Τσιμάρας Τζανάτος «Η βία του βίου», εκδόσεις Κάπα Εκδοτική, 2021
Από παιδιά μετράγαμε πρόβατα
για να κοιμηθούμε.
Γι’ αυτό ξυπνήσαμε μια μέρα λύκοι.
Γνωστός από τον χώρο του θεάτρου, ο Τσιμάρας Τζανάτος υπογράφει μια πεντατονική κραυγή. Η πρωτοπρόσωπη γραφή έχει κάτι το αποστασιοποιημένα εξομολογητικό γιατί ο εαυτός / μόνο από απόσταση περιγράφεται. / Κι είναι πρεσβύωπας η γλώσσα.
Ο ποιητής στέκει ταυτόχρονα εντός και εκτός του, σε ένα τοπίο ροκανισμένο, ρημαγμένο από τη ματαιότητα και τη σκληρότητα του κόσμου, συνδιαλεγόμενος με ένα αόρατο κοινό. Η ποιητική αυτή σύνθεση λειτουργεί ως κατακερματισμένος μονόλογος, κάτι σαν ψηφιδωτό της ζωής ενός ανθρώπου ή της ζωής εν γένει.
Ως ποιητής-ηθοποιός αφηγείται κομμάτια από τη Βία του βίου ενός αγνώστου. Η απόσταση μπαίνει ήδη από το εξώφυλλο με το «αγνώστου» ανάμεσα σε αγκύλες κάτω από το όνομά του. Αλλά και στο ποίημα 49 την απόσταση την επανατοποθετεί λειτουργώντας ως ρόλος: Υποκρίνομαι τη ζωή. […] Αφού ως παράσταση με βλέπουν όλοι. / Αλλά κι εγώ ως παράσταση υπάρχω μόνο. / Ξέρετε τι πρόβες θέλει ακόμα και ν’ αναπνέει κάποιος;
Η δύναμη του κειμένου πηγάζει τόσο από την αντιθετική θεματολογία όσο και από τις στιλιστικές φιγούρες που το κατακλύζουν.
Ως προς τη θεματολογία διακρίνει κανείς δύο βασικούς άξονες, που συγκρούονται διαλεκτικά: πρόκειται για τα αισθήματα και το μακελειό.
Στην εκκίνηση δίνεται το σύνθημα: «Εγώ είμαι εδώ από αγάπη. Μη με φάτε…» […] «Η πρώτη δαγκωνιά πονάει. / Μετά συνηθίζεις. Και δεν αισθάνεσαι. / Τίποτα». Για να καταλήξει αλλού:
Βρήκα ένα ψόφιο συναίσθημα σπίτι μου. / Αγνοώ από πότε βρίσκεται εδώ. / Δεν ξέρω καν αν ποτέ ζούσε. / Το μάζεψα να το πετάξω. […] Με τάραξε η ακινησία του. / Εγώ να αγωνιώ, κι αυτό χωρίς κανένα αίσθημα. Πήρα ένα μαχαίρι και το κάρφωσα με θυμό. / Έπεσα και κοιμήθηκα ήσυχος. / Χωρίς συναίσθημα κανένα.
Στο «Η βία του βίου» η ζωή είναι ανθρωποφαγική, κάτι που επιτρέπει στον Τζανάτο να παίξει δεξιοτεχνικά το παιχνίδι των μεταμορφώσεων, χρησιμοποιώντας μεταφορές αλλά κυρίως αντίστροφες προσωποποιήσεις. Η προσωποποίηση δεν είναι πια ανθρωποκεντρική αλλά ο άνθρωπος αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός ζώου, φυσικού φαινομένου ή αντικειμένου. Μακριά από οποιαδήποτε λογική παραβολής, οι μεταμορφώσεις του έχουν σάρκα και οστά και αποτελούν μια άλλη αλήθεια των πραγμάτων, που ξεφεύγει από την κανονιστική αντίληψη. Έτσι ο αφηγητής μεταμορφώνεται σε πηγάδι που ποτέ δεν έγινε θάλασσα. Κι είχα τη μοίρα του νερού που φωλιάζει: / Εξατμίστηκα. Άλλοτε γίνεται άψυχο κτίσμα: Είμαι Νοσοκομείο. / Υπήρξα Πολυκλινική. Ψυχιατρική. / Με πολλές πτέρυγες. Νοσηλεύτηκαν πολλοί μέσα μου. Ή στοιχείο της φύσης: Κοιμήθηκα νεφελώδης. / Δεν έβρεξε στον ύπνο μου. / Ξύπνησα χέρσο χωράφι […] Υ.Γ: / Σχεδιάζουν λεωφόρους πάνω μου. Άλλοτε πάλι ζώο, με το επανερχόμενο μοτίβο του λύκου και του σκύλου, ή μπουλντόζα σε κλουβί καρδερίνας, αλλά και πεζοδρόμιο: Πέσε βροχή. / Θα γίνω πεζοδρόμιο […] Ίσως γλιστρήσει κάποιος περαστικός / και σωριαστεί πάνω μου […] Να έχω να διηγηθώ κι εγώ έναν έρωτα. / Πεζοδρομιακό.
Οι μεταμορφώσεις του Τζανάτου είναι σπαρακτικές και υλικές με τη σκληρότητα της παιδικότητας. Σαν άλλη Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων μεταπηδά στη Χώρα του Ποτέ, αρνούμενος να συμβιβαστεί με τον βοερό βάλτο της πραγματικότητας, όπου βασιλεύουν το μακελειό των αισθημάτων, η κοινωνική βία και η ανθρώπινη ασυνεννοησία: Πρόφαση αναπνοής ο λόγος. / Τίποτα άλλο. / Εισπνοή εκπνοή η ζωή. / Κι από πάνω θόρυβος λέξεων. Ζωντανός-νεκρός ο σύγχρονος άνθρωπος τριγυρνά στη λειψυδρία και ο έρωτας είναι τελειωμένος από πριν: Στον τόπο που διαπράχτηκε έρωτας / δεν βρέθηκαν ίχνη αγάπης / […] Οι Αρχές ανακοίνωσαν πως ο φάκελος κλείνει / λόγω ανεπαρκών στοιχείων πάθους. / Οι εμπλεκόμενοι αφέθηκαν στην ερημιά τους.
Στη φασαρία του ψέματος ο Τζανάτος προτάσσει τη σιωπή και δεν είναι τυχαίος ο τελευταίος μοναχικός στίχος του βιβλίου: Η σιωπή είναι συχνότητα λόγου.
Σοφία Διονυσοπούλου
Πηγή: Η Εποχή