Στις 17 Ιουνίου, τέσσερις ημέρες μετά την επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν, το sidecar, όπως ονομάζεται το μπλογκ του περιοδικού New Left Review, δημοσίευσε άρθρο με τίτλο “Newclear Options” [Πυρηνικές επιλογές] του γνωστού, και στην Ελλάδα, πακιστανο-βρετανού πολιτικού ακτιβιστή, συγγραφέα, δημοσιογράφου, ιστορικού και κινηματογραφιστή, Τάρικ Αλί. Με τη βαθιά γνώση που έχει για τη Μέση Ανατολή, ο συντάκτης του άρθρου κάνει μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία των αντιπαραθέσεων του Ιράν με τη Δύση, ιδιαίτερα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και προφανώς με το Ισραήλ. Ως γνωστόν, την περασμένη Τρίτη, ο επικίνδυνα απρόβλεπτος αμερικανός πρόεδρος Τραμπ ανήγγειλε, με την αναίδεια του πλανητάρχη, το τέλος αυτού του σύντομου ισραηλινο-ιρανικού πολέμου, αφού προηγουμένως βομβάρδισε και αυτός, μετά τον Νετανιάχου, πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο το πυρηνικό μονοπώλιο στην περιοχή του αγαπημένου παιδιού της Δύσης.
Χ.Γο.
Η επέκταση του πολέμου από την Παλαιστίνη στο Ιράν, που ξεκίνησε στις 13 Ιουνίου, σηματοδοτεί μια εμμονή του Ισραήλ που διαρκεί τέσσερις δεκαετίες. Την ώρα που η κυβέρνηση Τραμπ διαπραγματευόταν με κακή πίστη το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, το ισραηλινό καθεστώς εκμεταλλεύτηκε ένα χρονικό κενό και βομβάρδισε την Τεχεράνη, δολοφονώντας κορυφαίους επιστήμονες, έναν στρατηγό και άλλους αξιωματούχους-μερικοί από τους οποίους συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις. Ύστερα από κάποιες αδέξιες διαψεύσεις, ο Τραμπ παραδέχτηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ειδοποιηθεί εκ των προτέρων για την επίθεση. Την επιθετική ενέργεια του Ισραήλ στήριξε μετά και η Δύση, παρά το γεγονός ότι η, διορισμένη από τον Τραμπ, Διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, Tulsi Gabbard [Τούλσι Γκάμπαρντ], μόλις στις 25 Μαρτίου είχε δηλώσει τα εξής: «Η Υπηρεσία Πληροφοριών εξακολουθεί να εκτιμά ότι το Ιράν δεν κατασκευάζει πυρηνικά όπλα και ότι ο ανώτατος ηγέτης Χαμενεΐ δεν έχει εγκρίνει την επανέναρξη του προγράμματος κατασκευής πυρηνικών όπλων, που ο ίδιος ανέστειλε το 2003».
Η ηγεσία του Ιράν δεν πήρε τα μαθήματα της ιστορικής εμπειρίας του
Οι επιθεωρητές του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν υπάρχουν πυρηνικά όπλα. Ωστόσο, συμπεριφέρθηκαν σαν πρόθυμοι κατάσκοποι των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ, δίνοντας λεπτομερείς πληροφορίες για τους κορυφαίους πυρηνικούς επιστήμονες του Ιράν που στη συνέχεια δολοφονήθηκαν. Το Ιράν συνειδητοποίησε καθυστερημένα ότι ήταν παράλογο να επιτρέπει στους επιθεωρητές την είσοδο στη χώρα, και συντάχθηκε νομοσχέδιο για την απομάκρυνσή τους. Η ηγεσία της χώρας δεν είχε τίποτα να κερδίσει από τη θυσία αυτού του μέρους της κυριαρχίας της· ωστόσο, γαντζώθηκε σε μια σαθρή μισο-ελπίδα, μισο-ψευδαίσθηση ότι αν συμμορφωνόταν με τις αμερικανικές απαιτήσεις ίσως αίρονταν οι κυρώσεις και εξασφαλιζόταν μια ειρήνη εγγυημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ίδια η ιστορική εμπειρία του Ιράν θα έπρεπε να είχε διδάξει στην ηγεσία του ότι αυτό δεν ισχύει. Το 1953, ανατράπηκε η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας με μυστική αγγλο-αμερικανική υποστήριξη και εξοντώθηκε η κοσμική της αντιπολίτευση. Μετά από περίπου είκοσι χρόνια δικτατορίας με τη στήριξη της Δύσης, η δυναστεία των Παχλαβί[1] ανατράπηκε. Αλλά μόλις έναν χρόνο μετά την Επανάσταση του 1979, η Δύση-μαζί με τη Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ-χρηματοδότησε το Ιράκ ώστε να εξαπολύσει πόλεμο κατά του Ιράν και να ανατρέψει το νέο καθεστώς. Ο πόλεμος κράτησε οκτώ χρόνια και άφησε πίσω του μισό εκατομμύριο νεκρούς, κυρίως από την ιρανική πλευρά. Εκατοντάδες ιρακινοί πύραυλοι έπληξαν ιρανικές πόλεις και οικονομικούς στόχους, ιδίως τη βιομηχανία πετρελαίου. Στα τελικά στάδια του πολέμου, οι ΗΠΑ κατέστρεψαν σχεδόν το μισό ιρανικό ναυτικό στον Περσικό Κόλπο και, καλού-κακού, κατέρριψαν και ένα ιδιωτικό επιβατικό αεροπλάνο. Η Βρετανία συνέβαλε αποφασιστικά στη συγκάλυψη.
Έκτοτε, η εξωτερική πολιτική της Ισλαμικής Δημοκρατίας είχε πάντα ως προτεραιότητα την επιβίωση του καθεστώτος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, οι κληρικοί δεν δίστασαν να αγοράσουν όπλα ακόμη και από δηλωμένους εχθρούς τους, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ. Η αλληλεγγύη τους στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης ήταν αποσπασματική και οπορτουνιστική, χωρίς συνεκτική αντιιμπεριαλιστική στρατηγική-με εξαίρεση τη μοναχική αλλά κρίσιμη στάση τους ως υπερασπιστές των παλαιστινιακών δικαιωμάτων, σε μια περιοχή όπου όλες οι αραβικές κυβερνήσεις έχουν υποταγεί στον ηγεμόνα. Στις 15 Ιουνίου, λίγο μετά την ισραηλινή επίθεση, έγινε μια εντυπωσιακή πορεία προς τη Γάζα με πάνω από πενήντα γαϊδούρια, στολισμένα με γιρλάντες και μεταξωτές ή σατέν φορεσιές· καθώς περνούσαν στους δρόμους, τα παιδιά τα χάιδευαν με πραγματική τρυφερότητα. Γιατί; «Επειδή», εξήγησε ο διοργανωτής, «μας έχουν φανεί πιο χρήσιμα απ’ όλα τα αραβικά κράτη μαζί».
Μετά την εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ και μετά στο Αφγανιστάν, οι Ιρανοί είχαν την ελπίδα ότι η συνεργασία τους με την Ουάσινγκτον-που άνοιξε τον δρόμο για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν[2] και του Μουλά Ομάρ[3]-θα τους έδινε κάποια ανάσα. Από πολλές απόψεις, ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» δεν ήταν μια κακή στιγμή για την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Το κύρος της στην περιοχή εκτοξεύτηκε στα ύψη μαζί με τις τιμές του πετρελαίου, οι εχθροί της στη Βαγδάτη και την Καμπούλ απομακρύνθηκαν βάναυσα, και οι σιιτικές ομάδες που στήριζε από το 1979 ήρθαν στην εξουσία στο γειτονικό Ιράκ. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ούτε το «πολίτμπιρο» του Μπους (Τσέινι[4], Ράμσφελντ[5], Ράις[6]) ούτε οι ανεπίσημοι άραβες σύμβουλοί του στις Ηνωμένες Πολιτείες (Κάναν Μακίγια[7], Φουάντ Αζαμί[8]) είχαν προβλέψει αυτή την εξέλιξη-αλλά φαίνεται ότι αυτό συνέβη. Ο πρώτος μη δυτικός ξένος που επισκέφθηκε την Πράσινη Ζώνη[9] ως επίσημος προσκεκλημένος ήταν ο ιρανός πρόεδρος Αχμαντινετζάντ[10].
