Macro

Τα αδιέξοδα της βιοπολιτικής διαχείρισης της πανδημίας

Η επιβολή της ρευστότητας και της διαρκούς ανασφάλειας ως εργαλείων κοινωνικής διαχείρισης των κρίσεων έχει αναλυθεί επαρκώς από σημαντικούς στοχαστές –Μισέλ Φουκό, Ιβάν Ιλιτς, Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Τζόρτζιο Αγκάμπεν κ.ά.– οι οποίοι έχουν περιγράψει αναλυτικά το πώς οι μετανεωτερικές πολιτικές της συρρίκνωσης του κράτους δικαίου, η ρευστότητα της οικονομίας, η αποδόμηση των δημοκρατικών θεσμών αποτελούν τις «παράπλευρες απώλειες» του κυρίαρχου «πνεύματος των καιρών», που, από τα μέσα του 20ού αιώνα, τείνει να εκδηλώνεται ως γενικευμένη ανασφάλεια και αβεβαιότητα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής, ιδιωτικούς και κοινωνικούς.

 

Με αφορμή την πρόσφατη ελληνική μετάφραση του τελευταίου βιβλίου του Τζόρτζιο Αγκάμπεν, με τον προκλητικό τίτλο «Πού βρισκόμαστε: Η επιδημία ως πολιτική», θα παρουσιάσουμε τα επιχειρήματα του διάσημου Ιταλού πολιτικού φιλοσόφου κατά της ιατρικοποίησης του ανθρώπινου βίου και άρα κατά της αυτοκαταστροφικής βιοπολιτικής που ακολουθούν οι δυτικές κυβερνήσεις ενάντια στην απειλή του κορονοϊού.

H εισβολή του νέου κορονοϊού στη ζωή μας, πριν από έναν χρόνο, έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή στην ανθρώπινη ιστορία επιβολή ιατρικών παρεμβάσεων και απαγορεύσεων για την αντιμετώπισή του, με ορατά πια τα πολύ σοβαρά κοινωνικά, οικονομικά και ανθρωπιστικά προβλήματα που δημιουργούν τέτοιες ακραίες ιατρικές πρακτικές. Πρόκειται, όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, για την αντιμετώπιση της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης μέσω αποκλειστικά της ιατρικής διαχείρισης-αστυνόμευσης της ανθρώπινης ζωής συνολικά (Βλ. «Εφ.Συν.», 06.02.2021).

Οταν, μάλιστα, όπως στην περίπτωση της επιδημίας του νέου κορονοϊού, η «υγεία» των ανθρώπων αναδεικνύεται σε πρωταρχικό αντικείμενο διαχείρισης από την ιατρικοποιημένη πολιτική εξουσία, τότε παύει να αποτελεί ατομικό δικαίωμα και μετατρέπεται σε κοινωνική υποχρέωση των ανθρώπων.

Σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις, η Ιατρική αναλαμβάνει κοινωνικές υποχρεώσεις που σαφώς υπερβαίνουν τις παραδοσιακές αρμοδιότητές της και οι ιατρικές πρακτικές λειτουργούν όχι ως θεραπεία αλλά ως εργαλείο ελέγχου της ατομικής και κοινωνικής ζωής των ανθρώπων, οι οποίοι και αντιμετωπίζονται πλέον σαν «ασθενείς». Αυτή η σχετικά πρόσφατη κοινωνικοπολιτική πρακτική περιγράφεται συνήθως ως «ιατρικοποίηση», επειδή συνεπάγεται την άτυπη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων και των εφαρμογών της Ιατρικής σε πεδία της ανθρώπινης ζωής που, μέχρι χθες, δεν εντάσσονταν στη δικαιοδοσία της.

Το να αποδίδει, ωστόσο, κανείς ιατρικό χαρακτήρα σε ορισμένες προβληματικές ή «μη κανονικές» ανθρώπινες συμπεριφορές –ατομικές και συλλογικές– σημαίνει αυτομάτως ότι οφείλει να τις αντιμετωπίζει ως «νόσους», δηλαδή ως παθολογικά φαινόμενα που μόνο ιατρική «θεραπεία» επιδέχονται.

Οι «σκανδαλώδεις» πολιτικές απόψεις του Τζόρτζιο Αγκάμπεν

Ισως η ριζοσπαστικότερη αμφισβήτηση της ιατρικοποίησης, ως κυρίαρχης πολιτικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση τόσο της πλανητικής επιδημίας της νόσου Covid-19 όσο και της σοβαρής υγειονομικής κρίσης που αυτή συνεπάγεται, έχει διατυπωθεί από τον κορυφαίο Ιταλό πολιτικό φιλόσοφο Τζόρτζιο Αγκάμπεν (Giorgio Agamben), ο οποίος, επί έναν χρόνο, δεν έπαψε να καταγγέλλει δημόσια όχι μόνο την εμφανή αναποτελεσματικότητα των υγειονομικών απαγορεύσεων, αλλά και τις αδιαφανείς κοινωνικές συνέπειες που προκύπτουν από την καθολική ιατρικοποίηση της πολιτικής.

Οι ιδιαίτερα προκλητικές αναλύσεις και οι αμφιλεγόμενες κριτικές θέσεις που διατύπωσε ο Αγκάμπεν τον προηγούμενο χρόνο (από τις 26.02.2020 μέχρι τις 23.11.2020) σχετικά με την κυρίαρχη βιοπολιτική διαχείριση της πανδημίας, συγκεντρώθηκαν από τον ίδιο σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανθολογία κειμένων και συνεντεύξεων με γενικό τίτλο «Πού βρισκόμαστε; Η επιδημία ως πολιτική», ένα βιβλίο που μεταφράστηκε πρόσφατα και στα ελληνικά (βλ. ειδικό Πλαίσιο). Το συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάγνωση αυτών των κειμένων είναι ότι η μαζική ανασφάλεια για την ανεξέλεγκτη διάδοση της νόσου Covid-19 και ο φόβος μόλυνσης από τον νέο κορονοϊό έχουν οδηγήσει σε έναν άνευ προηγουμένου ολοκληρωτικό έλεγχο της ζωής των ανθρώπων.

Γιατί, όμως, τέτοια ακραία μέτρα περιορισμού των ανθρώπινων ελευθεριών έγιναν τόσο πρόθυμα και μαζικά αποδεκτά και πώς, τελικά, νομιμοποιείται μια τόσο καινοφανής βιοπολιτική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης; Η απάντηση του Αγκάμπεν σε αυτά τα δυο αποφασιστικά ερωτήματα είναι: μετατρέποντας, μέσω της ιατρικοποίησης, την πρόσκαιρη «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» λόγω της επιδημίας σε μια μόνιμη και τεχνητά ανατροφοδοτούμενη «κατάσταση εξαίρεσης», στη διάρκεια της οποίας οι πολίτες υποχρεώνονται, διά νόμου, να ζουν σε ένα αδιάλειπτο καθεστώς φόβου για το παρόν και πανικού για το μέλλον.

Πάντως, αποφασιστικό ρόλο στη μαζική αποδοχή αυτής της πολιτικής, έπαιξε από την αρχή και εξακολουθεί να παίζει η συστηματική καλλιέργεια του φόβου από τα ΜΜΕ, τα οποία προβάλλοντας επιστημονικά ανεπιβεβαίωτες και συχνά ασαφείς πληροφορίες σχετικά με την ιογενή απειλή συμβάλλουν όχι μόνο στη συντήρηση αλλά και στη διόγκωση του υγειονομικού φόβου.

«Από επιστημονική άποψη, είναι προφανές, για παράδειγμα, ότι το να ανακοινώνεται ένας αριθμός εκλιπόντων, χωρίς να συσχετίζονται με την ετήσια θνησιμότητα κατά την αντίστοιχη περίοδο και χωρίς να προσδιορίζεται η πραγματική αιτία θανάτου, δεν έχει κανένα νόημα. Και όμως, αυτό ακριβώς γίνεται καθημερινά δίχως να φαίνεται ότι το αντιλαμβάνεται κανείς», όπως γράφει ο Αγκάμπεν στο κείμενό του «Περί του αληθούς και του ψεύδους».

Στο συγκεκριμένο κείμενο καυτηριάζει την εξόφθαλμα αντιεπιστημονική συνήθεια των ΜΜΕ –αλλά και ορισμένων «ειδικών»– να παραθέτουν κάποιους εντυπωσιακούς –αλλά στατιστικά ατεκμηρίωτους– αριθμούς νεκρών ή νέων μολύνσεων από τη νόσο Covid. Χωρίς δηλαδή να συσχετίζουν σαφώς αυτούς τους αριθμούς με την ετήσια θνησιμότητα από άλλες σχετικές ασθένειες ή, έστω, με το ακριβές ποσοστό θανάτων στο σύνολο των φορέων του κορονοϊού σε ένα σαφώς προσδιορισμένο δείγμα πληθυσμού!

Ετσι, η συστηματική παραπληροφόρηση από τα ΜΜΕ για τους δήθεν υπερβολικούς κινδύνους που εγκυμονεί η πιθανή μόλυνση από τον κορονοϊό, σε συνδυασμό με την ευκολία με την οποία οι τρομοκρατημένοι πολίτες αντιδρούν σε αυτές τις ασαφείς «πληροφορίες», παραχωρώντας «οικειοθελώς» τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες και τα δικαιώματά τους, μας αποκαλύπτει πολλά για τις ιδιαίτερα καταστροφικές κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις που έχει η ψευδοϊατρική διαχείριση των φοβικών μας αντιδράσεων.

Πάντως, η καλλιέργεια αυτού του κλίματος γενικευμένης ανασφάλειας και ρευστότητας, ευνοεί συνήθως τις πιο συντηρητικές «επιλογές» των πολιτών, οι οποίοι, κατάλληλα τρομοκρατημένοι, στρέφονται σε πιο αντιδραστικές πολιτικές, που τους υπόσχονται δημαγωγικά ασφάλεια και σταθερότητα, με αντίτιμο, βέβαια, τη «θυσία» κάποιων συστηματικά απαξιωμένων κοινωνικών, εργασιακών δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών τους.

Το ψευδές δίλημμα ανάμεσα στην υγεία και την ελευθερία

Κατά τη διάρκεια της πανδημικής εξάπλωσις του κορονοϊού, που συνοδεύτηκε από μια πρωτοφανή αναστολή των συνταγματικών ελευθεριών και των στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων των περισσότερων ανθρώπων, η πλειοψηφία των διανοούμενων επέλεξε να σιωπήσει για να μη δημιουργήσει επιπρόσθετα προβλήματα στην ήδη υπερβολικά τρομοκρατημένη ανθρωπότητα.

Επί έναν χρόνο, οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχτηκαν, στο όνομα της προστασίας από τον κορονοϊό, να παραμένουν υποχρεωτικά έγκλειστοι στα σπίτια τους, να εργάζονται διαδικτυακά, να θυσιάσουν τις στοιχειώδεις ανθρώπινες ανάγκες τους για κοινωνικότητα, π.χ. να μην προσφέρουν τις καθιερωμένες ταφικές τελετές στα αγαπημένα τους πρόσωπα που πέθαναν κατά τη διάρκεια του λοκντάουν και να στερήσουν τη σχολική και κοινωνική παιδεία από τα παιδιά τους.

Οσοι, όμως, όπως ο Αγκάμπεν, επέλεξαν να εκφράσουν δημόσια τους φόβους τους και να δικαιολογήσουν τις αγωνίες τους για το μέλλον της ελευθερίας και της δημοκρατίας, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και στη «μετά την πανδημία» πραγματικότητα, κατηγορήθηκαν ως συνωμοσιολόγοι, που εθελοτυφλούν και αρνούνται πεισματικά να αποδεχτούν την αναγκαιότητα πολλών από τα ακραία κατασταλτικά μέτρα που πάρθηκαν πλανητικά για την προστασία των ανθρώπων από την απειλή του κορονοϊού.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη στάση του Αγκάμπεν, αυτή δεν αρνείται για ορισμένες επισφαλείς ανθρώπινες ομάδες την ανάγκη προστασίας τους από την απειλή της νέας μολυσματικής νόσου, ούτε και την αναγκαιότητα υιοθέτησης και τήρησης κάποιων εύλογων, δηλαδή αποτελεσματικών, υγειονομικών μέτρων.

Το ερώτημα, αντίθετα, που θέτει σε όλα τα σχετικά κείμενα και τις συνεντεύξεις του είναι: Μέχρι ποιο σημείο είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε τις ιδιαίτερες ανθρώπινες ανάγκες μας στο όνομα της «γυμνής ζωής»; Με άλλα λόγια: Είμαστε διατεθειμένοι να επιβιώσουμε, πάση θυσία, με τίμημα ωστόσο την απώλεια όλων εκείνων των στοιχείων που δίνουν νόημα στη ζωή μας και την καθιστούν ανθρώπινη;

Οπως είδαμε, την προηγούμενη εβδομάδα, οι «αιρετικές» και «σκανδαλώδεις» ιδέες του Αγκάμπεν περί βιοπολιτικής έχουν μια μακρά φιλοσοφική ιστορία και συνδέονται άμεσα με το πρωτοποριακό έργο του Μισέλ Φουκό και του Ιβάν Ιλιτς, τις βασικές ιδέες των οποίων θα διευρύνει και επικαιροποιήσει ο Αγκάμπεν.

Για παράδειγμα, στο βιβλίο του «Η χρήση των σωμάτων» (2014) που, δυστυχώς, δεν έχει ακόμη μεταφραστεί στα ελληνικά, υποστηρίζει ότι η βιοπολιτική εξουσία, σήμερα, δεν έχει άλλη μορφή νομιμοποίησης παρά μόνον την επίκληση κρίσιμων καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, τις οποίες και επικαλείται, συνεχώς και παντού, για να μπορεί να δρα ως εξουσία, ενώ ταυτοχρόνως εργάζεται, μυστικά και αδιάλειπτα, για να παράγει νέες καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης.

Ενα διαφωτιστικό εξηγητικό σχήμα, που εφαρμόζει αδιάλειπτα ο Αγκάμπεν για την κατανόηση των εμφανώς ανορθολογικών και αντιεπιστημονικών στρατηγικών που, εδώ και έναν χρόνο, υιοθετούνται πλανητικά για την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Ταυτόχρονα, όμως, η επιβολή της ιατρικοποίησης ως μοναδικής στρατηγικής για την επίτευξη της «βιοασφάλειας» όχι μόνο ενισχύει αλλά και διευρύνει την πανδημία του φόβου, που νομιμοποιεί, εξαρχής, τη συγκεκριμένη βιοπολιτική.


Δύο βιβλία του Αγκάμπεν για τη νέα βιοπολιτική

Ο Giorgio Agamben θεωρείται ένας από τους πιο δημιουργικούς και σημαντικούς εκπροσώπους της ιταλικής Φιλοσοφίας και πολιτικής θεωρίας. Γεννήθηκε στη Ρώμη το 1942 και σπούδασε Νομικά και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, όπου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή, πάνω στη σκέψη της Γαλλίδας φιλοσόφου και πολιτικής ακτιβίστριας Σιμόν Βέιλ. Επί δεκαετίες επιμελητής της πλήρους ιταλικής έκδοσης των Απάντων του Walter Benjamin.

Τη δεκαετία του 1960 υπήρξε μαθητής του Martin Heidegger και συμμετείχε ενεργά στα σεμινάρια του Heidegger πάνω στον Hegel και τον Ηράκλειτο. Δίδαξε σε σημαντικά Πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής. Σε διαρκή διάλογο με το έργο των Guy Debord, Gilles Deleuze, Michel Foucault και Walter Benjamin, συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάδειξη των πολύπλοκων μηχανισμών της σύγχρονης βιοπολιτικής. Αποφασιστική σημασία στη σκέψη του έχουν οι έννοιες «κατάσταση εξαίρεσης», «μορφή ζωής», «homo sacer» και «βιοασφάλεια».

Οι «Μηχανές του Νου» έχοντας ήδη παρουσιάσει κάποια σημαντικά βιβλία του, επέλεξαν, σήμερα, δυο νέες ελληνικές εκδόσεις που διαφωτίζουν τις «αιρετικές» απόψεις του Αγκάμπεν για την ανθρωπογενή πανδημία του κορονοϊού.

Μέσα χωρίς σκοπό
Σημειώσεις για την πολιτική και Τι είναι διάταξη

Μτφρ. και επιμ. Αθηνά Παπαναγιώτου και Θάνος Ζαρταλούδης,
εκδ. «Νήσος», σελ. 148

Πρόκειται για μια καλομεταφρασμένη και επιμελημένη συλλογή δοκιμίων που στοχεύουν στην κατανόηση των νοητικών προϋποθέσεων για την εμφανή πια «έκλειψη της πολιτικής», όπως τη βιώνουμε σήμερα, αλλά και μια προσπάθεια συστηματικής αποτίμησης των δυνατότητων μιας κοινότητας που θα αναλάμβανε το εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα μιας διαφορετικής ηθικοπολιτικής χειρονομίας.

Το πιο πρόσφατο δοκίμιο, με τίτλο «Τι είναι μια διάταξη», δημοσιεύτηκε το 2006 στα ιταλικά ως αυτόνομο βιβλίο, ενώ τα υπόλοιπα δοκίμια, γραμμένα όλα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, που είχαν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά ή στον ημερήσιο Τύπο, αποτέλεσαν τελικά το 1996 τη συλλογή «Μέσα χωρίς σκοπό: Σημειώσεις για την πολιτική».

Αν και τα κείμενα γράφτηκαν αρκετά χρόνια πριν, η πρόσφατη ελληνική έκδοση επιβεβαιώνει την εντυπωσιακή αναλυτική διαύγεια και την ιδιαίτερα αναζωογονητική επίδραση της φιλοσοφίας του Τζόρτζιο Αγκάμπεν.

Στο βιβλίο «Μέσα χωρίς σκοπό: Σημειώσεις για την πολιτική», ο Αγκάμπεν παρουσιάζει και αναπτύσσει συστηματικά μια σειρά από κεντρικές φιλοσοφικές-πολιτικές έννοιες, όπως «η γυμνή ζωή», «η μορφή ζωής», «η κατάσταση εξαίρεσης ως το παράδοξο της κυριαρχίας», «το στρατόπεδο ως ο νόμος της νεωτερικότητας», «η κοινότητα που έρχεται», η εμπειρία της «γλωσσικής ύπαρξης», οι οποίες, εδώ και τρεις δεκαετίες, αποτελούν τα κεντρικά θέματα μιας σειράς βιβλίων του.

Αυτά τα συνοπτικά, αλλά πυκνά σε πρωτότυπες ιδέες, κείμενα, καθώς και η συμπερίληψή στην ελληνική έκδοση του δοκιμίου για την έννοια της διάταξης προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία εξοικείωσης με τη σκέψη ενός δημιουργικού σύγχρονου φιλοσόφου και ιδιαιτέρως ανατρεπτικού πολιτικού στοχαστή.

Giorgio Agamben
Πού βρισκόμαστε; Η επιδημία ως πολιτική

Μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς και Τάσος Θεοφιλογιαννάκος,
επιμ. Γιώργος Πινακούλας,
εκδ. «Αλήστου Μνήμης», σελ. 142

Πρόκειται για την περίφημη ανθολογία των κειμένων που ο Αγκάμπεν έγραψε από την αρχή της πανδημίας μέχρι το τέλος του πρώτου έτους της πανδημίας, μια σειρά από εντυπωσιακά κείμενα πολεμικής ενάντια στην άκρως καταστροφική βιοπολιτική που έχει επιβληθεί στους ανθρώπους και στοχεύει μάλλον στη χειραγώγηση τους, παρά στην εξάλειψη της απειλής του κορονοϊού.

«Θα λέγαμε ότι οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πλέον σε τίποτα, πέρα από τη γυμνή βιολογική ύπαρξη, που πρέπει να διασωθεί με οποιοδήποτε κόστος. Ομως, πάνω στον φόβο μήπως χάσουμε τη ζωή μας μπορεί να θεμελιωθεί μόνο μια τυραννία, μόνο ο τερατώδης Λεβιάθαν με το ξεγυμνωμένο σπαθί του.

»Γι’ αυτό –όταν η έκτακτη ανάγκη, η πανούκλα, κηρυχτεί λήξασα, αν κηρυχτεί– δεν πιστεύω ότι, τουλάχιστον για όσους έχουν διατηρήσει μια ελάχιστη διαύγεια, θα είναι δυνατό να επιστρέψουμε να ζούμε όπως πριν. Και αυτό είναι ίσως σήμερα το πλέον απελπιστικό πράγμα – αν και, όπως έχει ειπωθεί, «μόνο για όσους δεν έχουν πλέον ελπίδα έχει δοθεί η ελπίδα», γράφει ο Αγκάμπεν σχολιάζοντας πικρόχολα την εντυπωσιακή παθητικότητα και τη μη κριτική πολιτική στάση των περισσότερων ανθρώπων στις δυτικές κοινωνίες απέναντι στις αναποτελεσματικές και απάνθρωπες επιταγές της πολιτικής εξουσίας.

«Οπως σε όλες τις περιόδους έκτακτης ανάγκης […] θα ξαναδούμε ανίδεους να συκοφαντούν τους φιλόσοφους και απατεώνες να γυρεύουν τρόπο να επωφεληθούν από τις συμφορές που οι ίδιοι έχουν προκαλέσει. Ολα αυτά έχουν ήδη συμβεί και θα εξακολουθήσουν να συμβαίνουν, αλλά εκείνοι που μαρτυρούν για την αλήθεια, δεν θα σταματήσουν να το κάνουν, γιατί κανένας δεν μπορεί να μαρτυρήσει για τον μάρτυρα», όπως ο ίδιος εξομολογείται στους αναγνώστες του.

Σπύρος Μανουσέλης

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών