Καθώς οι κεντρικοί τραπεζίτες, οι υπουργοί Οικονομικών και οι υπεύθυνοι χάραξης κυβερνητικής πολιτικής βρίσκονται ήδη στην ετήσια συνάντησή τους στο Τζάκσον Χολ του Ουαϊόμινγκ (24-26 Αυγούστου 2017), το βασικό τους θέμα είναι εάν οι κύριες κεντρικές τράπεζες στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη θα συνεχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια φέτος.
Αλλά και πότε οι τρεις μεγάλες κεντρικές τράπεζες (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Τράπεζα της Αγγλίας) θα αρχίσουν να πωλούν τους ισολογισμούς των 9,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που συγκέντρωσαν από την τραπεζική κρίση του 2008-09.
Ωστόσο, το πλέον θεμελιώδες ερώτημα -το οποίο δεν συζητείται ούτε από τους κεντρικούς τραπεζίτες ούτε από τους ακαδημαϊκούς- είναι: Ποιες είναι οι πιθανές συνέπειες των περαιτέρω άμεσων αυξήσεων των επιτοκίων ή/και της έναρξης των μειώσεων των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών;
Η υπόθεση είναι ότι οι αυξήσεις αυτές των επιτοκίων, καθώς και οι πωλήσεις, θα έχουν ελάχιστες αρνητικές επιπτώσεις. Θα είναι όμως έτσι;
Οι κεντρικές τράπεζες σε Ευρώπη και ΗΠΑ, προφανώς εσφαλμένα, προέβλεπαν το 2008 ότι οι τεράστιες ενέσεις ρευστότητας και τα μηδενικά επιτόκια θα τους επέτρεπαν να επιστρέψουν στους προ κρίσης ρυθμούς αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ.
Σήμερα πρόκειται να επαναλάβουν ένα παρόμοιο σφάλμα, καθώς υποθέτουν ότι η αύξηση των επιτοκίων και η ανάκληση της πλεονάζουσας ρευστότητας με την πώληση των ισολογισμών δεν θα έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία ή στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Πλέον, στα πρωτοσέλιδα του επιχειρηματικού Τύπου κυριαρχεί το αφήγημα ότι οι κεντρικές τράπεζες πρόκειται τώρα να πλεύσουν συλλογικά σε μια νέα κατεύθυνση, αυξάνοντας τα επιτόκια αναφοράς τους και εξαλείφοντας τους τεράστιους, φουσκωμένους ισολογισμούς τους.
Αλλά μη στοιχηματίζετε σε αυτό! Μπορεί να βρουν ότι τα επιτόκια δεν μπορούν να αυξηθούν πολύ περισσότερο και ότι οι ισολογισμοί δεν μπορούν να μειωθούν πολύ, ή και καθόλου, χωρίς να προκαλέσουν περαιτέρω επιβράδυνση της πραγματικής οικονομίας που εξακολουθεί να παρουσιάζει χρόνιες αδυναμίες.
Θυμίζουμε ότι οι ισολογισμοί των τριών μεγάλων τραπεζών ΗΠΑ και Ευρώπης είναι 9,8 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Οταν προστίθενται άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, όπως των Ελβετίας, Σουηδίας, Καναδά κ.ά., μετράμε πάνω από 10 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Και υπάρχει ο ισολογισμός της Τράπεζας της Ιαπωνίας, ύψους περίπου 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, και αυτός της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας με ακόμα περισσότερα.
Αρα, παγκοσμίως, οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών ξεπερνούν κατά πολύ τα 20 τρισεκατομμύρια δολάρια… και αυξάνονται συνεχώς.
Τι είναι όμως όλα αυτά τα χρήματα; Πρόκειται ουσιαστικά για τα επισφαλή δάνεια από τράπεζες, εταιρείες και ιδιώτες επενδυτές που μεταφέρθηκαν από τους ιδιωτικούς τους ισολογισμούς σε αυτούς των κεντρικών τραπεζών ως αποτέλεσμα των επί εννέα χρόνια ανακεφαλαιώσεων, μέσω ποσοτικής χαλάρωσης, δωρεάν χρήματος μηδενικού επιτοκίου και άλλων πολιτικών των κεντρικών τραπεζών.
Οι κεντρικές τράπεζες διαφύλαξαν το καπιταλιστικό σύστημα το 2008-09, μεταφέροντας τα κακά χρέη στον εαυτό τους. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 9 ετών, το ιδιωτικό σύστημα επιβαρύνθηκε με ακόμη μεγαλύτερο χρέος απ’ ό,τι το 2007.
Μπορούν οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες έχουν ήδη διογκωθεί με 20 τρισ. δολάρια, να ανακεφαλαιοποιηθούν και πάλι; Ιδού η απορία! Η προσπάθεια εκφόρτωσης των 20 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για να δοθεί περιθώριο για την επόμενη διάσωση, όπως προτείνουν τώρα οι κεντρικές τράπεζες, μπορεί να οδηγήσει στην επιδείνωση της επόμενης κρίσης. Ιδού και η αντίφαση.