Οι σουνίτες και οι σιίτες εθνικιστές του Ιράκ ενώθηκαν για να αντισταθούν στις κατοχικές δυνάμεις, εκτοξεύοντας ρουκέτες και όλμους στην πρεσβεία των ΗΠΑ. Αυτήν την αντίσταση διέσπασε η παρέμβαση του Ιράν, η οποία είχε ως αποτέλεσμα το ενιαίο ιρακινό αντιστασιακό κίνημα να καταλήξει σε έναν μάταιο και καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Ο Μοκτάντα αλ-Σαντρ[11], σημαντικός σιίτης ηγέτης του Ιράκ, είχε συγκλονιστεί από τις θηριωδίες στη Φαλούτζα[12] και ηγήθηκε σειράς λαϊκών εξεγέρσεων κατά του συνασπισμού που συγκροτήθηκε υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο απόγειο της σύγκρουσης, προσκλήθηκε να επισκεφθεί το Ιράν και τελικά έμεινε εκεί-ή μήπως κρατήθηκε;-τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Η μετέπειτα είσοδος του ISIS στο θέατρο των επιχειρήσεων ενίσχυσε τη συγκεκριμένη στρατηγική συμμαχία Ηνωμένων Πολιτειών-Ιράν, με το Πεντάγωνο να παρέχει αεροπορική στήριξη για να διευκολύνει τις επιθέσεις που διεξήγαγαν στο έδαφος οι 60.000 και πλέον σιίτες μαχητές.
Οι περισσότερες από αυτές τις δυνάμεις ήταν υπό την έμμεση διοίκηση του Κασέμ Σουλεϊμανί[13], ο οποίος είχε τακτική επικοινωνία με τον αμερικανό στρατηγό Ντέιβιντ Πετρέους. Ο Σουλεϊμανί ήταν χαρισματικός στρατηγικός νους, αλλά ευάλωτος στην κολακεία-ιδιαίτερα όταν αυτή προερχόταν από τον «Μεγάλο Σατανά». Ήταν ο βασικός θεωρητικός πίσω από την επεκτατική τακτική που ακολούθησε η Τεχεράνη μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αλλά η τάση του να καυχιέται στους αμερικανούς ομολόγους του τον αποξένωσε από ορισμένους εξ αυτών-ειδικά όταν εξηγούσε με ακρίβεια πώς οι Ιρανοί είχαν προβλέψει και εκμεταλλευτεί τα περισσότερα αμερικανικά σφάλματα στην περιοχή. Η περιγραφή του Σπένσερ Άκερμαν[14] ταιριάζει απόλυτα:
«Ήταν αρκετά πραγματιστής ώστε να συνεργάζεται με την Ουάσιγκτον όταν αυτό εξυπηρετούσε τα ιρανικά συμφέροντα-όπως συνέβη με την καταστροφή του Χαλιφάτου[15]-και ήταν έτοιμος να συγκρουστεί με την Ουάσιγκτον όταν αυτό εξυπηρετούσε επίσης τα ιρανικά συμφέροντα-όπως συνέβη με τη στήριξη του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία ή νωρίτερα με τους αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς που σκότωσαν εκατοντάδες αμερικανούς στρατιώτες και τραυμάτισαν σοβαρά πολύ περισσότερους. Η ατιμωρησία του Σουλεϊμανί εξόργισε το “κράτος ασφαλείας” και τη Δεξιά. Η επιτυχία του ενόχλησε».
Ένας άχρηστος συμβιβασμός
Όμως, ενώ αυξανόταν η περιφερειακή ισχύς του Ιράν, στο εσωτερικό της χώρας αυξάνονταν οι κοινωνικές εντάσεις. Η επανάσταση είχε αρχικά γεννήσει ελπίδες, αλλά ο επακόλουθος πόλεμος με το Ιράκ αποδυνάμωσε τη χώρα. Εν μέρει γι’ αυτόν τον λόγο, το Ιράν υιοθέτησε σκληρότερη στάση στο ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας, διεκδικώντας το κυριαρχικό του δικαίωμα στον εμπλουτισμό του ουρανίου. Στο εσωτερικό της χώρας αυτό θεωρήθηκε ως μέσο για την επανένωση του λαού. Στο εξωτερικό εξυπηρετούσε έναν απολύτως λογικό αμυντικό σκοπό: η χώρα βρισκόταν σε αδύναμη θέση, περικυκλωμένη από πυρηνικές δυνάμεις (Ινδία, Πακιστάν, Κίνα, Ρωσία, Ισραήλ), καθώς και από μια σειρά αμερικανικών βάσεων με πιθανό ή και πραγματικό πυρηνικό οπλοστάσιο στο Κατάρ, το Ιράκ, την Τουρκία, το Ουζμπεκιστάν και το Αφγανιστάν. Αμερικανικά αεροπλανοφόρα και υποβρύχια με πυρηνικό εξοπλισμό περιπολούσαν στα νότια παράλια του Ιράν.
Η Δύση είχε ξεχάσει εντελώς ότι το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα υπήρξε αρχικά πρωτοβουλία του Σάχη, τη δεκαετία του 1970, με την υποστήριξη των ΗΠΑ. Μία από τις εταιρείες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα ήταν προσωπικό φέουδο του Ντικ Τσέινι, του διεφθαρμένου αντιπροέδρου του Μπους. Ο Χομεϊνί, αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας, διέκοψε το πρόγραμμα, θεωρώντας το αντιισλαμικό. Αργότερα όμως αναθεώρησε την απόφασή του, και οι εργασίες ξανάρχισαν. Όταν το πρόγραμμα επιταχύνθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 2000, το Ιράν και ο ανώτατος ηγέτης του διαπίστωσαν ότι οι προσπάθειες τους να κατευνάσουν την Ουάσιγκτον είχαν αποβεί άκαρπες. Το Ιράν παρέμενε στο στόχαστρο της Δύσης. Ο Λευκός Οίκος του Μπους άφηνε να εννοηθεί ότι είτε μια άμεση επίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράν είτε ένα χτύπημα μέσω του δοκιμασμένου περιφερειακού εντολοδόχου του, τού Ισραήλ, θα μπορούσε σύντομα να τεθεί στην ημερήσια διάταξη. Από την πλευρά τους, οι Ισραηλινοί ήταν έντονα αντίθετοι σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση του πυρηνικού τους μονοπωλίου στη Μέση Ανατολή. Ο ηγέτης του Ιράν περιγραφόταν από την ισραηλινή κυβέρνηση και τα φιλικά της μέσα ως «ψυχοπαθής» και «νέος Χίτλερ». Ήταν μια βιαστικά κατασκευασμένη κρίση, από τις πολλές στις οποίες ειδικεύεται η Δύση. Η υποκρισία ήταν εξοργιστική. Οι ΗΠΑ διέθεταν πυρηνικά όπλα-το ίδιο και το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και το Ισραήλ-αλλά η αναζήτηση από το Ιράν της τεχνολογίας που απαιτείται για τον χαμηλότερο βαθμό πυρηνικής αυτοάμυνας προκαλούσε ηθικό πανικό.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας των ευρωπαϊκών δυνάμεων να ενισχύσουν το κύρος τους έναντι της Ουάσιγκτον μετά την εισβολή στο Ιράκ, η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία θέλησαν να αποδείξουν τη δύναμή τους αναγκάζοντας την Τεχεράνη να αποδεχθεί αυστηρούς περιορισμούς στο πυρηνικό της πρόγραμμα. Το καθεστώς του Χαταμί[16] υπέκυψε αμέσως, πιστεύοντας ότι είχε πλέον γίνει αποδεκτό από την διεθνή κοινότητα. Τον Δεκέμβριο του 2003, υπέγραψε το «Πρόσθετο Πρωτόκολλο»[17] που ζητούσε το «ευρωπαϊκό τρίο» [Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία], συμφωνώντας σε μια «εθελοντική αναστολή» του δικαιώματος εμπλουτισμού ουρανίου, το οποίο εγγυάται η Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων. Για άλλη μια φορά, δεν άλλαξε τίποτα.
Η προετοιμασία της ισραηλινής επίθεσης
Μέσα σε λίγους μήνες, η Διεθνής Υπηρεσία Πυρηνικής Ενέργειας κατήγγειλε το Ιράν για την μη επικύρωση του Πρωτοκόλλου, και το Ισραήλ υπεραμύνθηκε της πρόθεσής του να «καταστρέψει την πυρηνική εγκατάσταση της Νατάνζ». Το καλοκαίρι του 2004, μια μεγάλη διακομματική πλειοψηφία στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών ενέκρινε ψήφισμα που ζητούσε να ληφθεί «κάθε πρόσφορο μέτρο» για την αποτροπή ενός ιρανικού εξοπλιστικού προγράμματος, και κυκλοφορούσαν σενάρια για «μια έκπληξη που θα υπάρξει τον Οκτώβριο», ενόψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών εκείνης της χρονιάς.
Εκείνη την εποχή, είχα υποστηρίξει στην εφημερίδα Guardian ότι «για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του, το Ιράν έπρεπε να σχεδιάσει μια ευφυή και μακρόπνοη στρατηγική-όχι το τότε συνονθύλευμα καιροσκοπισμού και τακτικισμού, που καθορίζεται από τα άμεσα συμφέροντα των πνευματικών ηγετών του». Πολλοί φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές Ιρανοί διανοούμενοι μού απάντησαν γραπτώς από την Τεχεράνη εκφράζοντας την απόλυτη συμφωνία τους, ιδίως με το συμπέρασμά μου:
Το άνοιγμα του δρόμου για την ανατροπή των καθεστώτων Μπάαθ στο Ιράκ και των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και η στήριξη της αμερικανικής κατοχής δεν βελτίωσαν την κατάσταση για το Ιράν. Ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ μίλησε για «κλιμάκωση της πίεσης». Ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας Σαούλ Μοφάζ δήλωσε ότι «το Ισραήλ δεν θα μπορέσει να αποδεχτεί την απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν, ενώ πρέπει να έχει την ικανότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του με οτιδήποτε αυτό συνεπάγεται-και προετοιμαζόμαστε». Η Χίλαρι Κλίντον κατηγόρησε την κυβέρνηση Μπους ότι «υποβαθμίζει την ιρανική απειλή» και έκανε έκκληση να ασκηθούν πιέσεις στη Ρωσία και την Κίνα να δεχτούν την επιβολή κυρώσεων στην Τεχεράνη. Ο Σιράκ μίλησε ακόμη και για χρήση των γαλλικών πυρηνικών όπλων εναντίον του “κράτους-παρία». Ίσως πρόκειται απλώς για απειλές υψηλής έντασης με στόχο να εκφοβίσουν την Τεχεράνη ώστε να την υποτάξουν. Ο εκφοβισμός είναι απίθανο να πετύχει. Θα ξεκινήσει τότε η Δύση έναν νέο πόλεμο;
Η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών συνοψίστηκε εύστοχα στη λακωνική διακήρυξη του Μπους το 2003: «Όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Η Βρετανία, ο Καναδάς, το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και η Αυστραλία δεν χρειαζόταν να πειστούν. Μέχρι και σήμερα, το Ιράκ δεν έχει επιστρέψει στην κοινωνική και οικονομική σταθερότητα που είχε πριν από την «αλλαγή καθεστώτος». Πάνω από ένα εκατομμύριο θύματα και πέντε εκατομμύρια ορφανά ήταν το τίμημα που αναγκάστηκε να πληρώσει, μετά την ψευδή κατηγορία ότι η κυβέρνησή του διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής. Σήμερα, οι δυτικές εταιρείες είναι αυτές που αντλούν το μεγαλύτερο μέρος του ιρακινού πετρελαίου.
Πολλοί από εκείνους που διεξήγαγαν τον πόλεμο στο Ιράκ έχουν μετανιώσει εκ των υστέρων, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους υπεύθυνους στρατηγικού σχεδιασμού της αυτοκρατορίας να ενεργήσουν με παρόμοιο τρόπο αλλού. Στη Γάζα ο εφιάλτης συνεχίζεται. Βόμβες, θάνατοι, πείνα και μια σκληρότητα που θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο η Βέρμαχτ αντιμετώπισε τους Σλάβους Untermenschen[18][υπάνθρωπους]. Η ισραηλινή εφημερίδα Haaretz δημοσίευσε ένα κύριο άρθρο σκληρότερο από οτιδήποτε έχει εμφανιστεί στις καθημερινές εφημερίδες της ευρωατλαντικής ζώνης, το οποίο επιτίθεται στην αξιοθρήνητη απόφαση των ευρωπαίων ηγετών να επιβάλουν κυρώσεις μόνο στους δύο καθαρόαιμους φασίστες της κυβέρνησης Νετανιάχου, και αντ’ αυτού ζήτησε να υπάρξουν πλήρεις κυρώσεις εναντίον του ίδιου του Ισραήλ. Αυτό θα έπρεπε να ζητούν οι αληθινοί φίλοι του Ισραήλ-αντί να ενθαρρύνουν την πολιτική καμικάζι που ασκεί, καθώς και τις γενοκτονικές του εκστρατείες.
Μετά τη σχεδόν πλήρη επιτυχία της προσπάθειας του Ισραήλ να ισοπεδώσει τη Λωρίδα της Γάζας και να εξοντώσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που ζούσαν εκεί, η κυβέρνηση Νετανιάχου θεώρησε πως είχε έρθει η ώρα να επεκτείνει τον πόλεμο σε άλλους στόχους. Πρώτα, υπήρξε η εκστρατεία των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων (IDF) κατά της Χεζμπολάχ στο Λίβανο, η οποία εξόντωσε ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας της και άφησε την οργάνωση σημαντικά αποδυναμωμένη. (Δεν είναι τυχαίο ότι από τότε νεαροί Λιβανέζοι ανεβαίνουν στις ταράτσες τους για να επευφημήσουν τα ιρανικά drones.) Ακολούθησε η Συρία, εναντίον της οποίας το Ισραήλ εξαπέλυσε πολλαπλές επιθέσεις χωρίς καν να προσποιείται ότι πρόκειται για αυτοάμυνα. Σε συνεργασία με την Τουρκία-μέλος του ΝΑΤΟ-και απομεινάρια του μηχανισμού του Μπάαθ, το Ισραήλ συνέβαλε στην εγκατάσταση μιας κυβέρνησης- μαριονέτας με επικεφαλής ένα καλά εκπαιδευμένο τσιράκι των Ηνωμένων Πολιτειών, το πρώην επιχειρησιακό στέλεχος της Αλ Κάιντα, Τζολάνι.
Το σκηνικό ήταν πλέον έτοιμο για την επίθεση κατά του Ιράν. Όπως πάντα, όταν εμπλέκεται το Ισραήλ επικρατούν τα δυτικά δύο μέτρα και δύο σταθμά. Το Ισραήλ δεν έχει προσχωρήσει στη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων, δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση για τα Βιολογικά Όπλα και τη Σύμβαση της Οτάβα, δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση για τα Χημικά Όπλα και αγνοεί εδώ και δεκαετίες το διεθνές δίκαιο και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, με το Διεθνές Δικαστήριο να έχει πλέον εκδώσει εντάλματα σύλληψης του Νετανιάχου και του ισραηλινού υπουργού άμυνας Γκάλαντ για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη και έρευνα για γενοκτονία… Αυτό είναι προφίλ ενός κράτους-παρία.
Οι δύο χώρες επικοινωνούν αυτή τη στιγμή μέσω drones, F-35 και πυραύλων. Τόσο η Τεχεράνη όσο και το Τελ Αβίβ έχουν δεχτεί πλήγματα. Ο διακηρυγμένος στόχος του Ισραήλ να καταστρέψει τους πυρηνικούς αντιδραστήρες δεν έχει επιτευχθεί, και η καυχησιολογία του Νετανιάχου ότι θα οδηγήσει σε αλλαγή καθεστώτος έχει προκαλέσει το αντίθετο αποτέλεσμα. Γυναίκες χωρίς χιτζάμπ διαδηλώνουν στους δρόμους φωνάζοντας «Θέλουμε ατομική βόμβα». Μία από αυτές είπε σε δημοσιογράφο: «Στη βουλή συζητούν το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ. Δεν χρειάζεται συζήτηση. Απλώς κλείστε τα». Ο Τραμπ επιμένει ότι ο πόλεμος μπορεί να τελειώσει μόνο μετά την ολοκληρωτική παράδοση της Τεχεράνης. Πολλοί Ιρανοί πιστεύουν πλέον ότι οι πρόσφατες διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα ήταν ανέκαθεν ένας αντιπερισπασμός. Το 2020, ο Τραμπ είχε χρησιμοποιήσει παρόμοια τεχνάσματα για να οργανώσει τη δολοφονία του Σουλεϊμανί, πείθοντας τον ιρακινό πρωθυπουργό να ενεργήσει ως μεσολαβητής για συνομιλίες μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ιράν, ώστε να παρασύρει τον Σουλεϊμανί στη Βαγδάτη. Μέχρι στιγμής, οι Ιρανοί έχουν αντέξει την επίθεση. Η χώρα που έχει επείγουσα ανάγκη αλλαγής καθεστώτος είναι το Ισραήλ.
Μετάφραση-Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
[1] ΣτΕ: Η δυναστεία των Παχλαβί ήταν η τελευταία βασιλική δυναστεία του Ιράν, η οποία κυβέρνησε από το 1925 έως το 1979. Άρχισε με τον Ρεζά Σαχ Παχλαβί, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία μετά την ανατροπή της δυναστείας των Κατζάρ και έληξε με την Ιρανική Επανάσταση, η οποία ανέτρεψε τον γιο του, τον Σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί.
[2] ΣτΕ: Ο Σαντάμ Χουσεϊν υπήρξε Πρόεδρος του Ιράκ από το 1979 ως το 2003, όταν έγινε η αμερικανική εισβολή. Εκτελέστηκε με απαγχονισμό το 2006.
[3] ΣτΕ: Ο Mullah Mohammed Omar [Μουλάς Μοχάμεντ Ομάρ] ή Μουλά Ομάρ (1960-2013) ήταν ηγέτης των Ταλιμπάν και δικτάτορας του Αφγανιστάν από το 1996 ως το 2001, όταν το καθεστώς ανατράπηκε μετά από εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βόρειας Συμμαχίας.
[4] ΣτΕ: Ο Dick Cheney [Ντικ Τσέινι] (1941-…) ήταν Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών από το 2001 έως το 2009 υπό τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους.
[5]ΣτΕ: Ο Donard Rumsfeld [Ντόναλντ Ράμσφελντ] (1932-2021) ήταν Υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης Τζορτζ Μπους από το 2001 έως το 2006.
[6] ΣτΕ: Η Condoleessa Rice [Κοντολίσα Ράις] (1954-…) ήταν Υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Μπους από το 2005 ως το 2009.
[7] ΣτΕ: Ο Kanan Makyia [Κάναν Μακίγια] (1949-…) είναι ιρακινο-αμερικανός καθηγητής Ισλαμικών και Μεσοανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μπραντέις.
[8] ΣτΕ: Ο Fouad Azami [Φουάντ Αζαμί] (1945-2014) ήταν λιβανεζο-αμερικανός καθηγητής σε θέματα Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ.
[9] ΣτΕ: Η Πράσινη Ζώνη (Green Zone) στο Ιράκ δημιουργήθηκε το 2003, αμέσως μετά την εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους στο Ιράκ και την πτώση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Τον Απρίλιο του 2003, οι αμερικανικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Βαγδάτη. Λίγο αργότερα, εγκατέστησαν στην πόλη ένα αυστηρά φυλασσόμενο τμήμα ως διοικητικό, στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο ελέγχου, μια περιφραγμένη περιοχή 10 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Αυτή είναι η Πράσινη Ζώνη.
[10] ΣτΕ: Ο Mahmoud Ahmadinejad [Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ] (1956-…) ήταν Πρόεδρος του Ιράν από το 2005 έως το 2013, σκληροπυρηνικός, εθνικιστής και ένθερμος υποστηρικτής του πυρηνικού προγράμματος της χώρας.
