Micro

Με σύνθημά του την αλληλεγγύη

Παιχνίδια φτιαγμένα από παιδιά για παιδιά ή αλλιώς η καλλιτεχνική εκπαίδευση στην υπηρεσία της αισθητικής και της προσφυγιάς στον Μεσοπόλεμο

Με σύνθημά του την αλληλεγγύη στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας[1], ο πλέον δραστήριος και ριζοσπαστικός «φεμινιστικός» σύλλογος εκείνου του καιρού, ιδρύει την Παπαστράτειο Σχολή Παιχνιδιών και Διακοσμητικής[2] σε μια αθηναϊκή προσφυγογειτονιά[3]. Κύριά του μελήματα η επαγγελματική και κοινωνική αποκατάσταση των προσφυγόπαιδων[4], αγοριών και κοριτσιών, που λιμοκτονούν άνεργα (ή εργαζόμενα και υποπληρωμένα) και ανεπάγγελτα, προσφέροντάς τους ένα καινούριο επάγγελμα, ας το ονομάσουμε παιχνιδοποιία, και παράλληλα η δημιουργία καλλιτεχνικού «ελληνικού παιχνιδιού»[5]. Τα μέλη του Σ.Δ.Γ δυσανασχετώντας με την έλλειψη ικανών μέσων έκφρασης της παιγνιώδους δράσης/ανάγκης των παιδιών και την ύπαρξη απλώς άτεχνων αντιγράφων ξενικών προτύπων[6], ορίζουν, αξιολογώντας ιδιαίτερα την ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα, ως μέθοδο διδασκαλίας τις αρχές της νέας αγωγής και ως προοπτική της Σχολής την κατασκευή και τη διάδοση του αθύρματος, του παιδικού παιχνιδιού, δίνοντας στην εκπαιδευτική διαδικασία τρεις κατευθύνσεις: προσήλωση στην παράδοση, η οποία (αντι)γράφεται (και) από τα μουσεία των Αθηνών, και γόνιμη εισαγωγή των ευρωπαϊκών μοντέλων, υπό «το φάσμα του εκσυγχρονισμού[7]». Η κουλτούρα τους όμως μοιάζει να φιλτράρεται από «αναδυόμενα στοιχεία[8]»: Οι μαθητές διδάσκονται την κατασκευή κούκλας, τσίγκινου, ξύλινου και πάνινου αθύρματος[9], φτιάχνουν παιχνίδια με παραδοσιακά μοτίβα και υλικά, πρότυπα επιχώρια και ευρωπαϊκά, ως αντικείμενα βιοτεχνικά ή βιομηχανικά ενδεδυμένα με τη φορεσιά της τέχνης  και  γονιμοποιώντας τη φωνή πνευματικών και κοινωνικών ελίτ, παιδαγωγών (Γληνός, Παπαδημητρίου, Καραχρίστος), λαογράφων (Χατζημιχάλη), γιατρών (Δοξιάδης, Λαμπαδάριος) ανάγουν το παιχνίδι σε «ελληνοποιητικό» εργαλείο, εκσυγχρονιστικό μέσο και βιομηχανικό προϊόν.

Η Παπαστράτειος, σχολείο εργασίας και σχολείο εργατών, όπου η μάθηση γίνεται παιγνιώδης εργασία και το παιχνίδι διδακτικό αντικείμενο, κατασκευάζει κούκλες με εθνικές φορεσιές και «παραδοσιακά» παιχνίδια, αλλά και αντίγραφα της ακριβής ιταλικής Lenci και κούκλες κάρακτερ που αποτυπώνουν την αρ νουβό και την αρ ντεκό στον ευρωπαϊκό μεσοπόλεμο[10]. Παράλληλα φαίνεται ότι το μέσο του παιχνιδιού εκλαμβάνεται ως η νέα ύλη που θα «εκπολιτίσει» με τον καλλιτεχνικό του χαρακτήρα όλα τα ελληνόπουλα,[11] με την υιοθέτηση μιας εκλεπτυσμένης ελιτίστικης αντίληψης που αισθητικοποιεί το παιχνίδι –και το παιδί. Ανατίθεται στον Σπύρο  Βασιλείου, τον Αντώνη Σώχο, τον Κωστή Παπαχριστόπουλο (και σε άλλους Έλληνες καλλιτέχνες αλλά και σε ξένους ειδικούς στην κατασκευή παιχνιδιών) η εκπαίδευση των μαθητών, με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου ελληνικού πολιτισμικού προφίλ,. βασισμένου στην καλλιτεχνική μόρφωση, τον λαϊκό πολιτισμό και σε μια κοσμοπολίτικη αισθητική –ενώ δε λείπουν οι παραπομπές στην αρχαιότητα[12]. Ή, αλλιώς, η παράδοση, ο εκσυγχρονισμός, η «δομή της αίσθησης[13]», όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.

Με απλούστερα λόγια, στον Υμηττό του αττικού Μεσοπολέμου οι γυναίκες του Συνδέσμου ιδρύουν το Σχολείο των Παιχνιδιών, πρωτοποριακό και μοναδικό στην ελληνική ιστορία, ευφυές και ευφάνταστο στη σύλληψή του, καλλιτεχνικό στη δομή του, δυναμικό και ριζοσπαστικό ως προς τις αρχές του, πρότυπο και πειραματικό συνάμα, που σκοπεύει να χαρίσει στα παιδιά επάγγελμα, παιχνίδι (game) και παιχνίδια (toys). Αν δούμε τον χωρόχρονο εκείνο (προσφυγικό, οικονομική κρίση, εξαστισμός, εκβιομηχάνιση)  με τα μάτια των συγχρόνων του και όχι τα δικά μας, του παντογνώστη παρατηρητή που εγ/κρίνει με τα δεδομένα του δικού του καιρού, θα αντιληφθούμε ότι τα παιδιά μετά τον Μεγάλο πόλεμο έπρεπε και να δουλέψουν -τα περισσότερα ήταν ορφανά και μάλιστα πεντάρφανα- εφοδιασμένα, όπως επέβαλλαν οι αστικοί, καπιταλιστικοί κανόνες, με εξειδίκευση και τεχνογνωσία, αλλά και να παίξουν, όπως όριζαν οι νέες παιδαγωγικές και εκπαιδευτικές αντιλήψεις αλλά και η αλληλεγγύη που ενέπνεε τις γυναίκες –οι οποίες έφτιαξαν ένα σχολείο εργασίας για εργάτες. Στην Παπαστράτειο, το σχέδιο και η χειροτεχνία ως διαδικασίες για την κατασκευή παιχνιδιού, οι υπόλοιπες αρχές του νέου σχολικού ιδεότυπου και η θεωρία της παιγνιώδους εργασίας μετουσιώνουν τη δουλειά σε παιχνίδι. Οι μαθητές παίζουν δουλεύοντας και δουλεύουν παίζοντας. Και έτσι κανόνες, αντιλήψεις και αρχές σμίγουν και δημιουργούν παιχνιδοποιούς και γεννούν παιχνίδια ελληνικά (παραδοσιακά και μοντέρνα), καλλιτεχνικά.

Τα παιδιά διδάσκονται γεωμετρικό, ελεύθερο, διακοσμητικό και τεχνικό σχέδιο, πλαστική, τεχνολογία, ρυθμολογία, ιστορία της τέχνης, αλλά και ελληνικά, φυσικά, μαθηματικά, γαλλικά, υγιεινή, σωματική αγωγή, αγωγή του πολίτη, εμποριολογία[14]. πηγαίνουν εκδρομές, στην εξοχή, στο θέατρο, στον κινηματογράφο[15]. δημιουργούν αποτυπώνοντας τις εικόνες και τις εμπειρίες τους. εργάζονται ομαδικά υπό την καθοδήγηση των δασκάλων τους[16]. και φτιάχνουν παιχνίδια. παιχνίδια που η αναγόρευσή τους σε παιδαγωγικό, εκπολιτιστικό εργαλείο, σε αγωγό μοντέρνων ιδεών και πατροπαράδοτων αξιών και σε προσοδοφόρο, ευέλικτο, πρακτικό επιτήδευμα, υπηρετεί το κοινωνικό αίτημα για τη φροντίδα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας.

Ο Σ.Δ.Γ., θεραπεύοντας και τον Μεσοπόλεμο και το παιδί του, και την αλληλεγγύη επίσης, συμβάλλει μέσω της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης χωρίς έμφυλα κριτήρια στην αστικοποίηση και την εκβιομηχάνιση (αισθητικοποιώντας το φολκλορικό, οικειοποιούμενος το ξενικό) και ευνοεί την κάλυψη της παιδικής ηλικίας χρησιμοποιώντας (με τον ευρηματικά χαριτωμένο τρόπο της παιγνιώδους εργασίας) το παιδί για το παιδί. Ή αλλιώς, κατά τη γνώμη του καλλιτεχνικού διευθυντή της Σχολής (Ζαχαρία Παπαντωνίου)

 

τα μαστορόπουλα της Παπαστρατείου, παιδιά του λαού, παιδιά του δρόμου πολλές φορές, αφού έγιναν χρήσιμοι άνθρωποι στην σχολή, στέλνουν με τις έξυπνες επινοήσεις των, τη σπινθηροβολίαν των στα παιδιά φτωχών και πλουσίων. Η μοναδική μας στο είδος της σχολή δεν χρειάζεται καλλίτερο εγκώμιο ή καλλίτερη προφητεία για το μέλλον της[17].