Η προσπάθεια πώλησης τέτοιων τεράστιων συμμετοχών σε ισολογισμούς θα αποδειχθεί πολύ πιο τρομακτική απ’ ό,τι προβλέπουν οι κεντρικές τράπεζες.
Και η συντονισμένη αύξηση των επιτοκίων τους κινδυνεύει να προκαλέσει ακόμα μία ύφεση. Δεδομένου ότι η παγκόσμια οικονομία υπέστη σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές τις τελευταίες δεκαετίες, οι πολιτικές των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών καθίσταντο ολοένα και πιο αναποτελεσματικές όσον αφορά την τόνωση των πραγματικών επενδύσεων και της ανάπτυξης, συμβάλλοντας συγχρόνως και στην περαιτέρω χρηματοπιστωτική αστάθεια.
Δεν είναι η «Παγκόσμια Οικονομία» του παππού σας!
Μετά από οκτώ χρόνια κρίσης, κατά τα οποία θεραπεύαμε τα συμπτώματα και όχι τη νόσο, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει εθιστεί σε υπερβολικά χαμηλά επιτόκια και στη συνεχιζόμενη παροχή ρευστότητας στις κεντρικές τράπεζες.
Αυτό που άρχισε το 2008 ως ένα τεράστιο, συντονισμένο, τελικού σταδίου πείραμα των κεντρικών τραπεζών (δηλαδή το παγκόσμιο σχέδιο ανακεφαλαιοποίησής τους) εξελίχθηκε σε μια μάλλον μόνιμη επιδότηση των ιδιωτικών τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών συστημάτων από τις κεντρικές τράπεζες.
Το σύστημα έχει εθιστεί στο δωρεάν χρήμα. Και όπως όλοι οι εθισμοί, δεν ξεπερνιέται εύκολα.
Αυτό σημαίνει ότι τα σχέδια των κεντρικών τραπεζών να αυξήσουν τα επιτόκια τους αμέσως επόμενους μήνες πιθανότατα θα «βρουν τοίχο» πολύ πριν από τα ανακοινωθέντα επιτόκια στα οποία προσβλέπουν.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας, η Τράπεζα της Ιαπωνίας και άλλοι θα περιμένουν να δουν τι θα κάνει η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα μιας άλλης μείζονος καταστροφικής μετατόπισης και πειραματισμού στη νομισματική πολιτική. Δεν θα είναι σε θέση να αυξήσει τα επιτόκια, όπως έχει ανακοινώσει.
Ούτε θα είναι σε θέση να πωλήσει μεγάλο μέρος του τρέχοντος ισολογισμού της. Εν ολίγοις, οι κεντρικές τράπεζες θα εισέλθουν στην επόμενη ύφεση με περαιτέρω φουσκωμένους ισολογισμούς.
Αυτό που αποκαλύπτεται μετά τα οκτώ χρόνια κρίσης είναι ότι οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, με επικεφαλής την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, αυτοεγκλωβίστηκαν.
Η μαζική ρευστότητα που παρέχεται στα τραπεζικά τους συστήματα -κατασκευασμένη με μηδενικά επιτόκια και ποσοτική χαλάρωση- απέτυχε ακόμη και να διασώσει επαρκώς τις τράπεζές τους, πόσω μάλλον την πραγματική οικονομία!
Σήμερα, περισσότερα από 10 τρισεκατομμύρια δολάρια σε μη εξυπηρετούμενα τραπεζικά δάνεια εξακολουθούν να επικρέμανται επί των μεγάλων οικονομιών, παρά τα περισσότερα από 20 τρισεκατομμύρια δολάρια που προστέθηκαν στους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών τους τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας θα υποστηρίζουν βεβαίως το αντίθετο.
Θα υποσχεθούν ότι η οικονομία μπορεί να διατηρήσει περαιτέρω σημαντικές αυξήσεις των επιτοκίων και ότι μπορεί να αρχίσει να πωλεί τους ισολογισμούς της χωρίς σοβαρές αρνητικές συνέπειες.
Αλλά αυτοί είναι οι ίδιοι άνθρωποι που το 2008 υποσχέθηκαν ταχεία και ισχυρή ανάκαμψη από τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης και μηδενικών επιτοκίων, κάτι που ουδέποτε συνέβη!…
Στ’ αλήθεια, θέλει κανείς να αγοράσει τη γέφυρα του Μπρούκλιν; Γιατί νομίζω ότι προσπαθούν να την πουλήσουν κι αυτήν.
Ο Jack Rasmus είναι Αμερικανός, διδάκτωρ Πολιτικής Οικονομίας και συγγραφέας.
Μετάφραση – επιμέλεια: Νόρα Ράλλη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών