Φαίνεται ότι δημιουργούνται δύο σχολές σκέψης για την επίδραση του Μπέρνι Σάντερς στην πολιτική σκηνή των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με την πρώτη σχολή, ο Μπέρνι έχασε την εκλογική μάχη, αλλά ο στρατός των οπαδών του μπορεί ακόμα να κερδίσει τον πόλεμο. Έχοντας καταφέρει να βγάλει την Αριστερά από το περιθώριο, και να κινητοποιήσει εκατομμύρια νέων ανθρώπων με την πρόσκλησή του για μια «πολιτική επανάσταση», η επίδραση του Σάντερς στα πολιτικά πράγματα μπορεί τελικά να αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερη από εκείνη άλλων πολιτικών που έγιναν πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό φαίνεται, μεταξύ άλλων, από την συντριπτική επιτυχία του Τζαμάαλ Μπόουμαν, του Τζαμπάρι Μπρίσπορτ, και άλλων υποψήφιων που εμπνέονται από τις απόψεις του Μπέρνι εις βάρος αντιπάλων τους τού κατεστημένου, στις πρόσφατες προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος. Η πολιτική επανάσταση συνεχίζει την πορεία της, αν και ο αξιοσέβαστος ηγέτης της αναγκάστηκε να παραδώσει τη σημαία της μάχης σε άλλους.
Η σαφέστερη, μέχρι στιγμής, έκφραση της δεύτερης σχολής σκέψης είναι εκείνη που υπάρχει στο τελευταίο άρθρο του Ρος Ντόουθατ (ΣτΜ: Ο Ντόουθατ είναι συντηρητικός, πολιτικός αναλυτής και συγγραφέας), που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα New York Times. Ο Ντόουθατ υποστηρίζει ότι το τεράστιο κύμα των διαμαρτυριών κατά της αστυνομικής βίας και της φυλετικής αδικίας είναι μια σαφής ένδειξη ότι ο Μπέρνι δεν έχασε απλώς το προεδρικό χρίσμα-έχασε και τη μάχη για το μέλλον της Αριστεράς. Κατ’ αυτόν, το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις έσπευσαν να φορέσουν τον μανδύα του συνθήματος «Οι ζωές των μαύρων έχουν αξία» δείχνει ότι η παλιομοδίτικη πολιτική του Μπέρνι ηττήθηκε από μια Αριστερά η οποία, σκόπιμα ή όχι, είναι ο «υπηρέτης της ολιγαρχίας, κάποιος που απλώς εκφράζει διαφορετικές απόψεις στα εταιρικά διοικητικά συμβούλια του ύστερου καπιταλισμού», και όχι ο νεκροθάφτης του. Το τμήμα ανθρώπινων πόρων μιας επιχείρησης ουδέποτε θα κολλούσε μια αφίσα με το σύνθημα «Feel the Bern» [Νοιώσε τη φλόγα]1 στην πόρτα του γραφείου του, αλλά δεν έχει πρόβλημα να μιλάει για διαφορετικότητα, μικροπαραβάσεις, ή σιωπηρό ρατσισμό.
Το επιχείρημα του Ντόουθατ πρέπει να το πάρουμε στα σοβαρά, γιατί επισημαίνει κάποιες πραγματικές και ανησυχητικές εξελίξεις. Η κριτική που ασκεί το άρθρο του στον εταιρικό αντιρατσισμό ως μια νέα μορφή μάνατζμεντ δεν είναι άστοχη. Το ίδιο ισχύει για τον κυνισμό του απέναντι σε επιχειρήσεις όπως η Άμαζον, η οποία χρησιμοποιεί το σύνθημα «είμαστε αλληλέγγυοι στους μαύρους υπαλλήλους μας», την ίδια στιγμή που στις αποθήκες της απολύει τους μαύρους εργάτες που συνδικαλίζονται. Οι σοσιαλιστές μπορούν να μπουν στον πειρασμό να δεχτούν τον ισχυρισμό του αρθρογράφου των New York Times ότι το κύμα των αντιρατσιστικών εκδηλώσεων είναι απολύτως εγκλωβισμένο στη λογική τoυ κοινωνικά και φυλετικά ευαίσθητου καπιταλισμού. Όμως, δεν πρέπει να τσιμπήσουμε στο δόλωμα.
Κάποιοι ιδεολογικά καταρτισμένοι συντηρητικοί, όπως ο Ντόουθατ, είναι σίγουρα ενήμεροι της κατά τα φαινόμενα ατέρμονης σύγκρουσης μεταξύ δύο αντιλήψεων για την άσκηση ριζοσπαστικής πολιτικής που, ελλείψει καλύτερων όρων, θα μπορούσαν να αποκληθούν, η μία «ταξικά προσανατολισμένη», και η άλλη «διαθεματική». Αυτοί οι συντηρητικοί θέλουν να δημιουργήσουν ένα ρήγμα στη νέα αμερικανική Αριστερά, ίσως ακόμα και να πάρουν με το μέρος τους ένα τμήμα του ταξικά προσανατολισμένου τμήματός της, αντιγράφοντας στοιχεία από το λεξιλόγιο και τις ανησυχίες του. Για να προφυλαχτούν από αυτόν τον κίνδυνο, οι σοσιαλιστές πρέπει να αποκτήσουν μια υλιστική κατανόηση του ρατσισμού και της καταστολής, και να την συνδυάσουν με μια οξυδερκή εκτίμηση των σημερινών προοπτικών της ταξικής πολιτικής. Το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να διευκολύνουμε το έργο της Δεξιάς, αποδεχόμενοι αβασάνιστα την άποψη ότι υπάρχει αντίθεση μεταξύ της ταξικής πολιτικής και της φυλετικής δικαιοσύνης.
Δύο Μπέρνι Σάντερς;
Όπως πολλοί από την προαναφερθείσα κατηγορία συντηρητικών, ο Ντόουθατ κατασκευάζει τον μύθο των δύο Μπέρνι Σάντερς: του υποτίθεται πιο αυθεντικού και αποτελεσματικού Μπέρνι του 2016, και του αναμορφωμένου, φυλετικά ευαίσθητου Μπέρνι του 2020. Κατά τα λεγόμενα του Ντόουθατ, οι νέοι, μορφωμένοι, αλλά οικονομικά στριμωγμένοι ψηφοφόροι που ήταν η βάση του Μπέρνι το 2016 «[τον] ρυμούλκησαν στην πολιτισμική Αριστερά», διευκολύνοντας έτσι τον Τζο Μπάιντεν να πάρει με το μέρος του τη λευκή εργατική τάξη των Μεσοδυτικών Πολιτειών. Το πρόβλημα με αυτήν την απλουστευτική αφήγηση είναι ότι απλώς δεν υπάρχει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο που να την στηρίζει. Όπως σημειώνει ο Ντάστιν Γκουαστέλα, πολλοί από αυτούς τους πρώην ψηφοφόρους του Σάντερς προτίμησαν τον υποψήφιο Πιτ Μπούτιτζετζ (που δεν είναι δα κάποιος λαϊκιστής της εργατικής τάξης), και όχι τον Μπάιντεν. Αυτή η αφήγηση παραβλέπει επίσης την δραματικά διαφορετική δυναμική των προκριματικών εκλογών του 2020 για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος, στις οποίες κάποια στιγμή υπήρχαν είκοσι υποψήφιοι, έναντι μόνο δύο των αντίστοιχων εκλογών του 2016. Επιπλέον, το 2020, για τους περισσότερους ψηφοφόρους κάποια από τα βασικά ζητήματα που έθετε ο Μπέρνι, ακόμα και η υγειονομική περίθαλψη για όλους, έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τον βασικό στόχο τους να πετάξουν τον Ντόναλντ Τραμπ έξω από τον Λευκό Οίκο. Αντίθετα, το 2016, το ακροατήριο του Μπέρνι θα ήταν πολύ περιορισμένο αν αυτός δεν είχε κάνει έκκληση για μια πολιτική επανάσταση κατά της τάξης των δισεκατομμυριούχων. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέπουμε το γεγονός ότι, πριν από τέσσερα χρόνια, ο Σάντερς ήταν η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική υποψηφιότητα απέναντι στην πλήρως εκτεθειμένη Χίλαρι Κλίντον.