 

Και ο Παπαντωνίου και ο Σ.Δ.Γ είχαν δίκιο –αλλά διαψεύστηκαν. Το σχολείο ήταν πράγματι πρότυπο και πειραματικό, οι άνθρωποι εμπνευσμένοι, τα σχέδια μεγαλόπνοα, το πείραμα όμως, μολονότι επιτυχημένο[18], κράτησε λίγο. Τελειώνοντας η επόμενη δεκαετία οι πειραματισμοί έληξαν και η Σχολή Παιχνιδιών μετατράπηκε σ’ ένα συμβατικό, τεχνικό σχολείο[19].

Όμως, είπαμε, ας μη χρησιμοποιούμε εσωτερική εστίαση. Ἠ, ας το κάνουμε διακριτικά, δηλώνοντας απλώς ότι οι άνθρωποι που συνέλαβαν την ιδέα, ίδρυσαν και στήριξαν στα πρώτα της χρόνια τη Σχολή ήταν η Μαρία Σβώλου, η Αγνή Ρουσσοπούλου, ο Δημήτρης Γληνός και ας αφήσουμε σ΄ αυτούς τις συνυποδηλώσεις…

 

 

[1] Για τον Σ.Δ.Γ, τα μέλη και τη δράση του/ς δες: Δήμητρα Σαμίου, «Οι Ελληνίδες 1922-1940 -Κοινωνικά ζητήματα και φεμινιστικές διεκδικήσεις» στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 7. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, και Τα πολιτικά δικαιώματα των Ελληνίδων 1864-1952 –Ιδιότητα του πολίτη και καθολική ψηφοφορία, ΕΙΕ ΙΙΕ ΤΝΕ-130, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2013, καθώς και Έφη Αβδελά –Αγγέλικα Ψαρρά, Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου –μια ανθολογία, Γνώση, Αθήνα 1985. Ο «Σύνδεσμος» εξέδιδε, από το 1923, τον Αγώνα της Γυναίκας, που είχε ως πρόταγμα την «Ισότητα στα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα των ανδρών και των γυναικών». Στο εξής παραπέμπεται ως Αγώνας, με το κεφαλαίο να δηλώνει το τεύχος και ο αριθμός τη σελίδα.

[2] Το άρθρο, στοιχεία της έρευνάς μου για την Παπαστράτειο Σχολή Παιχνιδιών και Διακοσμητικής, στηρίχτηκε κυρίως στα τεκμήρια του αταξινόμητου αρχείου της, τα οποία σήμερα φιλοξενούνται στο 1ο ΕΠΑΛ Υμηττού που στεγάζεται στο κτίριό της. Στο εξής: Αρχείο Π.Σ.Π.Δ.

[3]  Αρχείο Π.Σ.Π.Δ.

[4] Από τους πρώτους 28 αποφοίτους οι 27 είναι πρόσφυγες. Αρχείο Π.Σ.Π.Δ.

[5]  Ό.π.

[6]  Ό.π.

[7]  Παντελής Λέκκας, Το παιχνίδι με τον χρόνο – εθνικισμός και νεοτερικότητα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001, σ. 61-87.

[8] Raymond Williams, Κουλτούρα και Ιστορία, Αποστολίδου Βενετία (μτφρ.), Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1994, σ.  60.

[9]  Αρχείο Π.Σ.Π.Δ.

[10]  Αρχείο Π.Σ.Π.Δ.

[11]  Ό.π.

[12] Άννα  Παπαδημητρίου, «Από την εργασίαν των προσφύγων», στον Αγώνα…, ό.π., Α 12, 1924.

[13]  R. Williams, Κουλτούρα και Ιστορία…, ό.π., σ. 52.

[14] Αρχείο Π.Σ.Π.Δ.

[15] Ό.π.

[16] Ό.π.

[17] Ό.π.

[18] Ας αναφερθεί ενδεικτικά ότι το εργαστήριο της Σχολής, με εργάτες φυσικά τους αμειβόμενους μαθητές της, είχε διοχετεύσει στην αγορά από το 1932 ως το 1937 -τελευταίο χρόνο λειτουργίας του- σχεδόν 20.000 παιχνίδια.

[19] Η Παπαστράτειος με διάφορες αμφιέσεις και μεταμφιέσεις επιβιώνει ως τις μέρες μας. Βλ. και εδώ παραπάνω σημείωση 2.

 

Η Κρυσταλλία Μαρκάκη είναι υποψήφια διδάκτωρ Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου.