Την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, ο πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Ιράν μετρά ήδη πέντε ημέρες. Ο Ντόναλντ Τραμπ κάνει διφορούμενες δηλώσεις για το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προχωρήσουν ή όχι στη φυσική εξόντωση της ηγεσίας του Ιράν. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες επαναλαμβάνουν μηχανικά και μονοδιάστατα πως το Ισραήλ «έχει δικαίωμα στην αυτοάμυνα», αγνοώντας επιδεικτικά τις αρχές της αναλογικότητας και της νομιμότητας, καθώς και το διεθνές δίκαιο. Την ίδια στιγμή, ο κόσμος φαίνεται να παρακολουθεί διχασμένος. Ένα τμήμα του διαδηλώνει στους δρόμους ζητώντας κατάπαυση πυρός και ειρήνη, ενώ ένα άλλο κοιτάζει τις ρουκέτες να διασχίζουν τους ουρανούς της Μέσης Ανατολής σαν να πρόκειται για εορταστικά πυροτεχνήματα.
Ο πόλεμος όμως δεν είναι ποτέ απλώς ένα γεγονός· είναι μέρος ενός φαύλου κύκλου, ή ορθότερα ενός σπιράλ, αιτιών και συνεπειών, που όταν ενεργοποιείται τείνει να αυτοτροφοδοτείται, δημιουργώντας διαρκώς τις προϋποθέσεις για νέες συγκρούσεις και νέους πολέμους. Ένας τέτοιος νέος πόλεμος ξεκίνησε με την αναιτιολόγητη και παράνομη επίθεση του Ισραήλ σε ιρανικό έδαφος, μια επίθεση που το Τελ Αβίβ χαρακτήρισε ως «προληπτικό πλήγμα για λόγους εθνικής ασφάλειας». Παράλληλα, συνεχίζει να διεξάγεται ένας παλιός πόλεμος, όπου το Ισραήλ προχωράει τις επιχειρήσεις γενοκτονίας στη Γάζα, ενώ εδώ και 76 χρόνια οι Παλαιστίνιοι ζουν υπό κατοχή, προσφυγιά, πολιορκία και διαρκή εκτοπισμό.
Με τη στήριξη των ΗΠΑ και της Ευρώπης, το Ισραήλ έχει μετατρέψει τη Γάζα σε ανοιχτή φυλακή και τη Δυτική Όχθη σε θρυμματισμένο μωσαϊκό εποικισμών, checkpoints και ατιμωρησίας. Και όμως, στον κυρίαρχο δυτικό λόγο, η παλαιστινιακή αντίσταση παρουσιάζεται μονίμως ως «τρομοκρατία», το Ιράν τώρα εμφανίζεται ως «υπαρξιακή απειλή», ενώ η ισραηλινή κατοχή βαφτίζεται «ασφάλεια» και η παράνομη επίθεση «αυτοάμυνα». Το αφήγημα του «υπαρξιακού κινδύνου» είναι πια γνώριμο και επιχειρεί να νομιμοποιήσει στο όνομα της ασφάλειας κάθε καταστροφή, κάθε παραβίαση δικαίου, κάθε απώλεια ζωής.
Ένα αφήγημα όμως το οποίο καταρρίπτεται και από τα ίδια τα δεδομένα, αφού στην περίπτωση λ.χ. του Ιράν οι Υπηρεσίες Πληροφοριών των ΗΠΑ εκτιμούν ότι η Τεχεράνη απέχει ακόμη χρόνια από την ανάπτυξη πυρηνικού όπλου. Επιπροσθέτως, το Ιράν παραμένει συμβαλλόμενο μέλος της Συνθήκης για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (NPT 1970), έχει εξαρχής δεχτεί επανειλημμένους διεθνείς ελέγχους στις πυρηνικές του εγκαταστάσεις και έχει επιτρέψει την παρουσία παρατηρητών του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (IAEA).
