Macro

Τάσης Παπαϊωάννου: Η αρχιτεκτονική της ακατάσχετης επιδειξιμανίας

«Πες μου ποιος είσαι να σου πω πώς κτίζεις – πες μου πώς κτίζεις να σου πω ποιος είσαι».
Άρης Κωνσταντινίδης
 
Ζούμε σε μια εποχή όπου ο άκρατος καταναλωτισμός αποτελεί τη νέα παγκόσμια θρησκεία. Ο άνθρωπος έχει συνδέσει την ευημερία και την ευτυχία του, αποκλειστικά με το πόσα αγαθά καταναλώνει, ανεξάρτητα αν αυτά του είναι απαραίτητα ή όχι για τη διαβίωσή του. Έχει κατισχύσει σχεδόν παντού, ως κυρίαρχη κουλτούρα των κοινωνιών μας, το δόγμα: «καταναλώνω, άρα υπάρχω».
 
Σταδιακά οι κοινωνίες μας μεταλλάσσονται σε ασύνδετα μεταξύ τους σύνολα, ανικανοποίητων ατόμων ή όπως έλεγε ο Οκτάβιο Πας σε «συνάξεις μοναχικών ανθρώπων». Ανθρώπων οι οποίοι διακατέχονται από τη μανία της αγοράς καινούργιων προϊόντων, προϊόντων τα οποία κάνουν σχεδόν καθημερινά την εμφάνισή τους και προβάλλονται ως τα νέα πρωτοποριακά και επαναστατικά επιτεύγματα της τεχνολογίας. Κάποιοι που έχουν την οικονομική άνεση τα αγοράζουν, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν σε όλους τους υπόλοιπους, το σύνδρομο της στέρησης και της επιτακτικής “ανάγκης” να τα αποκτήσουν πάση θυσία κι αυτοί. Η αγορά του αχρείαστου αντικειμένου, δημιουργεί αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε ίσως κανείς, την αύξηση της καταναλωτικής μανίας, συνθλίβοντας τον άνθρωπο μέσα στα γρανάζια ενός φαύλου κύκλου διαρκώς νέων αγορών, δημιουργώντας εν τέλει απολύτως εξαρτημένα και χειραγωγούμενα άτομα. Άτομα που βυθίζονται μέσα σ ’έναν ολέθριο ατομικισμό και εγκλωβίζονται, ολοένα και περισσότερο, στα ασφυκτικά και περιχαρακωμένα όρια ενός μοναχικού Εγώ.
 
Η καταναλωτική ανεξέλεγκτη βουλιμία, ως αυτοσκοπός, έχει καθορίσει εδώ και χρόνια και την αρχιτεκτονική πρακτική. Η κατοικία (και όχι μόνο) έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα και αντιμετωπίζεται ως κοινό καταναλωτικό προϊόν. Αρκεί να επισκεφτεί κανείς τα νότια και βόρεια προάστια της Αττικής (Γλυφάδα, Βούλα – Βριλήσσια, Χαλάνδρι), για να διαπιστώσει το είδος της αρχιτεκτονικής που χτίζεται στις περιοχές αυτές τα τελευταία χρόνια. Απίθανες πολυκατοικίες, γεμάτες στολίδια και περιττά επιθέματα, όπου η μια ανταγωνίζεται την άλλη σε κακογουστιά και εκζήτηση. Δεν υπάρχει κανένας κανόνας που στοιχειωδώς να συγκροτεί και να προδιαγράφει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό τους. Τα κτίρια πια μοιάζουν με παχύρευστες τούρτες, όπου το μόνο που ενδιαφέρει τους σχεδιαστές τους, είναι η επιδειξιμανία του φανταχτερού, του πομπώδους, του κραυγαλέου και του προκλητικού.
 
Η προσπάθεια είναι το νέο κτίριο να διαφοροποιηθεί με κάθε τρόπο από τα γειτονικά του και να μη θυμίζει σε τίποτε αυτά που προϋπήρξαν, αφού ο μοναδικός στόχος είναι να «πουλήσει» (και μάλιστα πολύ ακριβά) στον μελλοντικό καταναλωτή-ιδιοκτήτη. Ακατανόητες και άχρηστες καμπύλες, εμφανίζονται πάνω στις όψεις των νεότευκτων «αρχιτεκτονημάτων». Ένα θλιβερό δειγματολόγιο από κάθε είδους καμπύλες, κυρτές ή κοίλες, συνεχόμενες ή διακοπτόμενες, περιστρέφονται γύρω από τα κτίρια, χωρίς κανένα απολύτως νόημα. Συστρέφονται σαν σερπαντίνες πάνω σε αποκριάτικα σκηνικά, καλύπτοντας εξωτερικά τα αδιάφορα, κατά τα άλλα, ορθογώνια και βαρετά παραλληλεπίπεδα του χτισμένου αχταρμά.
 
Άλλα κτίρια πάλι, αποτελούν το απόγειο του τριγωνισμού τόσο σε οριζόντιο όσο και σε κατακόρυφο επίπεδο. Θηριώδη δοκάρια δίχως να επιτελούν καμιά στατική λειτουργία εκτείνονται στο πουθενά, πλάκες και πρόβολοι όλων των δυνατών μορφών πετάγονται δεξιά και αριστερά δίχως σκοπό, ενώ κάθε νέα πολυκατοικία που “σέβεται” τον αγοραστή και φυσικά στοχεύει στο πορτοφόλι του, διαθέτει ιδιωτικές πισίνες (-μπανιέρες) στα παραφουσκωμένα μπαλκόνια της. Τι αξίζει άραγε σήμερα ένα σπίτι δίχως την πισίνα του; Τα inox και τα κρυστάλλινα στηθαία που γυαλίζουν ενοχλητικά, είναι πλέον κανόνας για μια “πολυτελή” κατασκευή που εναρμονίζεται με τα πρότυπα του life style της εποχής μας, στα πλούσια, αλλά αβαθή και κενού περιεχομένου προάστια των μικροαστικών φαντασιώσεών μας.
 
 
Η αρχιτεκτονική της άσπρης στιλπνής φούσκας, αποτελεί την αποθέωση της αυτοαναφορικότητας και αυταρέσκειας. Συμβατικά κτίρια, ως προς τη συνθετική τους δομή, ντύνονται με τα ρούχα της εκζήτησης και της φιγούρας, μιας κίβδηλης επένδυσης προκειμένου να εντυπωσιάσουν και να καταπλήξουν με την αυθάδη και προκλητική παρουσία τους, το μάτι του ακόρεστου και αδαή νεόπλουτου (έλληνα ή ξένου). Τα φθηνά και ευτελή υλικά πλασάρονται στην αγορά του real estate ως υπερπολυτελής κατασκευή. Γυψοσανίδες κάθε είδους που επικαλύπτουν απίθανες μεταλλικές κατασκευές, καλύπτουν σαν χοντροκομμένο μασκάρεμα τις όψεις, των παχύσαρκων και ψηλών (σύμφωνα με τα περιβαλλοντικά bonus του ΝΟΚ) πολυκατοικιών. Σε άλλες, βλέπεις πάνω στις επιφάνειές τους ακατανόητες διακοσμητικές τρύπες, στρογγυλές ή οβάλ, πάνω σε πλάκες ή σε τοίχους, να θυμίζουν σκοροφαγωμένες επιφάνειες σε μεγέθυνση.
 
Το πρόβλημα όμως είναι πιο σοβαρό, απ’ ότι θα υπέθετε κανείς σε μια πρώτη, πρόχειρη θεώρηση. Τα κτίρια αυτά, αρχίζουν σιγά- σιγά να αποτελούν υποδείγματα σύγχρονης –τρομάρα μας!- αρχιτεκτονικής. Φαντάζουν στα μάτια πολλών, ως πρωτοποριακά επιτεύγματα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και ορισμένα εξ αυτών βραβεύονται κιόλας από αρχιτεκτονικά ινστιτούτα και περιοδικά. Προβάλλονται πονηρά και συστηματικά από συγκεκριμένους μάνατζερς και διαφημιστές στα ΜΜΕ που τα διατυμπανίζουν ως τα νέα δήθεν πρότυπα της κατοίκησης. Καθιερώνεται έτσι μια εμπορική-εργολαβική αρχιτεκτονική της απόλυτης φαντασμαγορίας και κενότητας που παραπέμπει –πάντα- σε μια ανώτερη κοινωνικά τάξη, υποσχόμενη την πολυπόθητη κοινωνική ανέλιξη στα μικροαστικά όνειρα των καταναλωτών.
 
Απέναντι σ’ αυτή τη ρηχή αρχιτεκτονική της αστείρευτης ματαιοδοξίας, περιμένει κανείς (ίσως μάταια;) να υπάρξει μια απάντηση από την αρχιτεκτονική κοινότητα. Η ελευθερία της αρχιτεκτονικής έκφρασης είναι προφανώς αδιαπραγμάτευτη, όπως και ο πλουραλισμός των διαφορετικών απόψεων, την ίδια στιγμή όμως, είναι επιβεβλημένη και η κριτική αποτίμησή τους. Ο δημόσιος, ανοικτός προς την κοινωνία αρχιτεκτονικός και όχι μόνο διάλογος, είναι στις μέρες μας, περισσότερο από ποτέ, αναγκαίος! Μόνο θετικά αποτελέσματα θα έχει αυτή η συζήτηση και η κριτική, για την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούμε και τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητά μας.
 
Το κτισμένο περιβάλλον εκφράζει στο χώρο και στο χρόνο τον πολιτισμό μας, τις ταξικές αντιθέσεις, τις κοινωνικές ανακατατάξεις, κοντολογίς, το ποιοι πραγματικά είμαστε. Από τη μια χτίζονται τα τερατουργήματα της φλυαρίας και επιδειξιμανίας και από την άλλη, τεράστια τμήματα του πληθυσμού πασχίζουν να βρουν μάταια κάποιο σπίτι για να ζήσουν. Κι όλα αυτά, σε μια χώρα όπου η πολιτεία αγνοεί επιδεικτικά, δεκαετίες τώρα, την επιτακτική ανάγκη δημιουργίας συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί στοιχειωδώς, το τεράστιο στεγαστικό πρόβλημα που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Η αρχιτεκτονική, εκτός από επάγγελμα, τέχνη, επιστήμη ή ότι άλλο χαρακτηρισμό της προσδώσουμε, επιτελεί ή θα όφειλε να επιτελεί και έναν διδακτικό ρόλο στην κοινωνία. Προτείνει πάντοτε έναν τρόπο ζωής και μ’ αυτή την έννοια: «Κάθε γραμμή που τραβάμε [οι αρχιτέκτονες] δεν είναι ουδέτερη. Έχει χρώμα και μάλιστα έντονο!» Άρα εμμέσως, πλην σαφώς, επιτελεί έναν κρίσιμο κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό εν τέλει ρόλο, απέναντι στον οποίο θα πρέπει να στεκόμαστε και να δίνουμε καθημερινά απαντήσεις αφουγκραζόμενοι τις πραγματικές ανάγκες της ζωής μας.
 
Ο Τάσης Παπαϊωάννου είναι Αρχιτέκτων, ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