Είναι βέβαιο ότι στην καμπάνια του Σάντερς το 2020 πολλά πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει διαφορετικά, έτσι ώστε να ξεπεραστεί η αντίθεση του κατεστημένου, και αυτός να κερδίσει το χρίσμα. Αλλά ο κριτικός αναστοχασμός των οργανωτών της καμπάνιας δεν αναφέρεται σε κάποια υποτιθέμενη υποταγή του Μπέρνι στον πολιτισμικό φιλελευθερισμό. Η αφήγηση του Ντόουθατ συνδέεται περισσότερο με τις δικές του ιδεολογικές προκαταλήψεις, παρά με μια έντιμη αποτίμηση των αδύνατων σημείων της καμπάνιας του Σάντερς.
Ο Ντόουθατ λειαίνει επίσης τις ανησυχίες και τα αιτήματα αυτών που διαμαρτύρονται σήμερα στους δρόμους όλης της χώρας παρουσιάζοντας μια ακραία φιλελεύθερη και ακίνδυνη εκδοχή τους. Αντιπαραθέτει τα συνθήματα «Υγειονομική Περίθαλψη για Όλους» και «Φορολογείστε τους πλουτοκράτες» στα συνθήματα «Φυλετική δικαιοσύνη» και «Σταματήστε τη χρηματοδότηση της αστυνομίας», αλλά οι ίδιοι οι διαδηλωτές, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν δέχονται ότι υπάρχει κάποια αντίθεση μεταξύ αυτών των συνθημάτων. Κατ’ αρχάς, πολλοί από αυτούς που διαμαρτύρονται κατά της αστυνομικής βίας και του ρατσισμού είναι οι ίδιοι με εκείνους που μετείχαν στην καμπάνια του Σάντερς. Επιπλέον, στη Νέα Υόρκη και αλλού, οι εκκλήσεις για τηv αναστολή της χρηματοδότησης της αστυνομίας συνοδεύτηκαν με την απαίτηση τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν από αυτήν να επενδυθούν στην υγεία, τη στέγαση, την απασχόληση, και την εκπαίδευση. Ο βασικός στόχος του κινήματος είναι να εξασθενίσει τις βίαιες και κατασταλτικές πλευρές του κράτους, και να ενισχύσει αυτές που έχουν στόχο την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Αυτός ο στόχος δεν αντιφάσκει με το πολιτικό σχέδιο του Μπέρνι -είναι μέρος αυτού του σχεδίου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στήριξη από τις εταιρείες του συνθήματος «Οι ζωές των μαύρων έχουν αξία» είναι ιδιοτελής, και ο τρόπος που την εκφράζουν κάπως γελοίος. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μόνο τα κινήματα που εστιάζονται στη φυλετική αδικία είναι ευάλωτα στην ενσωμάτωση στο σύστημα. Και η εργατική τάξη είναι ευάλωτη σ’ αυτήν την ενσωμάτωση, όπως δείχνει ξεκάθαρα, για παράδειγμα, η πλήρης δέσμευση του συνδικαλιστικού κινήματος στη συνεργασία των εργαζομένων με τις διοικήσεις των επιχειρήσεων, παρά τις επί δεκαετίες ακατάπαυστες εργοδοτικές επιθέσεις. Ούτε καν η δέσμευση στην υπόθεση του σοσιαλισμού δεν εξασφαλίζει την άμυνα απέναντι στην ενσωμάτωση στο σύστημα, όπως απέδειξε ο Ρόμπερ Μίχελς στο κλασικό έργο του Political Parties [Πολιτικά κόμματα], πριν από περισσότερο από έναν αιώνα-για να μην αναφερθούμε στο συνήθως απογοητευτικό ρεκόρ εκείνων των σοσιαλιστικών, σοσιαλδημοκρατικών, και εργατικών κομμάτων που έκτοτε ανέλαβαν κυβερνητικές ευθύνες.
