Το σπουδαίο έργο ζωής του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου για την άνοδο και την πτώση των Εργατικών Διεθνών είναι γνωστό τόσο στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες της «Εποχής», με την οποία συνεργάζεται από την ίδρυσή της, όσο και γενικότερα στον κόσμο της Αριστεράς που ενδιαφέρεται να γνωρίζει την ιστορία της. Εδώ ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι ο υπογράφων είχε την τιμή να βρίσκεται στο πάνελ των προσώπων που παρουσίασαν στο παρελθόν τούς εξής δύο ογκώδεις τόμους αυτής της μελέτης: Κύκλος 1oς: Από τους προδρόμους στην 1η Διεθνή (το 2013, μαζί με τους Αλέξη Τσίπρα, Μικέλα Χαρτουλάρη και Τασία Χριστοδουλοπούλου), και Κύκλος 2ος: Η 2η Σοσιαλιστική Διεθνής (το 2019, μαζί με τους Κώστα Αθανασίου, Στρατή Μπουρνάζο και Μικέλα Χαρτουλάρη). Με μεγάλη χαρά ανακοινώνουμε σήμερα ότι βρίσκεται ήδη στα βιβλιοπωλεία το τρίτο μέρος αυτής της επίπονης συγγραφικής περιπέτειας, το βιβλίο Κύκλος 3ος: Η 3η Κομμουνιστική Διεθνής (Α’ τόμος). Αφού συγχαρούμε τις εκδόσεις Τόπος που είχαν το θάρρος, σε δύσκολους καιρούς, να θέσουν σε κυκλοφορία το σύνολο του έργου του Μαστρογιαννόπουλου, δημοσιεύουμε σήμερα ένα απόσπασμα (σελίδες 274–279) από το κεφάλαιο αυτού του τελευταίου βιβλίου, με τίτλο «Η τραγική υποχώρηση στον εθνικισμό», που αναφέρεται στη στάση του ιστορικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, του γνωστού μας SPD, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Η μετατροπή του αποσπάσματος (το οποίο είναι επιλογή του συγγραφέα) σε άρθρο μάς ανάγκασε, δημοσιογραφική αδεία, να πραγματοποιήσουμε κατά την επιμέλειά του κάποιες αλλαγές, στις οποίες περιλαμβάνεται η μικρή τροποποίηση του τίτλου, καθώς και η προσθήκη τριών δικών μας μεσότιτλων. Ελπίζουμε ο σύντροφός μας να δείξει κατανόηση γι’ αυτήν την παρέμβαση. Προς το παρόν, αφού διαβάσετε το σημερινό κείμενο, σας συνιστούμε να αγοράσετε το συναρπαστικό αυτό βιβλίο, η παρουσίαση του οποίου πληροφορούμαστε ότι δεν θα αργήσει.
Χ. Γο.
Στη Γερμανία η πορεία συγκρότησης του κόμματος της νέας Διεθνούς υπήρξε μια ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία. Η 4η Αυγούστου του 1914 αποτέλεσε, χωρίς αμφιβολία, ένα τραγικό σταθμό στην ιστορία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Όταν ο Λένιν πληροφορήθηκε την κήρυξη του πολέμου από τη Γερμανία, ρώτησε με αγωνία τον Ζινόβιεφ: «Πώς θα αντιδράσει τώρα η Δεύτερη Διεθνής;» Ο Ζινόβιεφ του απάντησε: «Οι σοσιαλδημοκράτες τζέντλεμεν της Γερμανίας δεν θα τολμήσουν να ψηφίσουν ενάντια στην κυβέρνηση του Κάιζερ στο θέμα των πολεμικών πιστώσεων. Θα απόσχουν». Ο Λένιν διαφώνησε. «Όχι», είπε, «δεν είναι τόσο δειλοί. Χωρίς αμφιβολία δεν θα αντισταθούν στον πόλεμο. Μα για να έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους, θα ψηφίσουν ενάντια, αν όχι για άλλο λόγο, για τον φόβο μήπως εξεγερθεί η εργατική τάξη ενάντιά τους». Αποδείχθηκε, όμως ότι οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες είχαν πιο ελαστική συνείδηση απ’ όσο ο Λένιν και ο Ζινόβιεφ υπέθεταν, έκφραση της προϊούσας μετάλλαξης και υποχώρησης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (Sozialdemokratische Partei Deutschlands-SPD) στον αστικό εθνικισμό. Στο επεισόδιο αυτό εκφράστηκε, ωστόσο, η σύγχυση για τον ρόλο της πλειοψηφίας των ηγετικών ομάδων της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και της 2ης Διεθνούς, ακόμα και στην επαναστατική πρωτοπορία.
Ιούλιος 1914, SPD: «Εργάτες, διαδηλώστε κατά του πολέμου»
Πριν από τον πόλεμο ο ιστορικός ηγέτης του κόμματος Ά. Μπέμπελ, με αφορμή την κρίση του Μαρόκου, είχε δώσει στο Ράιχσταγκ, απευθυνόμενος στους εκπροσώπους των αστικών κομμάτων, το στίγμα της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής απέναντι στο ενδεχόμενο ενός παγκοσμίου πολέμου: «Τότε θα γίνει μια τεράστια κινητοποίηση στην Ευρώπη, 16-18 εκατομμύρια άνδρες, το άνθος των διαφόρων εθνών, οπλισμένοι με τα καλύτερα εργαλεία του θανάτου, θα μπουν στο πεδίο των μαχών σαν εχθροί. Όμως είμαι πεπεισμένος ότι πίσω από τη μεγάλη κινητοποίηση βρίσκεται η μεγάλη καταστροφή. Δεν θα έλθει από μας, από δική μας δράση, αλλά μάλλον από εσάς τους ίδιους. Εσείς οδηγείτε τα πράγματα στα άκρα, τα οδηγείτε στην καταστροφή. Θα θερίσετε ό,τι σπείρατε. Το λυκόφως των θεών [η Götterdämmerung] του αστικού κόσμου πλησιάζει. Πιστέψτε το: Πλησιάζει!»
Το SPD, ακόμα και λίγες ημέρες πριν το ξέσπασμα του πολέμου, υποστήριζε τις παραδοσιακές, αντιπολεμικές απόψεις των συνεδρίων της 2ης Διεθνούς. Στις 25 Ιουλίου του 1914 εξέδωσε μια διακήρυξη, η οποία δημοσιεύθηκε ως ένθετο στην επίσημη εφημερίδα του κόμματος Vorwärts (Φόρβερτς – Εμπρός), με την οποία καλούσε την εργατική τάξη να διαδηλώσει κατά του πολέμου: «Οι ταξικά συνειδητοί εργάτες της Γερμανίας, στο όνομα της ανθρωπότητας και του πολιτισμού στέλνουν μια ισχυρή διαμαρτυρία ενάντια στους πολεμoκάπηλους (…) Ούτε μια σταγόνα αίματος γερμανού στρατιώτη δεν μπορεί να θυσιαστεί για τη δίψα για εξουσία της κυβερνητικής ομάδας στην Αυστρία και στις ιμπεριαλιστικές ορέξεις για κέρδος».
Οι συντηρητικές εφημερίδες κατηγόρησαν το κόμμα ως «προδοτικό», ενώ και ο ίδιος ο Κάιζερ το απείλησε με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου και τη σύλληψη των ηγετικών του στελεχών. Στις αντιπολεμικές εκδηλώσεις, σε γεμάτες αίθουσες και στους παρακείμενους δρόμους, συμμετείχαν πάνω από 100.000 αγωνιστές στο Μεγάλο Βερολίνο και εκατοντάδες χιλιάδες σε ολόκληρη τη χώρα με συνθήματα όπως «Κάτω ο πόλεμος» και «Ζήτω η σοσιαλδημοκρατία». Δεν ήταν τυχαίο ότι ο Έμπερτ και ο Μπράουν, υπό τον φόβο των μέτρων, μετέφεραν στις 30 Ιουλίου το ταμείο του κόμματος στην Ελβετία.
Ο Πάουλ Φρέλιχ (1884-1953), ηγετικό στέλεχος της Αριστεράς της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και στη συνέχεια του κομμουνιστικού κινήματος, ανέφερε αργότερα ότι «σε μια τόσο βαριά ατμόσφαιρα, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή τη σύλληψη των ηγετών τους, το γραφείο του κόμματος από κοινού με αντιπροσώπους της κοινοβουλευτικής ομάδας συνήλθαν για να αποφασίσουν τη στάση τους στο ζήτημα των πολεμικών πιστώσεων. Ο Χάαζε και ο Λέντεμπουρ υποστήριξαν ότι έπρεπε να τις καταψηφίσουν. Οι άλλοι ήθελαν να τις ψηφίσουν. Γενικά, η επικρατούσα γνώμη ήταν ότι η ριζοσπαστική πτέρυγα θα επέβαλε τις θέσεις της. Αποφάσισαν να στείλουν τον Χέρμαν Μίλερ στο Παρίσι, για να καταλήξουν σε μια κοινή στάση των γερμανών και γάλλων σοσιαλιστών. Το ίδιο βράδυ δολοφονείται ο Ζορές. Την 1η Αυγούστου, ο Μίλερ συζητάει με τους ηγέτες του γαλλικού κόμματος. Δεν μίλησαν ούτε για την πάλη εναντίον του πολέμου, ούτε για την πάλη των τάξεων κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά αποκλειστικά και μόνο για τις πολεμικές πιστώσεις. Ο Μίλερ δήλωσε ότι οι Γερμανοί πιθανώς θα ψηφίσουν εναντίον των πιστώσεων, στη χειρότερη περίπτωση θα απόσχουν· πάντως η ψήφος υπέρ των πιστώσεων αποκλείεται (…) Ενώ διαρκούσαν αυτές οι διαπραγματεύσεις η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία».1
Αύγουστος 1914: Το SPD ψηφίζει τις πολεμικές πιστώσεις
Το ξέσπασμα του πολέμου οδήγησε την ηγεσία του SPD σε μια θεαματική στροφή στην πολιτική της. H κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, σε μια σύσκεψή της στις 3 Αυγούστου, συζήτησε τη θέση που θα κρατούσε στο κοινοβούλιο στο φλέγον θέμα των στρατιωτικών πιστώσεων. Η ψηφοφορία ήταν αποκαλυπτική. Από τους 112 βουλευτές του κόμματος μόνον 14, ανάμεσα σε αυτούς ο Καρλ Λίμπκνεχτ (1871-1919), ο Ούγκο Χάαζε (1863-1919), ο Γκέοργκ Λέντεμπουρ (1850-1947) και ο Ότο Ρύλε (1874-1943), υποστήριξαν την παραδοσιακή άποψη ότι το κόμμα έπρεπε να καταψηφίσει τις στρατιωτικές δαπάνες. Η ηγεσία, τόσο του κόμματος όσο και της κοινοβουλευτικής ομάδας, διαφώνησε και έθεσε θέμα κομματικής πειθαρχίας. Υποχρεώθηκαν να πειθαρχήσουν όλοι, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα ο Χ. Χάαζε, πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος, να δηλώσει, στις 4 Αυγούστου του 1914, ότι το κόμμα θα ψήφιζε ομόφωνα στο κοινοβούλιο τις στρατιωτικές πιστώσεις.
Η δήλωση της κοινοβουλευτικής ομάδας, με την οποία ανακοίνωσε την προσυπογραφή της στις πολεμικές πιστώσεις, επιχείρησε να δικαιολογήσει, αν και χωρίς επιτυχία, την αλλαγή γραμμής την οποία για δεκαετίες ακολουθούσε το κόμμα:
«Τώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το σιδερένιο γεγονός του πολέμου. Μας απειλούν οι φρικαλεότητες των εχθρικών εισβολών. Σήμερα δεν πρέπει να αποφασίσουμε υπέρ ή κατά του πολέμου, αλλά για το ζήτημα των μέσων που απαιτούνται για την υπεράσπιση της χώρας (…) Η σοσιαλδημοκρατία των ευρωπαϊκών δυτικών δυνάμεων έχει κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψει τον πόλεμο. Η δύναμή της δεν επαρκούσε όμως γι’ αυτό. Την 1η Αυγούστου 1914, η σοσιαλδημοκρατία κάθε χώρας αντιμετώπισε το τρομακτικό γεγονός του πολέμου. Τι να κάνουμε; (…) Εμείς στη Γερμανία είχαμε το καθήκον, να αμυνθούμε ενάντια στον τσαρισμό, έπρεπε να προστατέψουμε τη χώρα με την περισσότερο αναπτυγμένη σοσιαλδημοκρατία από την επαπειλούμενη δουλεία από τη Ρωσία (…) Μια σκλαβωμένη από τον τσάρο Γερμανία θα οδηγούσε σε υποχώρηση το σοσιαλιστικό κίνημα σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στη Γερμανία, για δεκαετίες».
O Λίμπκνεχτ, σχεδόν αμέσως αναγνώρισε ότι έκανε λάθος που δεν διαφοροποιήθηκε αμέσως από την απόφαση της κοινοβουλευτικής ομάδας. Στις 21 Σεπτεμβρίου σε μια συνάντησή του με στελέχη του κόμματος στη Στουτγάρδη, απάντησε στις διαμαρτυρίες τους για την ψήφιση των πολεμικών πιστώσεων στο κοινοβούλιο, λέγοντας: «Οι επικρίσεις σας είναι απόλυτα δικαιολογημένες (…) θα έπρεπε να είχα φωνάξει “Όχι!” στην ολομέλεια του Ράιχσταγκ. Έκανα ένα σοβαρό λάθος».
Η αντίδραση της αριστερής ριζοσπαστικής τάσης
Η έκρηξη του πολέμου δεν προκάλεσε βέβαια το λυκόφως του αστικού κόσμου, όπως ανέμενε ο Μπέμπελ, αλλά το λυκόφως της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και της 2ης Διεθνούς. Ήταν τόσο απροσδόκητη η απόφαση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που ακόμα και ο Λένιν πίστεψε πως το φύλλο της Vorwärts, το οποίο δημοσίευσε την απόφαση για την ψήφιση των στρατιωτικών δαπανών, ήταν παραχαραγμένο από το γερμανικό επιτελείο!
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, στο άρθρο το οποίο έγραψε τον Φεβρουάριο του 1915 με τίτλο «Το ξαναχτίσιμο της Διεθνούς», έδωσε τις διεθνείς προεκτάσεις αυτής της πολιτικής: «Στις 4 Αυγούστου του 1914 η γερμανική σοσιαλδημοκρατία υπέβαλε την παραίτησή της και την ίδια στιγμή η Σοσιαλιστική Διεθνής κατέρρευσε (…) Η κατάρρευση αυτή δεν έχει το όμοιό της στη μέχρι τώρα Ιστορία (…) Η Διεθνής είτε θα παραμείνει ένας σωρός ερείπια ακόμα και μετά τη λήξη του πολέμου, είτε η αναγέννησή της θα ξεκινήσει στο έδαφος της ταξικής πάλης, απ’ το οποίο και μόνο μπορεί να αντλήσει τους ζωογόνους χυμούς της. Δεν μπορεί να ξαναζήσει παίζοντας πάλι, σαν να μην έχει συμβεί το παραμικρό, την παλιά λατέρνα με τις γλυκανάλατες και καθώς πρέπει μελωδίες που σαγήνευαν τον κόσμο μέχρι την 4η Αυγούστου».2
Με αυτό τον τρόπο το SPD, το πανίσχυρο κόμμα της 2ης Διεθνούς, ατιμάστηκε από τη φοβερή προδοσία των ηγετών του, του Γκούσταβ Νόσκε (1868-1946), του Φρίντριχ Έμπερτ (1871-1925), του Φίλιπ Σάιντεμαν (1865-1939) και των λοιπών «υπερασπιστών της πατρίδας». Η μαρξιστική, ριζοσπαστική Αριστερά του κόμματος, παρά την αρχική έκπληξη και την κομματική πειθαρχία, η οποία επιβλήθηκε στα κοινοβουλευτικά της στελέχη, αντέδρασε άμεσα.
Η Κλάρα Τσέτκιν (1857-1933), ιστορικό στέλεχος του SPD, με την αναγγελία της έναρξης του πολέμου, σε ένα άρθρο το οποίο δημοσίευσε στις 5 Αυγούστου του 1914 στη γυναικεία επιθεώρηση Die Gleichheit (Η Ισότητα), με τίτλο «Γυναίκες προλετάριες να είστε έτοιμες», σήμανε συναγερμό: «Οι προλετάριοι της Γερμανίας –άντρες και γυναίκες– πρέπει να αποδείξουν στην πράξη ότι είναι αφυπνισμένοι, ότι είναι έτοιμοι να αγωνιστούν για την ελευθερία τους. Η επιθυμία τους για ειρήνη ενώνεται με την επιθυμία για ειρήνη των εργαζόμενων μαζών των άλλων χωρών –και κυρίως της Γαλλίας– και αποτελεί τη μοναδική εγγύηση ότι ο πόλεμος των κληρικαλιστών Αψβούργων δεν θα εξελιχτεί σε γενική σφαγή των λαών της Ευρώπης (…) Να μη χάσουμε ούτε λεπτό. Ο πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών. Να τον στείλουμε πίσω στη νύχτα προτού η μανία του σαρώσει και το τελευταίο ίχνος λογικής και ανθρωπιάς των αδιαφώτιστων μαζών». Ως εκ τούτου, κατέληξε η Τσέτκιν, «Γυναίκες προλετάριες, να είστε έτοιμες!».3
Η μαρξιστική Αριστερά, αντιδρώντας στην εθνικιστική πολιτική της ηγεσίας, προχώρησε και στο επόμενο βήμα. Μια μυστική συνάντηση στο σπίτι της Λούξεμπουργκ έβαλε τις βάσεις τόσο για την αντίδραση, όσο και για τη συγκρότηση της αριστερής, επαναστατικής τάσης του κόμματος πάνω σε μια αντιπολεμική και αντιεθνικιστική γραμμή. Αν και στη συνάντηση αυτή προσκλήθηκαν αρκετά στελέχη από ολόκληρη τη Γερμανία, η παρουσία, εντούτοις, ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη.
Η αντίδραση της μαρξιστικής Αριστεράς του SPD δεν έγινε αρχικά πλατιά γνωστή. Η Κλάρα Τσέτκιν, προλογίζοντας την μπροσούρα της Λούξεμπουργκ Γιούνιους, αποκάλυψε αργότερα τους λόγους αυτής της καθυστέρησης: «Δύο περιστάσεις απέτρεψαν να γίνει αυτή η ανταρσία πλατιά γνωστή εξαρχής. Η πάλη επρόκειτο να αρχίσει με μια διαμαρτυρία ενάντια στην ψήφο των σοσιαλδημοκρατών αντιπροσώπων υπέρ των πολεμικών πιστώσεων (…). Προσπαθήσαμε, λοιπόν, να της δώσουμε [της διαμαρτυρίας] μια τέτοια μορφή που όσο το δυνατό περισσότεροι από τους ηγετικούς συντρόφους θα διακήρυσσαν την αλληλεγγύη τους με τις ιδέες της, από όσους είχαν εκφράσει οξεία, ακόμη και εντελώς συντριπτική κριτική στην πολιτική της 4ης Αυγούστου, στην ομάδα του Ράιχσταγκ ή μέσα σε μικρές ομάδες. Μια μέριμνα που κόστισε πολλή σκληρή σκέψη, χαρτί, γράμματα και πολύτιμο χρόνο –και το αποτέλεσμα της οποίας ήταν, παρ’ όλα αυτά, μηδέν».4
Ο Λίμπκνεχτ, σε μια επιστολή, την οποία απέστειλε στις 2 Οκτωβρίου του 1914 στην ηγεσία του κόμματος, υποστήριξε την ανάγκη για μια πλήρη στροφή στην πολιτική, για την αναγέννηση του ίδιου του κόμματος: «Εγώ δήλωσα πως το γερμανικό κόμμα, σύμφωνα με τη βαθύτατη πεποίθησή μου, χρειάζεται να αναγεννηθεί ολοκληρωτικά, αν δεν θέλει να χάσει το δικαίωμα να ονομάζεται σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αν θέλει να αποκαταστήσει το σοβαρά φθαρμένο σήμερα γόητρό του μπρος στα μάτια του κόσμου».
Η ολοκλήρωση της εθνικιστικής στροφής
Η ηγεσία του κόμματος, αντίθετα, προσαρμόστηκε πλήρως στο πολεμικό καθεστώς. Δεν ήταν τυχαίο ότι όταν η Vorwärts δημοσίευσε το άρθρο «Η Γερμανία και το εξωτερικό», το οποίο ανέφερε ότι οι γερμανοί και γάλλοι εργάτες συμμετείχαν στον πόλεμο παρά τη θέλησή τους. Αυτό το δημοσίευμα προκάλεσε την αντίδραση του στρατιωτικού διοικητή του Βρανδεμβούργου, στρατηγού φον Κέσελ, ο οποίος και απαγόρευσε την κυκλοφορία της εφημερίδας. Αναίρεσε την απόφασή του όταν η συντακτική επιτροπή αποδέχθηκε τον όρο ότι η εφημερίδα «δεν θα θίξει άλλη φορά το θέμα, το ταξικό μίσος ή την πάλη των τάξεων».
Η σοβινιστική πολιτική της ηγετικής ομάδας του κόμματος δεν είχε, βέβαια, όρια. Μετά την κατάληψη του Βελγίου από τη Γερμανία, στις αρχές του πολέμου, ο ηγέτης του SPD Γκούσταβ Νόσκε επισκέφθηκε τις υπό γερμανική κατοχή Βρυξέλλες και απευθυνόμενος στον Εντβαρντ Άνσεελε, ηγέτη του Βέλγικου Εργατικού Κόμματος, τον ερώτησε: «Γιατί είστε τόσο εχθρικός με τη γερμανική κατοχή; Η οργάνωσή μας είναι ισχυρότερη στη Γερμανία από ό,τι στο Βέλγιο. Έχει δικαίωμα καθολικής ψηφοφορίας. Αν το Βέλγιο ενσωματωθεί στη Γερμανία, η οργάνωση θα δυναμώσει κι άλλο. Θα έχουν όλοι δικαίωμα ψήφου. Οι εργάτες θα ισχυροποιηθούν»!5
Η ηγεσία του κόμματος θεωρούσε, στη βάση μιας εθνικιστικής οπτικής, ότι η νίκη της Γερμανίας στον πόλεμο θα εξυπηρετούσε και «τα μελλοντικά συμφέροντα του διεθνούς σοσιαλισμού». Ο Λένιν, με λόγια σκληρά καταδίκασε αυτή την πολιτική: «Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, που δικαιολογούν την κατάληψη του Βελγίου ή συμβιβάζονται μ’ αυτήν, στην πράξη δεν είναι σοσιαλδημοκράτες, αλλά ιμπεριαλιστές και εθνικιστές (…) Αυτοί δεν είναι σοσιαλιστές αλλά υπηρέτες της γερμανικής αστικής τάξης που τη βοηθάνε να ληστεύει ξένα έθνη».6
Πάουλ Φρέλιχ: Ρόζα Λούξεμπουργκ, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 257-258.
Ρ. Λούξεμπουργκ: «Το ξαναχτίσιμο της Διεθνούς», στο βιβλίο Ο βασικός εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα!, το οποίο περιλαμβάνει κείμενα των Λίμπκνεχτ, Λούξεμπουργκ, Μέρινγκ, Τσέτκιν, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 87 και 102.
Κλάρα Τσέτκιν: «Γυναίκες να είστε έτοιμες», στο βιβλίο Ο βασικός εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα!, σελ. 40, 42 και 44.
Κλάρα Τσέτκιν: «Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η πάλη ενάντια στους γερμανούς προδότες του διεθνούς σοσιαλισμού», στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μπροσούρα του Γιούνιους (Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας), σελ. 209-210.
Αναφέρεται από τον Ε. Μαντέλ, στο βιβλίο Εξουσία και χρήμα. Μαρξιστική θεωρία της γραφειοκρατίας, Εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, σελ. 104.
Λένιν: «Το ζήτημα της ειρήνης», Άπαντα, τόμος 26 ος, σελ. 308-309.