Ο προεκλογικός λόγος συνήθως εκπέμπεται «αφοριστικά». Και όσο πιο συντηρητικό είναι το κόμμα που τον εκφέρει τόσο αποφεύγεται η αναλυτική παρουσίαση των κεντρικών αρμών του προγράμματός του. Για παράδειγμα, ο όρος «ανάπτυξη» συχνά θεωρείται αυτονόητος, στο πλαίσιο κυρίως μιας εργαλειακής χρήσης που ευνοεί η γλώσσα των κρατικών θεσμών. Γι’ αυτό ακριβώς υποθάλπονται μορφές ταυτολογίας: για παράδειγμα ως «τοπικό αναπτυξιακό πρόγραμμα» συνήθως ορίζεται το «σύνολο αναγκαίων διαδικασιών για την αποτύπωση, ανάλυση και αξιοποίηση του τοπικού φυσικού και ανθρώπινου παράγοντα με κύριο στόχο τη διαμόρφωση αναπτυξιακών τάσεων της περιοχής προς επιθυμητές κατευθύνσεις, μέσω υλοποιήσιμων προγραμμάτων». Εκείνο προφανώς που απουσιάζει, δηλαδή η αποσαφήνιση των κριτηρίων της «ανάπτυξης» και ενός πολυσθενούς tertium comparationis, επιτρέπει στο λόγο να εκφέρεται ταυτολογικά και ιδίως να νομιμοποιεί την αναπαραγωγή εδραιωμένων προτύπων «ανάπτυξης». Επομένως, τώρα, ποια είναι τα κριτήρια αυτού του αναπτυξιακού γίγνεσθαι;
Είχε κάποτε γραφεί ότι τα «μέσα της εργασίας» αποτελούν το «βαθμόμετρο της ανάπτυξης της εργασιακής δύναμης του ανθρώπου» και τον «δείκτη» των κοινωνικών σχέσεων μέσα από τις οποίες αυτή διενεργείται. Αν ιδωθεί απομονωμένα αυτή η απόφανση, αναμφίλογα επιβάλλεται να εκληφθεί ως χοντροκομμένος οικονομισμός που τείνει να υπαγάγει το σύνολο των κοινωνικών διεργασιών στην εκάστοτε εξελικτική βαθμίδα των «παραγωγικών δυνάμεων». Όμως, εκτός από τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου υπάρχει, για παράδειγμα, ο τρίτος τόμος του ίδιου έργου που μνημονεύει το «βασίλειο της ελευθερίας» του «κοινωνικοποιημένου ανθρώπου», όπου η «ανάπτυξη των ανθρωπίνων δυνατοτήτων» υπολογίζεται ως «αυτοσκοπός» και συναρτάται με τη «σύντμηση της εργάσιμης μέρας». Ως προς το θέμα αυτό, ενδιαφέρουσα παραμένει η ανάλυση των Grundrisse και ιδίως η πρόταξη της «ατομικότητας» ως ενιαίου κριτηρίου των φάσεων της ιστορικής προόδου: η πρώτη αντιστοιχεί σε μια περιορισμένη μορφή «προσωπικών σχέσεων εξάρτησης», η δεύτερη στην «προσωπική ανεξαρτησία που θεμελιώνεται σε εξάρτηση πραγμάτων» και η τρίτη καθιστά δυνατή την «ελεύθερη ατομικότητα» που εδράζεται στην «καθολική ανάπτυξη των ατόμων και την υπόταξη της κοινοτικής, κοινωνικής παραγωγικότητας, ως κοινωνικής αξίας».
Η δέσμη των ερωτημάτων που θα μπορούσε να τεθεί αφορά στις ανάγκες, τις ικανότητες και τους θεσμούς για την ικανοποίησή τους με στόχο τη διασφάλιση της αυτονομίας των ανθρώπων. Από αυτήν την άποψη, η ιστορική ανάπτυξη των κοινωνιών θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με ενιαίο κριτήριο, δηλαδή πώς, με τον πολλαπλασιασμό των αναγκών ως τάσεις διεύρυνσης και εκλέπτυνσης, θα εξασφαλίζεται η αυτονομία και η επίτευξη της ατομικότητας. Ως προς το περίγραμμα της συλλογικής ευρυθμίας, αυτό εξαρτάται από μια διπλή δυνατότητα: να διευρύνεται συνεχώς ο κατάλογος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να εδραιώνονται, τουλάχιστον ταυτόχρονα, θεσμοί που τα κατοχυρώνουν. Η ανάγκη ως δικαίωμα συγκροτεί διαδοχικούς ομόκεντρους κύκλους, μέσα από τους οποίους συμφύρονται τα προς το ζην με τα προς το «ευ ζην». Έτσι, η τροφή και η ενδυμασία, η επιστήμη και η υγεία, η εκπαίδευση και η πληροφόρηση, η επικοινωνία και τα ταξίδια, ο υπό διάθεση χρόνος και η αισθητική συγκίνηση, το αίσθημα της κοινότητας και η χαρά της δημιουργίας, οι ευπρεπείς συνθήκες εργασίας και το λυκαυγές ή το λυκόφως σε καθαρή φύση, η αβίαστη παροχή δημοσίων υπηρεσιών και η συνεχιζόμενη εκπαίδευση, η πολιτιστική ιθαγένεια σε ένα «πολυ-πολιτιστικό» περιβάλλον, κ.λπ., συνθέτουν ένα πολύπλευρο δίκτυο δεικτών, στους οποίους η ποσοτική παράμετρος εμφανίζεται από υπολογίσιμη ως αμελητέα.
Ως «άσκηση» για τη φροντιστηριακή συνάντηση του απογεύματος έθεσα τα εξής ερωτήματα: η τυχόν «ανάπτυξη» με ποια θέσπιση «κινήτρων» συνοδεύεται; πόσους νόμους καταργεί ένας νέος «αναπτυξιακός νόμος»; τι προσκομίζει η «προσανατολισμένη» έρευνα; ποιοι «νέοι» εκπαιδευτικοί θεσμοί αναφύονται; πόσες νέες «αναπτυξιακές εταιρείες» καιροφυλαχτούν για την εκπόνηση «τοπικών αναπτυξιακών προγραμμάτων»; ποιες είναι οι θεσμικές αλλαγές που συντείνουν στην αναδιάρθρωση της εγχώριας οικονομίας; ποιος είναι ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους; τι δεν μπορεί να καταστεί «εκσυγχρονισμός»; πώς εδραιώνεται ένα πλαίσιο υπέρβασης της ταξικής και ετερόνομης κοινωνίας; οι τρόποι αντιμετώπισης των αναγκών, «πάγιων» και «καινοφανών», πώς επιτυγχάνεται;
** Το 31,5% είναι ποσοστό προοπτικής, έστω κι αν η ΝΔ νίκησε κι εμείς ηττηθήκαμε
** Η Προοδευτική Συμμαχία αποτέλεσε κυβερνητική πρόταση αλλά και περιεχόμενο πολιτικού προσανατολισμού
Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι Ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
Πηγή: Η Αυγή