουλτούρα του βιασμού, με ακρότατο σημείο τον θάνατο, όταν οι γυναίκες δεν υπακούσουν.

Αγγέλα Νταρζάνου

Πηγή: Η Αυγή