Macro

Τα σημάδια μιας επερχόμενης επισιτιστικής κρίσης

Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, ο κίνδυνος μια τεράστιας επισιτιστικής κρίσης προκαλεί ανησυχία. Είναι πολλοί οι δείκτες που επιβεβαιώνουν την σοβαρότητα της κατάστασης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι τιμές του σιταριού στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγου —μια από τις αγορές αναφοράς για τα συμβόλαια δημητριακών— αυξήθηκαν από περίπου 275 ευρώ ανά τόνο την 1η Ιανουαρίου στα 400 δολάρια τον Απρίλιο. Σε όλες τις προθεσμιακές αγορές όπου διαπραγματεύονται προϊόντα δημητριακών, οι δείκτες μεταβλητότητας τιμών βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο, με τις τιμές να κυμαίνονται σε μία μόνο συνεδρίαση ανάλογα με τα νέα από το μέτωπο και την κατάσταση των διαπραγματεύσεων μεταξύ Μόσχας και Κιέβου. Γενικότερα, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), ο συνολικός δείκτης τιμών των τροφίμων έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο από τη δημιουργία του το 1990 λόγω του πληθωρισμού στις τιμές των δημητριακών και των φυτικών ελαίων1.

Για να κατανοήσουμε τις αιτίες της έκρηξης των τιμών, είναι σημαντικό να εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά του παγκόσμιου εμπορίου σίτου, ένα δημητριακό που καταναλώνεται από την αρχαία εποχή από σχεδόν το σύνολο της ανθρωπότητας σε διαφορετικές μορφές βασικών τροφίμων: ψωμί, μακαρόνια, γλυκά κλπ. Εδώ και μερικά χρόνια, η ετήσια παγκόσμια παραγωγή σίτου κυμαινόταν κατά μέσο όρο μεταξύ 780 και 800 εκατομμυρίων τόνων, από 600 εκατομμύρια το 20002.

Υπάρχουν πολλοί παραγωγοί, αλλά λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να συμβαδίσουν με την αύξηση της κατανάλωσης δημιουργώντας πλεονάσματα και εξάγοντας τα σε χώρες που δεν είναι αυτάρκεις. Ανάλογα με το εάν η χρονιά είναι καλή ή όχι και λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση της κλιματικής αλλαγής (ξηρασία, πλημμύρες) οι παγκόσμιες συναλλαγές κυμαίνονται μεταξύ 200 και 230 εκατομμυρίων τόνων ετησίως. Με την Ρωσία και την Ουκρανία να συνεισφέρουν το ένα τρίτο σε αυτό, η ανησυχία των εισαγωγέων γίνεται αντιληπτή. Από την αρχή της σύγκρουσης, έξι εκατομμύρια τόνοι ουκρανικού σίτου έχουν κολλήσει στα λιμάνια του Μικολάεβ, της Οδησσού και της Μαριούπολης και είναι πιθανό να σαπίσουν εκεί. Είναι αδύνατο για την Ουκρανία, τον πέμπτο μεγαλύτερο εξαγωγέα στον κόσμο, να μεταφέρει φορτία μέσω της Μαύρης Θάλασσας καθώς είναι το επίκεντρο της σύγκρουσης. Και ακόμη κι αν υπήρχε μια ηρεμία ή μια εκεχειρία που θα επέτρεπε στα πλοία να φορτώσουν, τα ασφάλιστρα έχουν αυξηθεί κατά 20-30%, αυξάνοντας το κόστος αγοράς.

Το 2021, η Ρωσία που ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σιταριού στον κόσμο (18%), ξεπερνώντας τις ΗΠΑ, δεν έχει τέτοιου είδους εμπόδια, αλλά κυρώσεις της Δύσης έχουν περιορίσει τις αγορές της, ειδικά καθώς ο αποκλεισμός της από το χρηματοπιστωτικό σύστημα κάνει τις πληρωμές πιο δύσκολες. Στα μέσα Μαρτίου, η Μόσχα προκάλεσε πανικό στις χρηματοπιστωτικές αγορές ανακοινώνοντας περιορισμούς στις πωλήσεις στους εταίρους της στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση. Μειώνοντας την ποσότητα σιταριού που διατίθεται στην Αρμενία, τη Λευκορωσία, το Καζακστάν και την Κιργιζία — χώρες που όμως δεν επέκριναν την επίθεσή της στην Ουκρανία — η Ρωσία δημιούργησε την εντύπωση ότι δημιουργεί τα δικά της στρατηγικά αποθέματα σε περίπτωση μακράς σύγκρουσης. «Είναι σαν η Σαουδική Αραβία να ανακοινώνει ξαφνικά ότι μειώνει τις πωλήσεις πετρελαίου της», λέει ο Αλί Φαχμί, ένας χρηματιστής πρώτων υλών, με έδρα τον Κόλπο.

Η Ρωσία και η Ουκρανία δεν είναι μόνο μεγάλοι εξαγωγείς. Πέρα από την σημασία του μερίδιού τους στην αγορά, είναι επίσης σε θέση να αυξήσουν γρήγορα την παραγωγή για να αντισταθμίσουν τις ελλείψεις σε άλλα μέρη του κόσμου χωρίς να βλάψουν την εγχώρια αγορά τους. Η Ουκρανία, της οποίας το εύφορο μαύρο χώμα την καθιστά «σιτοβολώνα της Ευρώπης» (με 41,5 εκατομμύρια εκτάρια παραγωγικής γεωργικής γης), εξάγει σήμερα το 74% της παραγωγής σίτου της. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία 20 χρόνια (ήταν 60% στις αρχές της δεκαετίας του 2000), καθώς το Κίεβο αποφάσισε να γίνει σημαντικός παίκτης στην παγκόσμια αγορά αναζητώντας νέους πελάτες, ιδιαίτερα στο Μαγρέμπ και τη Μέση Ανατολή. Η Ουκρανία είναι ένας «παραγωγός ταλάντευσης» (swing producer, ικανή να προσαρμοστεί με τον βέλτιστο τρόπο και με μικρό κόστος στις διακύμανσης της ζήτησης), αλλά με τον πόλεμο να καταστρέφει τη χώρα και την αβεβαιότητα για το μέλλον της λιμενικής της υποδομής -ιδίως της Μαριούπολης, η οποία φαίνεται να αποτελεί μέρος των στόχων προσάρτησης της Μόσχας-, πλέον έχει βγει εκτός αγοράς. Αυτό θα έχει αντίκτυπο στις ήδη ιλιγγιώδεις τιμές.

Βεβαίως, σύμφωνα με τις αρχές στο Κίεβο η εαρινή σπορά έχει ξεκινήσει στις περιοχές που έχουν πληγεί λιγότερο από τον πόλεμο, ειδικά στα νοτιοδυτικά της χώρας, κοντά στα ρουμανικά σύνορα. Όμως δεν υπάρχει επάρκεια καυσίμων. Κανονικά, η Ουκρανία εισάγει το 70% της βενζίνης και του ντίζελ της από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία. Από την αρχή της σύγκρουσης, οι γραμμές ανεφοδιασμού έχουν διακοπεί και τα γεωργικά μηχανήματα παραμένουν σε αδράνεια. Πιο ανατολικά, όπως στα χωράφια γύρω από τις βομβαρδισμένες πόλεις Μικολάιβ και Χερσώνα, η γη δεν έχει οργωθεί και έτσι κι αλλιώς υπάρχει έλλειψη αγροτικής εργασίας, καθώς οι περισσότεροι εργάτες έχουν κληθεί από τον στρατό. Η αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές συγκομιδές και την επιμελητειακή δυνατότητα των εξαγωγών παραμένει. Η προσφυγή στο ρουμανικό λιμάνι της Κωστάντζας θα ήταν μια λύση (σ.σ. στα τέλη Απριλίου το Βουκουρέστι δεσμεύθηκε για τον εκσυγχρονισμό των λιμενικών και σιδηροδρομικών υποδομών ώστε να διευκολύνει τις εξαγωγές προϊόντων από την Ουκρανία).

Από την πλευρά της, η Ρωσία έχει επίσης αυξήσει την παραγωγική της ικανότητα από το 2014, μετά τις κυρώσεις της Δύσης εξαιτίας της προσάρτησης της Κριμαίας. Στο όνομα του «αγροτικού επανεξοπλισμού» της, η Μόσχα αύξησε τις σοδειές της προκειμένου να σταματήσει τις εισαγωγές τροφίμων από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα, η εξαγωγική της ικανότητα αυξήθηκε. «Από τότε, αισθανόμαστε ισχυρότερη ανταγωνιστική πίεση από τη Ρωσία σε αγορές όπου προηγουμένως απουσίαζε, όπως η Αλγερία», λέει ένας Γάλλος έμπορος που φοβάται ότι μια μακρά σύγκρουση και οι αποσύρσεις Ρώσων και Ουκρανών από την αγορά «θα μπορούσαν να διαταράξουν εντελώς την παγκόσμια αγορά σίτου. Ο τόνος έχει φτάσει ήδη στα 400 ευρώ και έχουμε φτάσει σε κατάσταση ο καθείς για την πάρτη του και είναι ήδη δωρεάν για όλους. Οι πλουσιότεροι μπορούν να βρουν εναλλακτικές λύσεις, ενώ οι πιο φτωχοί θα πρέπει να βασιστούν στη διεθνή αλληλεγγύη».

Στις 14 Μαρτίου, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες προειδοποίησε για την απειλή ενός «τυφώνα λιμών» και «κατάρρευσης του παγκόσμιου συστήματος τροφίμων», αναφέροντας κυρίως την περίπτωση χωρών όπου ο πληθυσμός ήδη υποφέρει από ενδημική πείνα, όπως το Σουδάν και η Υεμένη. Σύμφωνα με τον Γκουτέρες, η ουκρανική κρίση θα μπορούσε «να ωθήσει έως και 1,7 δισεκατομμύρια ανθρώπους – περισσότερο από το ένα πέμπτο της ανθρωπότητας – στη φτώχεια, τη στέρηση και την πείνα»3. Ο FAO, τον οποίο αναφέρει ο Γκουτέρες, εκτιμά ότι 45 αφρικανικές και λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες αντιμετωπίζουν έντονα μια τέτοια απειλή, 18 από τις οποίες εξαρτώνται περισσότερο από το 50% από την Ουκρανία ή τη Ρωσία για τις εισαγωγές σίτου ενώ η Ερυθραία, η Μαυριτανία, η Σομαλία και η Τανζανία εξαρτώνται κατά 100%4. Συνολικά, το 30% του σίτου που καταναλώνεται στην υποσαχάρια Αφρική είναι ρωσικό ή ουκρανικό. Από την πλευρά τους, οι ουκρανικές αρχές επιμένουν ότι έχουν επαρκή αποθέματα τροφίμων που εγγυώνται επάρκεια ενός έτους αλλά επιβεβαιώνουν ότι η σύγκρουση θα μειώσει την καλλιεργούμενη έκταση κατά 30% και μπορεί να επηρεάσει 100 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως5. «Τα ρωσικά στρατεύματα ναρκοθετούν χωράφια στην Ουκρανία, ανατινάζουν γεωργικά μηχανήματα, καταστρέφουν τα αποθέματα καυσίμων που απαιτούνται για τη σπορά. Η έλλειψη εξαγωγών από την Ουκρανία θα πλήξει πολλούς λαούς στον ισλαμικό κόσμο, τη Λατινική Αμερική και άλλα μέρη του κόσμου», προειδοποίησε ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι μιλώντας στο Φόρουμ της Ντόχα, στο Κατάρ στις 26 Μαρτίου.

Από την αρχή της εισβολής, πολλές χώρες εισαγωγής αποφάσισαν αρχικά να τηρήσουν στάση αναμονής ελπίζοντας ότι η σύγκρουση δεν θα διαρκέσει και ότι οι τιμές θα επανέλθουν σε λογικά επίπεδα. Είναι η περίπτωση της Αιγύπτου, του μεγαλύτερου αγοραστή σίτου στον κόσμο, η οποία εισάγει 12 εκατομμύρια τόνους, εκ των οποίων το ήμισυ για ένα πρόγραμμα διανομής ψωμιού baladi (τοπικό) επιδοτούμενο από την κυβέρνηση με αυστηρά ελεγχόμενες τιμές. Η Αίγυπτος εξαρτάται κατά 61% από τη Ρωσία και κατά το 23% από την Ουκρανία για τις εισαγωγές της και ο προϋπολογισμός της προϋποθέτει τιμή 255 δολάρια ανά τόνο. Αρχικά ακύρωσε δύο υπάρχουσες συμβάσεις με τη Ρωσία για να αποφύγει να πληρώσει αυξημένες τιμές. Ωστόσο, το καθεστώς του Προέδρου Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι γνωρίζει ότι της Αραβικής Άνοιξης του 2011 προηγήθηκαν κύματα δυσαρέσκειας που προκλήθηκαν από τις αυξήσεις στο κόστος των βασικών ειδών διατροφής, που με τη σειρά τους συνδέονταν με τις ξηρασίες στις χώρες παραγωγής (Ρωσία, Αυστραλία, Αργεντινή)6. Σε αυτή τη χώρα, όπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού των 103 εκατομμυρίων εξαρτώνται από το ψωμί, που ονομάζεται εξάλλου ayche, ζωή, ως βασική —και μερικές φορές μοναδική— πηγή τροφής, οι αρχές ανέλαβαν γρήγορα μέτρα για να αποτρέψουν την κερδοσκοπία στο αλεύρι σίτου ενώ αποφάσιζαν να αναζητήσουν νέους προμηθευτές. Σύμφωνα με την αιγυπτιακή κυβέρνηση, τα αποθέματα σίτου θα καλύψουν τις εθνικές ανάγκες μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, αλλά τι θα συμβεί μετά; Στις αρχές Απριλίου, το Κάιρο διερεύνησε τη γαλλική αγορά, την πέμπτη μεγαλύτερη στον κόσμο με 65-70 εκατομμύρια τόνους παραγωγής ετησίως, αλλά οι υψηλές τιμές το απέτρεψαν από το να αγοράσει.

Όπως η Αίγυπτος, χώρες όπως ο Λίβανος (51% εξάρτηση από τη Ρωσία και την Ουκρανία), η Τουρκία (100%) και η Ινδονησία αναθεωρούν τον ορισμό τους για την επισιτιστική ασφάλεια. Εκτός από το ζήτημα εάν έχουν ή όχι τα μέσα ν’ αγοράσουν σιτάρι προστίθεται πλέον και το ζήτημα από πού θα το αγοράσουν. Η Ευρώπη είναι ένας πιθανός προμηθευτείς, αλλά η παραγωγική της ικανότητα είναι στο μέγιστο, επομένως έχει λίγα να προσφέρει. Στις 21 Μαρτίου, οι υπουργοί Γεωργίας της ΕΕ συμφώνησαν για προσωρινή παρέκκλιση από τη διάταξη της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής που απαιτεί αγρανάπαυση στο 4% της γεωργικής γης. Θεωρητικά αυτό το μέτρο, το οποίο αποσκοπεί στην ενίσχυση της «επισιτιστικής ασφάλειας και κυριαρχίας» της ΕΕ, θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγή δημητριακών στην Ευρώπη. Αλλά στην πραγματικότητα, η αγρανάπαυση αφορά γαίες που είναι ελάχιστα αξιοποιήσιμες άμεσα.

Εάν η σύγκρουση στην Ουκρανία συνεχιστεί, οι Ευρωπαίοι μπορεί επίσης να μπουν στον πειρασμό να αποθηκεύσουν μεγαλύτερα στρατηγικά αποθέματα και να περιορίσουν τις εξαγωγές. Το Μαρόκο και η Αλγερία, οι σημαντικότεροι εισαγωγείς γαλλικού σιταριού, θα ένιωθαν τότε τις συνέπειες. Η Αλγερία είναι χαρακτηριστική της τρέχουσας αβεβαιότητας. Καταναλώνει 11 εκατομμύρια τόνους σίτου ετησίως, το 60% του οποίου εισάγεται, για πολλά χρόνια κυρίως από τη Γαλλία. Όμως τα τελευταία δύο χρόνια, ιδιαίτερα λόγω των επαναλαμβανόμενων διπλωματικών εντάσεων με το Παρίσι, το Αλγέρι προσπάθησε να διαφοροποιήσει τη βάση των προμηθευτών του. Το 2020 το Διεπαγγελματικό Γραφείο Δημητριακών της Αλγερίας (OAIC) τροποποίησε τα στάνταρ του, μειώνοντας τις ποιοτικές απαιτήσεις για να επιτρέψει τις εισαγωγές ουκρανικού και ρωσικού σίτου, το οποίο προηγουμένως δεν πληρούσε τα υγειονομικά πρότυπα τροφίμων. Μέχρι το τέλος του 2021, οι Γάλλοι παραγωγοί δημητριακών είχαν εξάγει λιγότερο από 1,2 εκατομμύρια τόνους σε σύγκριση με 2 έως 4 εκατομμύρια τόνους την ίδια περίοδο σε ένα κανονικό έτος. Όμως, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, το Αλγέρι έχει ξαναρχίσει τις αγορές από τη Γαλλία. Τον Απρίλιο αγόρασε 600.000 τόνους αλεσμένου σίτου στα 485 δολάρια ανά τόνο (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων)7.


Η Ινδία μπαίνει στο παιχνίδι

Καθώς οι χώρες εισαγωγής σιταριού αναθεωρούν τους καταλόγους των προμηθευτών τους, εμφανίστηκε ένας απροσδόκητος νέος παίκτης στην αγορά. Μέχρι τώρα, η Ινδία, η οποία αντιπροσωπεύει το 11%-14% της παγκόσμιας παραγωγής (90 εκατ. τόνοι, δεύτερη δηλαδή μετά την Κίνα, η οποία παράγει 130 εκατ. τόνους), διατηρούσε σχεδόν όλη την παραγωγή της για εγχώρια κατανάλωση. Για να ενθαρρύνει τους τοπικούς παραγωγούς και να διασφαλίσει την αυτάρκεια της χώρας, το Νέο Δελχί εγγυάται στους αγρότες μια τιμή αγοράς πάνω από τις τιμές της παγκόσμιας αγοράς. Ωστόσο, η φετινή συγκομιδή αναμένεται μεγάλη και η κυβέρνηση αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τα προβλήματα της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Ο επίσημος στόχος είναι να πουλήσει δέκα εκατομμύρια τόνους, γεγονός που θα αυξήσει το μερίδιο της Ινδίας στις παγκόσμιες εξαγωγές από 1% σε 5%.

Το Ιράν, η Ινδονησία, η Τυνησία και η Νιγηρία έχουν ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον ή έχουν κάνει παραγγελίες. Μετά από κάποιους δισταγμούς λόγω της κακής φήμης του ινδικού σιταριού για την ποιότητα (υψηλή περιεκτικότητα σε φυτοφάρμακα, χαμηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες), η Αίγυπτος αποφάσισε τελικά να κάνει την Ινδία «κύριο προμηθευτή» της. Το Νέο Δελχί έχει επίσης το βλέμμα του στις αγορές της ανατολικής ακόμα και της νότιας Αφρικής.

Κάτι που ανατροφοδότησε τις εντάσεις με την Ουάσιγκτον, όπου μέλη του Κογκρέσου καταγγέλλουν τακτικά τις επιδοτήσεις που καταβάλλονται στους Ινδούς αγρότες. Καλούν μάλιστα τον Λευκό Οίκο να κινήσει διαδικασίες κατά της Ινδίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ως κύρια χώρα παραγωγής (60 εκατομμύρια τόνοι) και αιώνιος αντίπαλος της Ρωσίας όσον αφορά τις εξαγωγές (26 εκατομμύρια τόνοι πωλούνται παγκοσμίως), οι ΗΠΑ, αν και επί του παρόντος μειονεκτούν εξαιτίας του ισχυρού δολαρίου, σκοπεύουν να εκμεταλλευτούν το κενό που αφήνει η Ουκρανία και Ρωσία.


  1. «Situation alimentaire mondiale», δελτίο της 8ης Απριλίου 2022, fao.org.
  2. Εκτός εάν υπάρχει διαφορετική αναφορά, όλοι οι αριθμοί που αναφέρονται στο άρθρο έχουν ως πηγή τις μηνιαίες εκθέσεις του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας (USDA).
  3. «La guerre en Ukraine, une crise qui nous affecte tous — António Guterres», UN News, 13 Απριλίου 2022, https://news.un.org.
  4. Όπ.π.
  5. Reuters, Μάρτιος 2022.
  6. Caitlin E. Werrell και Francesco Femia (επιμ.), «The Arab spring and climate change: A climate and security correlations series», Φεβρουάριος 2013.
  7. «L’Algérie achète du blé, mais pas français», Terre-net, 17 Δεκεμβρίου 2021, terre-net.fr και «Importation de blé: l’Algérie se tourne de nouveau vers le marché français», Algérie Éco, 12 Μαρτίου 2022, algerie-eco.com.

Akram Belkaïd

Βάλια Καϊμάκη (μετάφραση)

LE MONDE DIPLOMATIQUE