Οι νίκες στα δικαιώματα εφικτές με το εργατικό κίνημα
Το πραγματικό ερώτημα είναι αν το νέο κίνημα για τη φυλετική δικαιοσύνη έχει τη δύναμη να πετύχει την ικανοποίηση των αιτημάτων του. Εδώ η σύγκριση με το κίνημα για τα κοινωνικά δικαιώματα του εικοστού αιώνα είναι διαφωτιστική-και ανησυχητική. Η δράση της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας Κογκρέσο Εργατικών Οργανώσεων στη Βιομηχανία (Congress of Industrial Organisations, CIO), τη δεκαετία του 1930, ήταν ο βασικός λόγος που οι Αφροαμερικανοί και οι σύμμαχοί τους κατάφεραν να βάλουν τα κοινωνικά δικαιώματα στην ημερήσια διάταξη, και τελικά να πετύχουν τους στόχους τους. Αυτή η συμμαχία εργατικού κινήματος και κινήματος για τα κοινωνικά δικαιώματα έγινε σε μια απολύτως πραγματιστική βάση. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Χάρβαρντ Σίτκοφ στο βιβλίο του A New Deal for Blacks [Ένα Νιου Ντιλ για τους Μαύρους], «ο βασικός λόγος για τον οποίο η CIO υιοθέτησε μια προοδευτική πολιτική στο φυλετικό ζήτημα ήταν γιατί διαφορετικά ο εργατικός συνδικαλισμός δεν θα μπορούσε να πετύχει τους στόχους του . . . Ο μεγάλος αριθμός μαύρων εργατών στους μαζικούς παραγωγικούς κλάδους έκανε επιτακτική την ανάγκη του συνδικαλισμού τους. Έξω από τα συνδικάτα οι μαύροι θα μπορούσαν να είναι μια -ίσως μοιραία- απεργοσπαστική δύναμη, που θα οδηγούσε στη διάλυση των συνδικάτων. Έτσι, ο φιλελευθερισμός της ομοσπονδίας CIO στο θέμα των κοινωνικών δικαιωμάτων ξεπρόβαλλε σε κάθε κλάδο στον οποίο οι μαύροι ήταν αναγκαίοι για τη δημιουργία συνδικάτου». Όμως, ο ρεαλισμός δεν ήταν ο μόνος λόγος που η CIO αγκάλιασε την υπόθεση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Πολλοί από τους ηγέτες της ήταν ειλικρινά δεσμευμένοι στην υπόθεση της φυλετικής ισότητας και της ενότητας της εργατικής τάξης, και θεωρούσαν ορθώς ότι το, υπέρ του φυλετικού διαχωρισμού και αντεργατικό, Δημοκρατικό Κόμμα στις Νότιες Πολιτείες ήταν το κύριο εμπόδιο για την επίτευξη των προγραμματικών τους στόχων.
Τα συνδικάτα της CIO συνέχισαν να παίζουν έναν αναντικατάστατο ρόλο στην ενδυνάμωση του κινήματος για τα κοινωνικά δικαιώματα και μετά τη συγχώνευση της CIO με την Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (American Federation of Labor, AFL), το 1955. Το πιο σημαντικό συνδικάτο της CIO ήταν αυτό των Ενωμένων Εργατών της Αυτοκινητοβιομηχανίας (United Auto Workers, UAW), που η πολύχρονη στήριξή του στο κίνημα ήταν καθοριστική, τόσο με την οικονομική του ενίσχυση, όσο και με τη συμμετοχή των μελών του στις κινητοποιήσεις για τα δικαιώματα. Το συνδικάτο UAW έπαιξε έναν κρίσιμο οικονομικό και υλικοτεχνικό ρόλο στην πραγματοποίηση της Πορείας στην Ουάσινγκτον για τις Θέσεις Εργασίας και την Ελευθερία, το 1963, που ήταν ένα σημείο καμπής του κινήματος. Όπως γράφει ο Γουίλιαμ Τζόουνς στο βιβλίο του The March on Washington [Η πορεία στην Ουάσινγκτον), αυτό το γεγονός ήταν σε μεγάλο βαθμό μια εργατική κινητοποίηση, με το UAW και άλλα συνδικάτα να μεταφέρουν χιλιάδες μέλη τους στην Ουάσινγκτον έχοντας μισθώσει ένα μεγάλο αριθμό λεωφορείων και τραίνων. Ενώ οι επιδόσεις σε θέματα φυλετικής ισότητας απείχαν πολύ από το να είναι τέλειες, καμιά από τις μεγάλες νίκες που πέτυχε εκείνη την περίοδο το κίνημα για τα κοινωνικά δικαιώματα δεν θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την στήριξη των εργατών, ειδικά αυτών που ήταν μέλη των συνδικάτων της CIO.
Η ανανέωση, σήμερα, της συμμαχίας μεταξύ του εργατικού κινήματος και του κινήματος για τη φυλετική δικαιοσύνη θα είναι εξαιρετικά επωφελής και για τα δύο. Όμως ακόμα και αν συμβεί αυτό, όλοι γνωρίζουν ότι το σημερινό εργατικό κίνημα δεν είναι παρά μια χλωμή σκιά του προηγούμενου εαυτού του. Το 1963, ήταν συνδικαλισμένο περίπου το 30% των αμερικανών εργατών, με το σύνολο σχεδόν από αυτούς να απασχολείται στον ιδιωτικό τομέα. Σήμερα, το ποσοστό συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι ελάχιστα πάνω από 10%, και τα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι η παρακμή του συνδικάτου UAW. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, τα μέλη του ξεπερνούσαν το 1,5 εκατομμύριο, ενώ σήμερα έχουν πέσει στις 390.000, με την πλειοψηφία τους να μην είναι καν εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας (ΣτΜ: σήμερα το συνδικάτο εκπροσωπεί τους εργαζόμενους της αυτοκινητοβιομηχανίας, της αεροδιαστημικής βιομηχανίας, της βιομηχανίας αγροτικών εργαλείων, και πολλών άλλων κλάδων). Το άλλοτε πανίσχυρο συνδικάτο είναι πια πλήρως αποδιοργανωμένο, εμπλέκεται επιπλέον και σε υποθέσεις διαφθοράς, και πιθανότατα σύντομα θα τεθεί σε διαδικασία εκκαθάρισης σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Προς το παρόν, δεν έχουμε κάτι που να μοιάζει έστω και λίγο με τη CIO και την ικανότητά της να συνδέει την ταξική πάλη των εκατομμυρίων μελών της εργατικής τάξης με το κίνημα για τη φυλετική ισότητα, ούτε διαφαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα. Σ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είναι καθόλου περίεργο που οι διαδηλωτές δεν μιλούν πάντα τη γλώσσα της ταξικής αλληλεγγύης. Πώς μπορούν να αποκτήσουν, ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι, αυτού του είδους την πολιτική συνείδηση όταν δεν υπάρχουν κάποιοι σοβαροί θεσμοί να τους οργανώσουν πολιτικά σε ταξική βάση; Το σημαντικότερο είναι ότι, για όσο διάστημα η αμερικανική αστυνομία μπορεί να σκοτώνει και να κακοποιεί ανθρώπους απολαμβάνοντας ένα καθεστώς ασυλίας, και για όσο διάστημα υπάρχουν σαφείς φυλετικές διαφοροποιήσεις στην αστυνομική βία, δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε από ακτιβιστές που δεν έχουν κάποια σύνδεση με το σοβαρά εξασθενημένο εργατικό κίνημα να συνδέσουν τη φυλή με την τάξη κατά τον τρόπο που θα ήθελαν οι σοσιαλιστές. Η άσκηση κριτικής στα αιτήματα και στη γλώσσα των διαδηλώσεων είναι, για πολλούς λόγους, δικαιολογημένη. Πρέπει όμως να προσέξουμε να μην διολισθήσουμε στην κατάσταση που διακωμωδεί ο Μπρεχτ στο ποίημά του «Η λύση»: μήπως θα ήταν ευκολότερο να διαλύσουμε αυτό το λαό και να εκλέξουμε έναν άλλον;
Το καθήκον των σοσιαλιστών είναι σαφές: να συμμετέχουν ολόθερμα στη μάχη για την αναστολή της χρηματοδότησης της αστυνομίας, θέτοντας ταυτόχρονα το ζήτημα ενός αντιρατσισμού, βασισμένου στην αλληλεγγύη και την ταξική πάλη. Η εναλλακτική στάση είναι να πάψουμε να ασχολούμαστε με το σημερινό υπαρκτό κόσμο. Οι συντηρητικοί, όπως ο Ντόουθατ, έχουν την πολυτέλεια να απέχουν από τις μάχες κατά της αδικίας. Εμείς, όχι.
Chris Maisano
Μετάφραση-επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις:
1. ΣτΜ: Το σύνθημα, που χρησιμοποιήθηκε στην προεκλογική εκστρατεία του Σάντερς το 2020, αξιοποιεί το γεγονός ότι η λέξη «burn» (φλόγα) έχει την ίδια προφορά («μπέρν») με το Bern που παραπέμπει στον Bernie (Μπέρνι).
Πηγή: Η Εποχή