Macro

Τάκης Μαστρογιαννόπουλος: Η πολιτική του «κατευνασμού» ενισχύει την (ευρωπαϊκή) άκρα δεξιά

Πολιτική κρίση έχει ξεσπάσει στην Γαλλία μετά τις ανοιχτές επιστολές τις οποίες δημοσιοποίησαν εν ενεργεία γάλλοι αξιωματικοί, με τις οποίες κατηγορούν την κυβέρνηση Μακρόν ότι με την πολιτική της απέναντι στους μουσουλμάνους και τον ισλαμισμό «έχει οδηγήσει τη χώρα σε αποσύνθεση». Απειλούν, μάλιστα, ότι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση ο στρατός «θα υποχρεωθεί να παρέμβει για να προστατεύσει τις αξίες του πολιτισμού μας».

Είναι πρώτη φορά, μετά τον πόλεμο της Αλγερίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 –όταν οι στρατιωτικοί, σχηματίζοντας το παράνομο στρατιωτικό κίνημα OAS (Οργάνωση Μυστικός Στρατός), επεδίωξαν την ανατροπή του προέδρου της χώρας στρατηγού Ντε Γκώλ υποστηρικτή της ανεξαρτησίας της Αλγερίας– που εν ενεργεία στρατιωτικοί στην Γαλλία, σε μια από τις δύο πιο ισχυρές και σημαντικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απειλούν δημόσια με την επιβολή στρατιωτικού πραξικοπήματος! Οι επιστολές των στρατιωτικών δεν παραβιάζουν απλά τον στρατιωτικό νόμο, κάνουν κάτι χειρότερο, υιοθετούν πλήρως την ατζέντα της ευρωπαϊκής άκρας και φασίζουσας δεξιάς.

 

Θα επαναληφθεί η ιστορία;

Κάποτε ο Μαρξ είχε πει ότι τα μεγάλα γεγονότα εμφανίζονται δύο φορές, την μία ως τραγωδία και την άλλη ως φάρσα. Δυστυχώς, υπάρχει το ενδεχόμενο τα ιστορικά γεγονότα να μην εμφανιστούν αυτή την φορά ως φάρσα, αλλά να επαναληφθούν ως τραγωδία.

Την περίοδο που προηγήθηκε του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, οι κυρίαρχες οικονομικά και πολιτικά δυνάμεις είχαν υιοθετήσει αρχικά μια πολιτική ανοχής και στη συνέχεια υποστήριξης των καθεστώτων του Μουσολίνι και του Χίτλερ, η οποία και αποκορυφώθηκε στην τραγική για την ανθρωπότητα πολιτική του «κατευνασμού» τόσο του φασισμού, όσο και του εθνικοσοσιαλισμού. Αρχικά, οι αστικές ελίτ όχι μόνο ανέχθηκαν αλλά και υποστήριξαν τα βάρβαρα αυτά καθεστώτα στο όνομα του πολέμου κατά του «μπολσεβικσμού», κατά των κομμουνιστικών κομμάτων και του εργατικού κινήματος. Ακόμα και τις παραμονές του πολέμου, οι δυτικοί σύμμαχοι ήλπιζαν ότι τα φασιστικά καθεστώτα, αφού είχαν συντρίψει το εργατικό κίνημα στις χώρες τους, θα είχαν ως μοναδικό στόχο την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Ανέμεναν ότι σε ένα πόλεμο με τον πανίσχυρο γερμανικό στρατό, η Σοβιετική Ένωση θα γνώριζε τη συντριβή, με αποτέλεσμα την επιστροφή στους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους που προηγήθηκαν της οκτωβριανής επανάστασης. Στη συνέχεια, μάλιστα, θα είχαν τη δυνατότητα να επιβάλουν τις δικές τους διευθετήσεις για την παγκόσμια ανακατανομή των αγορών σε μια εξαντλημένη από τα βάρη του πολέμου Γερμανία. Ο υφυπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Σάμνερ Ουέλς, με ειλικρίνεια υποστήριξε αργότερα, στις αναμνήσεις του, ότι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ευρώπη τις παραμονές του πολέμου διαπίστωσε ότι «Τα επιχειρηματικά συμφέροντα, σε κάθε μια από τις δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης και του Νέου Κόσμου, καλωσόρισαν τον xιτλερισμό ως το εμπόδιο στην επέκταση του κομμουνισμού. Είδαν σ’ αυτόν μια διαβεβαίωση ότι η τάξη και η εξουσία στην Γερμανία θα διασφάλιζε τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα εκεί». Οι προοπτικές τους αποδείχθηκαν λανθασμένες. Τα φασιστικά καθεστώτα, όπως όλοι γνωρίζουμε από την ιστορία, ακολούθησαν ανεξέλεγκτα τον δικό τους δρόμο και οδήγησαν την ανθρωπότητα στο ολοκαύτωμα του δεύτερου μεγάλου πολέμου.

Η ανίερη, άλλοτε κρυφή και άλλοτε φανερή, συμμαχία και συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων της νεοφιλελεύθερης δεξιάς και του μαχητικού «κέντρου» με τις δυνάμεις της άκρας, εθνικιστικής και ρατσιστικής δεξιάς και σε ορισμένες περιπτώσεις με τη φασίζουσα ή ακόμα και με τη φασιστική δεξιά, αποτελεί πλέον έναν ορατό κίνδυνο. Το γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά συντηρητικά, αλλά ακόμα και ορισμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, έχουν υιοθετήσει την εθνικιστική και ρατσιστική ατζέντα της άκρας δεξιάς, διευκολύνει τις αιμομικτικές αυτές σχέσεις.

Η ελληνική κυβέρνηση, στην οποία ο ακραιφνώς νεοφιλελεύθερος Κ. Μητσοτάκης συνυπάρχει με τους παραδοσιακούς εκπρόσωπους της «λαϊκής», άκρας, χουντικής δεξιάς, όπως ο Βορίδης και ο Γεωργιάδης, και έχοντας σημαντικές προσβάσεις στο εναπομείναν ΚΙΝΑΛ –πάνω από το 70% των ψηφοφόρων του επιθυμεί την συνεργασία με τη ΝΔ– αποτελεί ένα κλασσικό παράδειγμα της νέας εποχής.

Το αστικό σύστημα εξουσίας εκτιμά ότι έχοντας την οικονομική δύναμη στα χέρια του θα επιβάλει τελικά τους δικούς του κανόνες, τις δικές του διευθετήσεις στα κόμματα της άκρας δεξιάς όταν αυτά θα αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες. Κάνει το ίδιο λάθος της προπολεμικής περιόδου. Αν σήμερα στην Γαλλία οι στρατιωτικοί, υιοθετώντας την ξενοφοβική ατζέντα του κόμματος της «Εθνικής Συσπείρωσης» της Μ. Λεπέν, απειλούν με πραξικόπημα μια κυβέρνηση, η οποία μόνον αριστερή δεν είναι, τότε δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τις επερχόμενες εξελίξεις.

Η πολιτική του «κατευνασμού» και η υιοθέτηση της ρατσιστικής και εθνικιστικής ατζέντας την οποία ακολουθούν, κυρίως τα συντηρητικά κόμματα, δεν πρόκειται να απαλλάξει την Ευρώπη από την λαίλαπα της άκρας, εθνικιστικής δεξιάς.

Οι διαφορές ανάμεσα στην παραδοσιακή, συνταγματική, δεξιά και την «αντισυστημική» άκρα δεξιά ασφαλώς και δεν έχουν εκλείψει. Διαφορές που επικεντρώνονται στο ζήτημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και κατ’ επέκταση στο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Η κλασσική νεοφιλελεύθερη δεξιά υποστηρίζει την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση στη σημερινή προβληματική μορφή της, σε αντίθεση με τη λαϊκίστικη δεξιά, η οποία αποβλέπει στην ενδυνάμωση των εθνικών κρατών σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αποχώρηση, η διάσπαση ή ακόμα και ο κατακερματισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασισμένος στην ατζέντα της άκρας δεξιάς, οδηγεί μακροπρόθεσμα σε έξαρση των εθνικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε μια Ευρώπη, η οποία έχει δύο φορές καταστραφεί από παγκοσμίους πολέμους.

Οι διαφορές λοιπόν δεν είναι ασήμαντες. Υπάρχει, ωστόσο, ένα ισχυρό ενοποιητικό στοιχείο. Ο αμοιβαίος φόβος τους για την αριστερά και το μαζικό κίνημα σε μια φάση κρίσης και αστάθειας του συστήματος. Από εκεί και η ανάπτυξη των σχέσεων δεξιάς και άκρας δεξιάς. Από κει και το γεγονός ότι δεξιά και ακροδεξιά αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία.

