Macro

Τα Αναγκαία Επαγγέλματα, η Αποεμπορευματοποίηση και ο Εκδημοκρατισμός της Εργασίας

Η υγειονομική κρίση είναι μια ενδιαφέρουσα περίοδος, γιατί όπως όλες οι τραγικές στιγμές της ιστορίας μας αποκαλύπτει τις βαθύτερες τάσεις που διασχίζουν τον κοινωνικό βίο εμπλουτίζοντας τη συλλογική μας γνώση και τη συλλογική μας συνείδηση.

Επιπλέον, επειδή οι περισσότερες και οι περισσότεροι από εμάς αναγκαζόμαστε να βγούμε από τα καθιερωμένα πλαίσια σκέψης και δράσης, μπορεί να δημιουργηθεί εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη καινοτόμων και ριζοσπαστικών ιδεών. Όμως, πρέπει να αξιοποιήσουμε τη γνώση που παράγεται κατά τη κρίση, για να υπερβούμε την κατάσταση που μας οδήγησε εδώ.

Τα αναγκαία για την επιβίωση επαγγέλματα και η αναγκαία επαναξιολόγηση τους

Ένα πρώτο σημαντικό δίδαγμα της υγειονομικής κρίσης είναι ότι τα επαγγέλματα της φροντίδας, οι γιατροί βεβαίως, αλλά και το ευρύτερο υγειονομικό προσωπικό, τα επαγγέλματα της διανομής, οι καθαριστές και οι καθαρίστριες, οι οδηγοί, οι αγρότες, τα επαγγέλματα που μας εξασφαλίζουν την τροφή και την περίθαλψη (τις ελάχιστες αυτές απαραίτητες λειτουργίες) χωρίς τα οποία θα πεθαίναμε, όλα αυτά τα επαγγέλματα ήταν στη πρώτη γραμμή και αναδείχθηκε η σημασία τους για την κοινωνική αναπαραγωγή. Πρόκειται για εργασίες που μέχρι πρότινος ήταν μη ορατές, χαμηλού γοήτρου, που συνήθως τις τοποθετούμε στην κατηγορία των μη (ή χαμηλά) ειδικευμένων, που είναι και κακοπληρωμένες, και οι οποίες συχνότερα ασκούνται από γυναίκες. Οι γυναίκες είναι, επίσης, η πλειοψηφία στα επαγγέλματα πωλήσεων και καθαριότητας, τα οποία -και αυτά- βρέθηκαν στη πρώτη γραμμή.

Σε πολλές χώρες έχει ανοίξει η συζήτηση για την επαναξιολόγηση των επαγγελμάτων των οποίων οι υπηρεσίες και τα προϊόντα είναι βασικά και αναγκαία για την επιβίωση, και τα οποία πρέπει να αναβαθμίσουμε, σε αντίθεση με άλλα των οποίων η χρησιμότητα για τη κοινωνία είναι συζητήσιμη ή και αρνητική.

Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πολλά επαγγέλματα απαραίτητα για την επιβίωση των ανθρώπων, όπως τα σχετικά με τη φροντίδα και την κοινωνική αναπαραγωγή. Εξίσου απαραίτητοι είναι όλοι οι παραγωγοί αγαθών και υπηρεσιών που επιτρέπουν αυτή την επιβίωση: παρακολούθηση του τηλεφωνικού δικτύου, του ενεργειακού τομέα, της πληροφορικής, της ποιότητας του νερού, κ.λπ. Μπορεί κάποιος να πει ότι όλα τα επαγγέλματα είναι χρήσιμα! Όμως, χρειάζεται μάλλον να το ξανασκεφτούμε. Πχ. ο σύμβουλος επενδύσεων παράγει μια αξία σημαντική για τον εαυτό του, όμως τι αξία παράγει για την κοινωνία;

Με το πολύ απλό τεστ που πρότεινε ο David Graeber στο Bullshit Jobs1 (μούφα θέσεις εργασίας) μας καλεί, για να μάθουμε αν μια δουλειά είναι χρήσιμη ή όχι, να φανταστούμε την εξαφάνισή της και ύστερα να κοιτάξουμε τις επιπτώσεις στην κοινωνία.

Ο David Graeber υποστηρίζει ότι, όταν το 1% του πληθυσμού ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου μιας κοινωνίας, αυτοί ορίζουν τα «χρήσιμα» και «σημαντικά» καθήκοντα. Αλλά τι γίνεται με μια κοινωνία που αφενός περιφρονεί και υποτιμά τις νοσοκόμες, τους οδηγούς λεωφορείων, τους κηπουρούς ή τους μουσικούς -τόσα πολλά επαγγέλματα που δημιουργούν πραγματικά αξία- και αφετέρου διατηρεί μια ολόκληρη τάξη νομικών συμβούλων εταιρειών, αναλογιστών, διαφόρων διευθυντών και άλλων υπερεκτιμημένων χαρτογιακάδων, για να επιτελέσουν περιττές ή ακόμη και επιβλαβείς εργασίες; Ο David Graeber γράφει για την ανάγκη αναδιοργάνωσης των αξιών, η οποία θα έθετε τη δημιουργική και χρήσιμη εργασία στο επίκεντρο του πολιτισμού μας και θα έκανε την τεχνολογία ένα εργαλείο απελευθέρωσης παρά δουλείας, ικανοποιώντας τελικά τη δική μας ανάγκη νοήματος και ολοκλήρωσης.

Αν, λοιπόν, υιοθετήσουμε το τεστ που προτείνει ο David Graeber στο Bullshit Jobs, ξαφνικά τα επαγγέλματα, συχνά τα πιο υποτιμημένα, εμφανίζονται ως τα πιο απαραίτητα, και άλλα, σήμερα εξαιρετικά καλά αμειβόμενα, εμφανίζονται ως ριζικά άχρηστα.
Μπορούμε να σκεφτούμε τους συμβούλους της «Νέας Δημόσιας Διοίκησης» (New Public Management), που βοήθησαν στην αποδόμηση, τη συρρίκνωση και την καταστροφή των δημόσιων υπηρεσιών μας, και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια των νοσοκομείων, καθώς και τους διαφημιστές, τους πανίσχυρους απορρυθμισμένους τραπεζίτες, τους χρηματιστές. Όλα αυτά τα επαγγέλματα που, βεβαίως, συμβάλλουν αναμφίβολα στη λειτουργία των καπιταλιστικών μας κοινωνιών, αλλά δεν είναι απαραίτητα για την επιβίωσή μας. Αυτή η διάφανη ανάδειξη της αξίας αυτών των επαγγελμάτων μας ωθεί να σκεφτούμε ότι χρειάζεται να επανεξεταστεί η κλίμακα της κοινωνικής αναγνώρισης και της αμοιβής των επαγγελμάτων και των εργασιών.

Στη Monde Diplomatique του Μαΐου2 δημοσιεύεται έρευνα 3 βρετανίδων ερευνητριών γύρω από την αξία και την κοινωνική χρησιμότητα, την «κοινωνική αξία» που παράγεται ή δεν παράγεται από ένα μεγάλο αριθμό επαγγελμάτων. Μας δείχνουν ότι η αξία που δημιουργεί για την κοινότητα μια βοηθός νοσηλεύτριας στο νοσοκομείο είναι πιο σημαντική από την αξία που δημιουργεί ένα διαφημιστής. Και σύμφωνα με την ανάλυσή τους το αποτύπωμα κάποιων επαγγελμάτων είναι αρνητικό για το κοινωνικό σύνολο. Μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα η δουλειά του κοινωνιολόγου τι αξία παράγει για το γενικό καλό; Χρειάζεται να εξετάσουμε τη συμβολή κάθε επαγγέλματος στο κοινό καλό και να ξαναδούμε τη κλίμακα των προσόντων. Ναι, πρέπει να τολμήσουμε να διερωτηθούμε για τα κριτήρια αξιολόγησης των επαγγελμάτων μας, διότι είναι περίεργο τα πλέον αναγκαία επαγγέλματα να είναι τα πλέον κακοπληρωμένα.

Και να σκεφτούμε πάνω στην έννοια των προσόντων και της ειδικότητας. Συνήθως, όταν λέμε προσόντα/εξειδίκευση, νομίζουμε ότι μιλάμε για κάτι τελείως αντικειμενικό, για σπουδές και τέτοια. Όμως, κάθε ειδικότητα προέρχεται από ένα συσχετισμό δύναμης. Με δεδομένο ότι η αγορά εργασίας έχει κερματιστεί, λόγω της μερικής απασχόλησης, των μετεγκατάστασεων, των εργολαβιών, κ.λπ., η προστασία των εργαζομένων έχει μειωθεί. Πχ. σε έναν κλάδο, έχουν τα συνδικάτα δύναμη να διεκδικήσουν την εξασφάλιση μιας ειδικότητας ή κάποια αύξηση μισθών;

Πρέπει, λοιπόν, τα επαγγέλματα που είναι αναγκαία για την επιβίωση μας να ενισχυθούν και να αναβαθμιστούν μισθολογικά σε σχέση με άλλα επαγγέλματα που κατά την κρίση εξαφανίστηκαν (πχ. διαφημιστές, νομικοί σύμβουλοι, σύμβουλοι μάνατζερς στις μεγάλες εταιρείες, κ.λπ.), που σε ένα βαθμό έχουν ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση, γιατί αυτοί εν μέρει μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση, όταν πχ. συμβούλευαν τη μετατροπή των νοσοκομείων σε κερδοφόρες επιχειρήσεις, κάτι που έχει γίνει σε όλη την Ευρώπη, και οι οποίοι εκλαϊκεύουν τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού για μείωση του κράτους και των δημοσίων δαπανών.

Η αναγκαία για την επιβίωση αποεμπορευματοποίηση της εργασίας

Ένα δεύτερο δίδαγμα είναι η ανάδειξη της σημασίας των δημοσίων υπηρεσιών για την επιβίωση της κοινωνίας. Παρά το γεγονός ότι ο δημόσιος τομέας και σε εμάς όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει υποστεί συρρίκνωση και μετάλλαξη τις τελευταίες δεκαετίες, μέσα στην υγειονομική κρίση υπήρξε η σπονδυλική στήλη που κράτησε την κοινωνία ως προς τις βασικές της ανάγκες (υγεία, παιδεία). Αυτό μας οδηγεί να σκεφτούμε την ανάγκη για αποεμπορευματοποίηση των στρατηγικών συλλογικών αναγκών και την εξαίρεση ορισμένων τομέων από τους νόμους της λεγόμενης «ελεύθερης αγοράς». Η αποεμπορευματοποίηση υπήρξε ιστορικά ο θεσμός μέσω του οποίου τα δυτικά κοινωνικά κράτη πέτυχαν διαφορετικούς βαθμούς κοινωνικής ισότητας μέσα από την καθολική (το σκανδιναβικό μοντέλο) ή την περιορισμένη πρόσβαση στα δημόσια αγαθά (το λεγόμενο κορπορατιστικό μοντέλο). Όμως, η αποεμπορευματοποίηση των βασικών αναγκών έχει υποχωρήσει αισθητά σε όλη την Ευρώπη τα τελευταία 40 χρόνια, με την επικράτηση της αντίληψης του νεοφιλελευθερισμού ότι η κοινωνία πρέπει να λειτουργεί ως αποδοτική επιχείρηση. Κάτι που φάνηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης, όταν τα πλέον ανθιστάμενα στην εταιρική οργάνωση συστήματα υγείας δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες που δημιούργησε η επιδημία. Επιπλέον, με δεδομένη τη διαφαινόμενη απειλητική αύξηση της ανεργίας, η εργασία πρέπει να αντιμετωπισθεί όχι ως εμπόρευμα, αλλά ως δικαίωμα, με την κατοχύρωση του θεσμού της Εγγυημένης Εργασίας. Το άρθρο 23 της Οικουμενικής Διακήρυξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας υπενθυμίζει ότι όλοι έχουν δικαίωμα στην εργασία. Η δυνατότητα κάθε πολίτη που επιθυμεί να έχει πρόσβαση σε εργασία, ώστε να ζει με αξιοπρέπεια, θα επέτρεπε στις κοινωνίες μας να αντιμετωπίσουν τις τρέχουσες περιβαλλοντικές και κοινωνικές προκλήσεις. Η Ευρώπη οφείλει να συμπεριλάβει ένα πρόγραμμα Εγγυημένης Εργασίας στην Πράσινη Συμφωνία που προτείνει.

Ο αναγκαίος εκδημοκρατισμός της εργασίας

Eνα τρίτο σημείο που μας αποκάλυψε και φώτισε η κρίση της πανδημίας είναι ότι οι εργαζόμενοι άνθρωποι δεν είναι απλά οι «ανθρώπινοι πόροι» που διαχειρίζονται οι επιχειρήσεις. Χωρίς τη δική τους επένδυση εργασίας δεν θα υπήρχαν ούτε παραγωγή ούτε υπηρεσίες ούτε επιχειρήσεις. Μας το απέδειξαν κατά τη διάρκεια της καραντίνας αυτοί οι «αναγκαίοι» εργαζόμενοι που δούλευαν κάθε μέρα, για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες όλων μας. Όμως, οι εργαζόμενοι, παρόλο που συγκροτούν την αποφασιστική ραχοκοκαλιά των επιχειρήσεων, παραμένουν ως επί το πλείστον αποκλεισμένοι από τη διακυβέρνηση του εργασιακού τους χώρου. Το δικαίωμα αυτό μονοπωλείται από τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου.