[11] ΣτΕ: Ο Muqtada al-Sadr [Μουκτάντα αλ-Σαντρ] (1974-…) είναι ιρακινός σιίτης κληρικός, πολιτικός, πρώην αντίπαλος του Σαντάμ Χουσεϊν, και αργότερα των Ηνωμένων Πολιτειών.
[12] ΣτΕ: Το 2004, πραγματοποιήθηκαν δύο αμερικανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην πόλη Φαλούτζα του Ιράκ, ως αντίποινα για τη δολοφονία τεσσάρων αμερικανών εργολάβων ιδιωτικής εταιρείας. Τόσο κατά την πρώτη όσο και κατά την δεύτερη μάχη της Φαλούτζα έγιναν εκτεταμένοι βομβαρδισμοί κατοικημένων περιοχών και νοσοκομείων που προκάλεσαν μαζικές απώλειες αμάχων Ιρακινών, ενώ χρησιμοποιήθηκαν πυρομαχικά με απεμπλουτισμενο ουράνιο.
[13] ΣτΕ: Ο Qasem Soleimani [Κασέμ Σουλεϊμανί] (1957-2020) ήταν ιρανός στρατηγός με σημαντική δράση στον πόλεμο Ιράκ-Ιράν και στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας εναντίον του ISIS. Το 1998, ανέλαβε επικεφαλής των ιρανικών Φρουρών της Επανάστασης. Δολοφονήθηκε το 2020.
[14] ΣτΕ: O Spencer Ackerman [Σπένσερ Άκερμαν] (1980-…) είναι αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας.
[15] ΣτΕ: Χαλιφάτο είναι το θρησκευτικό-πολιτικό κράτος, ιστορική μορφή του κράτους στο Ισλάμ. Η πρώτη εκδοχή του Ισλαμικού Κράτους δημιουργήθηκε το 2006 και ήταν προϊόν συμμαχίας μεταξύ τζιχαντιστικών οργανώσεων του Ιράκ. Γνωστό και ως ISIS κυβέρνησε περιοχές του Ιράκ και της Συρίας. Το 2014, η συμμαχία ISIS αποφάσισε να υιοθετήσει ως επίσημο όνομα το «Ισλαμικό Κράτος», το οποίο ανακήρυξε σε Χαλιφάτο. Το Χαλιφάτο του Ισλαμικού Κράτους έπαψε να υπάρχει ως οργάνωση, τον Μάρτιο του 2019, μετά την ήττα του στα σύνορα Συρίας-Ιράκ από τις στρατιωτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών σε συνεργασία με ιρανικές δυνάμεις, κυρίως υπό τον Κασέμ Σουλεϊμανί.
[16] ΣτΕ: Ο Μοχάμεντ Χαταμί ( 1943-…) είναι ιρανός σιίτης κληρικός και πολιτικός, πρόεδρος του Ιράν από το 1997 έως το 2005. Αντίθετος στην πολιτική τού σκληροπυρηνικού διαδόχου του Μαχμούντ Αχμαντινεντζάντ.
[17] ΣτΕ: Το 2005, επί προεδρίας Χαταμί, το Ιράν υπέγραψε το λεγόμενο Πρόσθετο Πρωτόκολλο, που έδινε στη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας μεγαλύτερη πρόσβαση στις πυρηνικές του εγκαταστάσεις.
[18] ΣτΕ: Η γερμανική λέξη Untermenschen (πληθυντικός του Untermensch) σημαίνει υπάνθρωποι και χρησιμοποιήθηκε ευρέως από το γερμανικό Ναζιστικό Κόμμα για την περιγραφή των φυλών που, ως μη ανήκουσες στην Αρειανή φυλή θεωρούνταν κατώτερες. Γενικώς η λέξη αναφερόταν στις «μάζες από την Ανατολή»: τους Εβραίους, τους Ρομά, τους Σλάβους (κυρίως τους Πολωνούς, τους Λευκορώσους, τους Τσέχους, τους Ουκρανούς, του Ρώσους και τους Σέρβους.