 

Υπάρχει αντίδοτο

Τα κόμματα της αριστεράς, μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο, δεν πρέπει να αφήσουν να παρασυρθούν από το ρεύμα. Να μην στραφούν και αυτά προς πιο συντηρητικές θέσεις για να μην «απομονωθούν» από την κοινωνία όπως ισχυρίζονται πολλοί ηγέτες των σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων. Η στροφή των κομμάτων της αριστεράς προς το κέντρο, σε μια περίοδο πόλωσης της κοινωνίας, την οποία επιτείνει η υγειονομική και οικονομική κρίση, θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Δεν θα αποδυναμώνει αλλά αντίθετα θα ενισχύει της δυνάμεις της άκρας δεξιάς. Οι εξελίξεις στην Πολωνία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, πιθανά αύριο και στην Γαλλία, είναι ενδεικτικές.

Η καταδίκη της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ήταν το ποικιλόμορφο αντιφασιστικό κίνημα που έβαλε τη σφραγίδα του στον αγώνα και οδήγησε στη διάλυση και την καταδίκη του φασιστικού αυτού μορφώματος.

Ποιο είναι μέσα σε αυτές τις συνθήκες το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Οι κυρίαρχες χώρες, η Γερμανία κυρίως και δευτερευόντως η Γαλλία, εμμένουν στο κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Παρά τις ανεπαρκείς παραχωρήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης δεν φαίνονται διατεθειμένες να ακολουθήσουν, σε βάθος χρόνου, μια διαφορετική πολιτική. Όσο δεν βρίσκουν ισχυρές αντιδράσεις από την κοινωνία και από τα κόμματα της αριστεράς θα συνεχίσουν στην ίδια γραμμή. Το φάρμακο στην ασθένεια του νεοφιλελευθερισμού γι’ αυτές είναι μια ακόμα πιο ισχυρή δόση νεοφιλελευθερισμού. Από την άποψη αυτή, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολουθεί με συνέπεια την πολιτική των ευρωπαϊκών θεσμών, δηλαδή κατά βάση του γερμανικού και γαλλικού κεφαλαίου, τόσο στο οικονομικό όσο και στο θεσμικό πεδίο. Η γερμανική συνταγματική επιταγή για δημοσιονομική «πειθαρχία» και ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, στην οποία συμφωνούν χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες στην Γερμανία, αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της κυρίαρχης ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής. Είναι ακριβώς αυτή η πολιτική η οποία, όταν δεν υπάρχει αριστερή εναλλακτική λύση, εκτρέφει σε ευρωπαϊκό επίπεδο την άκρα δεξιά.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να φανταστεί κανείς πως θα είναι μια Ευρώπη που θα βρίσκεται στη μέγγενη της άκρας δεξιάς. Μια Ευρώπη, στην οποία στο οικονομικό πεδίο θα κυριαρχεί ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός και στο πολιτικό οι ρατσιστικές και εθνικιστικές αντιλήψεις των «δεξιών λαϊκιστών» –του Ούρμπαν, της Λεπέν, του Σαλβίνι και των ομοίων τους– οι οποίες όλο και περισσότερο προσομοιάζουν με τις πρώιμες θέσεις του ιταλικού και γερμανικού φασισμού. Ο καθηγητής Βάλτερ Μπάγερ, σε άρθρο του, στην ενδιαφέρουσα έκδοση του Ενημερωτικού Δελτίου Transform Europe, υπενθυμίζει ότι «αν διαβάσουμε τα κλασσικά κείμενα της δεκαετίας του 1920 και 1930, π.χ εκείνα των Άρθουρ Ρόζενμπεργκ, Όττο Μπάουερ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Κέτε Λάιχτερ, Λέοντος Τρότσκι και άλλων θα εκπλαγούμε από τον βαθμό στον οποίο τα φασιστικά κινήματα την περίοδο πριν από την ανάληψη της εξουσίας μοιάζουν με το φαινόμενο που η σύγχρονη πολιτική επιστήμη ονομάζει δεξιό λαϊκισμό».1

Τα κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, έχουν τη δυνατότητα να αποτελέσουν την εναλλακτική λύση. Το παράδειγμα υπάρχει και βρίσκεται μπροστά μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, εκφράζοντας, παρά τις αντιφάσεις και τις εσωτερικές διαμάχες (διάσπαση με τη ΔΗΜΑΡ), την κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση βρήκε ένα ευνοϊκό ακροατήριο. Στην πρώτη φάση των καταστροφικών μνημονίων και της βαθιάς οικονομικής κρίσης περνούσε κυριολεκτικά μέσα από το κύμα της αγανάκτησης, της ανασφάλειας, της αμφισβήτησης, της αποξένωσης από την πολιτική και της κρίσης νομιμοποίησης του παραδοσιακού δικομματισμού, καταφέρνοντας μια τεραστίων διαστάσεων αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος προς όφελος της αριστεράς. Σε εκείνη τη φάση όχι μόνο κέρδισε την εμπιστοσύνη μεγάλων τμημάτων των εργαζομένων, αλλά και αποτέλεσε το φωτεινό παράδειγμα για το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής αριστεράς. Η τολμηρή πολιτική του υπήρξε, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το αντίδοτο στην ενίσχυση της άκρας δεξιάς. Στην Ελλάδα ανέβαινε με γεωμετρική πρόοδο ο ΣΥΡΙΖΑ τη στιγμή που στην Ευρώπη γνώριζαν θεαματική αύξηση των δυνάμεών τους, η Λέγκα του Σαλβίνι στην Ιταλία, η Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν στην Γαλλία, το κόμμα Fidesz του Ούρμπαν στην Ουγγαρία, το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη στην Πολωνία. Για να μην αναφερθούμε στην Εναλλακτική για την Γερμανία, το αυστριακό Κόμμα Ελευθερίας, το ισπανικό VOX, τους Αδελφούς Ιταλούς, τους Σουηδούς Δημοκράτες, το ουγγρικό Γιόμπικ και τον υπόλοιπο συρφετό της φασίζουσας άκρας δεξιάς.

 

Εναλλακτικό πρόγραμμα

Ο συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ στα 2015, ο οποίος χωρίς να αποτελεί συστατικό μέρος ενός στρατηγικού σχεδιασμού προκάλεσε ρήξη στη συνέχεια της ριζοσπαστικής του πολιτικής, δεν αποτελεί στοιχείο το οποίο να αναιρεί το αναμφισβήτητο γεγονός ότι όταν η αριστερά ακολουθεί μια ριζοσπαστική γραμμή επιβραβεύεται από την κοινωνία, και ιδιαίτερα από το πιο ριζοσπαστικό της τμήμα, τη νεολαία.

Είναι φανερό ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, είναι η αριστερά αυτή που υιοθετώντας μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική, μπορεί να αποτελέσει φραγμό σε όλες τις εκδοχές της νεοφιλελεύθερης και «λαϊκής» δεξιάς, στη βάση ενός προγράμματος μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων και ρήξεων· ενός προγράμματος μετάβασης το οποίο στους ιστορικούς στόχους του κινήματος θα ενσωματώνει την οικολογική διάσταση, τα κινήματα των δικαιωμάτων, του αντιρατσισμού, του αντιφασισμού, του φεμινισμού, του φύλου, τα κινήματα της πόλης, της προστασίας του κλίματος κ.λπ.

Η συγκρότηση ενός ισχυρού και μαζικού μετώπου πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων είναι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αναγκαία. Η αριστερά δεν χρειάζεται να μετατραπεί σε μια άνευρη κεντροαριστερά. Δεν χρειάζεται να μετασχηματιστεί. Δεν χρειάζεται να αλλάξει το πρόσωπο της. Δεν χρειάζεται να πυροβολεί τα πόδια της. Μπορεί όμως να συνεργαστεί, με όρους και προϋποθέσεις, τόσο μεταξύ της –η αριστερά παραμένει πολιτικά διασπασμένη για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής της διαδρομής– όσο και με άλλες πολιτικές δυνάμεις, καθώς και με τα ζωντανά κινήματα.

Σε ποιες δυνάμεις πρέπει, λοιπόν, να απευθυνθεί για συνεργασία και κοινή δράση η αριστερά τόσο η ευρωπαϊκή όσο και ελληνική; Στα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, σε αυτά βέβαια που είναι διατεθειμένα να γυρίσουν στο δικό τους παρελθόν. Με τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας εκεί που οι ηγετικές της ομάδες της εμμένουν στους «μεγάλους συνασπισμούς». Με τα κόμματα της πολιτικής οικολογίας, τα οποία αμφισβητούν τον κυβερνητισμό με τα κατεστημένα αστικά κόμματα. Με τμήματα των πράσινων κομμάτων, εκεί που η ηγεσία τους οδηγείται σε κυβερνήσεις συνασπισμού κατά το γερμανικό πρότυπο. Και βέβαια με τις οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, έχει επ’ αυτού μια μεγάλη εμπειρία, από την περίοδο του φόρουμ διαλόγου, μέχρι και από την ίδια τη συγκρότηση του. Τέλος, με τα ποικιλόμορφα αγωνιστικά κινήματα.