Αυτό αφορά το μοντέλο διακυβέρνησης των επιχειρήσεων, το οποίο βασίζεται στην άποψη ότι αυτοί που κυβερνούν μια επιχείρηση είναι οι κάτοχοι του κεφαλαίου και οι εκπρόσωποί τους. Το ντιζάιν της επιχείρησης είναι φτιαγμένο για να παράξει κέρδη για τους μετόχους και τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου.

Όμως, πρέπει να κατανοήσουμε την επιχείρηση σαν μια πολιτική οντότητα που ζει από τη αλληλεπίδραση του κεφαλαίου με την εργασία και, παρόλα αυτά, η εργασία είναι εκτός της διακυβέρνησής της, δηλαδή οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να επηρεάσουν τη στρατηγική της. Εδώ, το αίτημα είναι η διακυβέρνηση της επιχείρησης να μη μένει εκτός του δημοκρατικού κοινωνικού σχεδίου.

Δεν πρόκειται για την απαλλοτρίωση του κεφαλαίου από την κτήση του, το κεφάλαιο θα συνεχίσει να ανήκει στους ιδιοκτήτες του, εφόσον είμαστε σε καπιταλισμό. Όμως, πρόκειται για την ανάγκη να υπαχθεί σε άλλες προτεραιότητες και όχι μόνο αυτές του κέρδους (πχ. την επίδραση της παραγωγής στη φύση και στις ζωντανές υπάρξεις, τη διαφύλαξη των θέσεων εργασίας). Διότι η αποκλειστική διαχείριση της ιδιοκτησίας με βάση την κερδοφορία έχει σημαντικές συνέπειες στην εργασία και όχι μόνο, κάτι που η κοινωνία πρέπει να επαναξιολογήσει.

Σήμερα, σε όλη την Ευρώπη συζητιέται η επιβίωση των επιχειρήσεων. Και ένα σημαντικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι με ποιους όρους θα διασωθούν οι επιχειρήσεις. Είναι γνωστό ότι το 2008 οι τράπεζες διεσώθησαν χωρίς όρους. Το γεγονός ότι, για παράδειγμα, οι εταιρείες ανακοινώνουν η μια μετά την άλλη απίστευτο αριθμό απολύσεων έχει να κάνει και με τη δομή τους, με το ότι δηλαδή δίνουν λογαριασμό μόνο στους μετόχους και όχι στους εκπροσώπους της εργασίας, όπως θα έπρεπε, με δεδομένο ότι κάθε επιχείρηση βασίζεται στο κεφάλαιο αλλά και στην εργασία. Και, βέβαια, σήμερα, με δεδομένο τον κατακερματισμό της εργασίας και την ιδιωτικοποίηση βασικών λειτουργιών του δημοσίου συμφέροντος, η ισχύς της εργασίας συνεχώς απομειούται.

Ο εκδημοκρατισμός της επιχείρησης, η δυνατότητα της συναπόφασης και συμμετοχής των εργαζομένων στη στρατηγική της επιχείρησης, είναι αναγκαίοες για λόγους δικαιοσύνης, αφού οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που κάνουν δυνατή την παραγωγή του πλούτου, αν όχι περισσότερο οπωσδήποτε εξίσου με το κεφάλαιο. Κατά δεύτερο, δεν είναι δυνατόν η εργασία, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ζωής μας ως κοινωνικά όντα και όπου δαπανάμε μεγάλο μέρος της ζωής μας, να υπόκειται τη μονοπώληση της διαφέντευσής της από τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Χρειάζεται στη δομή των επιχειρήσεων να εκπροσωπηθεί εξίσου ο κόσμος της εργασίας: οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες που επενδύουν το σώμα τους, την ψυχή τους, τη ζωή τους, καθημερινά στη δουλειά τους. Πρέπει η διακυβέρνηση των επιχειρήσεων να απαιτεί κάτι σαν διπλή πλειοψηφία, με έγκριση από ένα σώμα που θα αντιπροσωπεύει τους εργαζόμενους και από το σώμα που θα εκπροσωπεί τους μετόχους και τους ιδιοκτήτες. Ο καθορισμός των εταιρικών στρατηγικών παραείναι σημαντικά θέματα για να μείνουν στα χέρια των μετόχων. Τα εργοστασιακά συμβούλια που δημιουργήθηκαν μεταπολεμικά καθώς και οι μορφές συνδιοίκησης που εφαρμόστηκαν σε κάποιες χώρες (Γερμανία, Σκανδιναβία), αν και αποτέλεσαν κρίσιμο βήμα για να δοθεί φωνή στους εργαζομένους, έχουν πολύ περιορισμένη φωνή και απέτυχαν στο να αποτρέψουν τις κυρίαρχες εταιρικές στρατηγικές, καταστροφικές τόσο για την εργασία όσο και για το περιβάλλον.

Η αύξηση των μισθών είναι κάτι σημαντικό, αλλά δεν αρκεί για να προωθηθούν οι αλλαγές που χρειάζονται. Όσο η εταιρική δομή γέρνει μονόπαντα προς το κεφάλαιο, το δίπολο πλανήτης-εργασία θα υφίστανται τις συνέπειες μιας καταστροφικής κυριαρχίας, κάτι που φάνηκε τόσο καθαρά με την επιδημία. Οι κορονοϊοί παράγονται από την εξάντληση του εδάφους και τη συνεχή απομείωση των ζωτικών χώρων της άγριας ζωής μέσα από την εμπορευματοποίηση. Από την άλλη, τα νοσοκομεία αναπτυγμένων χωρών δεν είχαν μάσκες, αναπνευστήρες και νοσηλευτικό προσωπικό, διότι μέσω του outsourcing οι μάσκες είχαν φύγει από τη χώρα, αφού το νέο δημόσιο μάνατζμεντ 20 χρόνια τώρα έχει μετατρέψει τα νοσοκομεία σε ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν με βάση εταιρικά πρότυπα, ενώ το νοσηλευτικό προσωπικό –παρά τις κινητοποιήσεις– παρέμεινε κακοπληρωμένο, παραγνωρισμένο και συνεχώς μειούμενο, κάτω από τις κραυγές «λιγότερο δημόσιο, λιγότερο δημόσιο».

Θέλω να κλείσω λέγοντας ότι χρειάζεται να κινητοποιηθούμε για ένα άλλο μοντέλο παραγωγής εργασίας και κατανάλωσης που θα τοποθετεί τα χρήσιμα και κοινά αγαθά πάνω από την ιδιωτική συσσώρευση κερδών. Αυτός ο αναπροσανατολισμός θα δημιουργήσει εργασίες που έχουν νόημα, κυρίως σε τομείς που σήμερα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, αλλά και στους κλάδους που θα αναπτύξει η οικολογική μετάβαση. Ένα εναλλακτικό μοντέλο παραγωγής και εργασίας θα πρέπει να βασίζεται σε εναλλακτικούς δείκτες για την ανθρώπινη πρόοδο, δείκτες οικολογικούς, κοινωνικούς, υγείας, δημοκρατίας. Σε αυτή την κατεύθυνση, κυκλοφόρησε στις 16 Μαΐου, μεταφρασμένο σε 25 γλώσσες, των ελληνικών συμπεριλαμβανομένων, πολιτικό κάλεσμα με τίτλο «Εκδημοκρατισμός, Αποεμπορευματοποίηση, Απορρύπανση», με την υπογραφή 3.000 ερευνητών και ερευνητριών από όλο τον κόσμο, κατά βάση ακαδημαϊκών από 650 πανεπιστήμια, σε 31 χώρες. Το κείμενο αυτό με τις 3.000 υπογραφές δημοσιεύτηκε την ίδια ημέρα σε 36 εφημερίδες, μεταξύ των οποίων οι πολύ έγκριτες Le Monde και Guardian, ενώ και στην Ελλάδα δημοσιεύτηκε την Κυριακή 24 Μαΐου στην ΕΠΟΧΗ. Το κείμενο κυκλοφορεί και συνεχίζει να υπογράφεται3 και να διαδίδεται με στόχο να γίνει πολιτικό εργαλείο, χρήσιμο στους κοινωνικούς δρώντες.

 

Το κείμενο αποτελεί παρέμβαση στη διαδικτυακή εκδήλωση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς «Ο κόσμος της εργασίας την ‘επόμενη μέρα’ μετά την πανδημία».

 

1 David Graeber, 2018, Bullshit Jobs, Place des libraries.

2 Pierre Rimbert, «De la valeur ignoree des métiers», Le Monde Diplomatique, Mάιος 2020.

3 https://democratizingwork.org/

 

Η Γεωργία Πετράκη είναι καθηγήτρια Παντείου, Διευθύντρια Σπουδών Φύλου

Πηγή: Η Αυγή