Πώς, όμως, μια αριστερή κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει σε εθνικό επίπεδο τις αφόρητες πιέσεις, τις απειλές και τους ωμούς εκβιασμούς των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων που κυριαρχούν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη; Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πικρή εμπειρία. Οι κυρίαρχες δυνάμεις γνωρίζουν ότι με τις απειλές και τους εκβιασμούς, οικονομικούς και πολιτικούς, αποδυναμώνουν τις αριστερές κυβερνήσεις. Κάθε αποτυχία της αριστερής διακυβέρνησης ενισχύει τελικά όχι μόνο τη δεξιά, αλλά και την ακροδεξιά. Η επιστροφή της ΝΔ στη διακυβέρνηση της χώρας και η μεγάλη νίκη της δεξιάς στις περιφερειακές εκλογές στην Μαδρίτη φανερώνουν την αποτελεσματικότητα αυτής της τακτικής.

Η αμφισβήτηση της σημερινής δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των πολιτικών της υπάρχει τόσο από την πλευρά της ακροδεξιάς όσο και της αριστεράς. Η άκρα δεξιά προτείνει σε εθνικό επίπεδο την αποχώρηση ή στην καλύτερη περίπτωση την αποδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ενίσχυση του εθνικού κράτους. Το σχέδιο αυτό έχει μεγάλη δόση ρεαλισμού, με την έννοια ότι προσφέρει διέξοδο σε όσους είναι απογοητευμένοι και δεν βλέπουν το μέλλον τους στη σημερινή ενωμένη Ευρώπη. Οι εκλογές που οδήγησαν στο Brexit το αποδεικνύουν.

Σε πρόσφατη συνέντευξη του στην «Εποχή» ο πρόεδρος του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς Χάιντς Μπίρμπαουμ υποστήριξε ότι η σύνοδος κορυφής στο Πόρτο «κατέδειξε πόσο αδύναμη και διχασμένη είναι η Ευρώπη (…) οι τάσεις αποσύνθεσης αυξάνονται». Διαπίστωσε, επίσης, ότι «πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε μια βαθιά κρίση οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά». Δεν δίστασε, μάλιστα, να περιγράψει με μελανά χρώματα τις συνέπειες αυτής της κρίσης.

Ποια είναι η απάντηση του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στην κρίση; Ποια είναι η αριστερή διέξοδος; Σύμφωνα με τον Χ. Μπίρμπαουμ «Είναι ζωτικής σημασίας να σχεδιάσουμε το δρόμο για ισχυρές μελλοντικές δράσεις, και να συνεχίσουμε να συζητούμε τρόπους για να ασκήσουμε πίεση στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα».

Οι πιέσεις στα θεσμικά όργανα έχουν αποδειχθεί, όπως κάλλιστα μπορούν να μας διαβεβαιώσουν πολλά κυβερνητικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, κατά κανόνα ατελέσφορες. Σε τι συνίστανται όμως οι ισχυρές δράσεις; Ποιες ισχυρές δράσεις πρέπει να ακολουθήσει μια αριστερή κυβέρνηση σε εθνικό επίπεδο για να μην υποχωρήσει στις αναμενόμενες πιέσεις, για να εφαρμόσει εν τέλει το πρόγραμμα της;

Από δω πρέπει να αρχίσει, ή μάλλον να συνεχιστεί, η συζήτηση και ο διάλογος για το αν έχει μέλλον η σημερινή ενωμένη Ευρώπη, για το ποια Ευρώπη θέλουμε, για το αν υπάρχουν δυνατότητες για αλλαγές, οικονομικές, πολιτικές και θεσμικές, σε ευρωπαϊκό επίπεδο κ.λπ.

Σε κάθε περίπτωση, ο προβληματισμός για το μέλλον, για τα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής της ελληνικής και ευρωπαϊκής αριστεράς, βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Η συζήτηση, εκ των πραγμάτων, θα ανοίξει και πάλι.

 

Σημείωση

1. Βάλτερ Μπάγερ: Πενήντα αποχρώσεις του φαιού. Παρατηρήσεις για τη μάχη κατά της νεοφασιστικής Δεξιάς, άρθρο της Σύνταξης στο Ενημερωτικό Δελτίο του Transform europe (12.5. 2021).

 

Τάκης Μαστρογιαννόπουλος

Πηγή: Η Εποχή