Ωστόσο, το Ισραήλ, που το ίδιο έχει πυρηνικά, ούτε είναι μέλος της προαναφερόμενης συνθήκης, ούτε αποδέχεται διεθνείς επιθεωρήσεις και ελέγχους, ούτε έχει αναγνωρίσει επισήμως το δικό του πυρηνικό οπλοστάσιο. Στο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των δύο μέτρων και δύο σταθμών, το Τελ Αβίβ προβάλλει τον εαυτό του ως «αμυνόμενο», ενώ στην πράξη είναι η μόνη χώρα της περιοχής με πυρηνικά όπλα, χωρίς μάλιστα να λογοδοτεί πουθενά. Διά της προπαγάνδας και του λόγου κατασκευάζει μια άλλη πραγματικότητα, όπου η βία παρουσιάζεται ως αμυντική πράξη, η εισβολή ως πρόληψη και η κατοχή ως σταθερότητα. Έτσι, η γλώσσα μετατρέπεται σε μηχανισμό εξουδετέρωσης της πραγματικότητας – και το αδιανόητο επιβάλλεται ως αποδεκτό.
Η στρατηγική αυτή μοιάζει βγαλμένη από το εγχειρίδιο κάθε ολοκληρωτικού καθεστώτος. Στο μυθιστόρημα του George Orwell 1984, το καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού, για παράδειγμα, βασίζεται σε τρεις συνθήκες που υπονομεύουν κάθε έννοια νοήματος: «Ο πόλεμος είναι ειρήνη», «Η ελευθερία είναι σκλαβιά», «Η άγνοια είναι δύναμη». Η γλώσσα, η ιδεολογία και η εξουσία συνεργούν ώστε να νομιμοποιείται ο πόλεμος στο όνομα της ειρήνης. Η βία παρουσιάζεται ως ηθικά αναγκαία, οι καταπιεσμένοι βαφτίζονται τρομοκράτες και οι κυρίαρχοι προβάλλονται ως θύματα.
Δίπλα από αυτήν τη μέθοδο αποδόμησης και ανακατασκευής της πραγματικότητας που ακολουθεί το Ισραήλ, φιγουράρει η στρατηγική του «τρελού ηγέτη» (madman theory) που εφαρμόζει συστηματικά ο Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, ένας ηγέτης πρέπει να εμφανίζεται απρόβλεπτος, ασταθής ή ικανός για κάθε ενδεχόμενο – ακόμη και για την πιο ακραία ενέργεια, όπως η εξόντωση ενός ξένου ηγέτη ή η πυρηνική επίθεση. Ο στόχος βέβαια δεν είναι η ειρήνη, αλλά ο εκφοβισμός και η άνευ όρων παράδοση του «αντιπάλου». Η διπλωματία αντικαθίσταται από μια κυνική, θεατρική και δυνητικά πραγματική επίδειξη ισχύος, όπου η αβεβαιότητα γίνεται μέσο επιβολής.
Είναι κρίσιμο να αντισταθούμε στη διαστρέβλωση του νοήματος και να αμφισβητήσουμε ενεργά τα αφηγήματα που αναπαράγουν την κυρίαρχη προπαγάνδα. Και κυρίως, πρέπει να μιλήσουμε θετικά, να μιλήσουμε για την ειρήνη ακόμα και αν φαίνεται ουτοπία σε αυτό το σκοτάδι όπου ζούμε. Να μιλήσουμε για την ειρήνη – και μάλιστα πέρα και μακριά από το παλιό δόγμα που λέει ότι «αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο». Γιατί το εν λόγω δόγμα, ακόμα και όταν βρίσκει την πολυπόθητη ισορροπία, το μόνο που καταφέρνει είναι να στρώνει το έδαφος στον πόλεμο μέσω μιας εύθραυστης ειρήνης. Στην ουσία, όμως, την ακυρώνει.
Συνεπώς, δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε ειρήνη αν αποδεχόμαστε άκριτα τη γλώσσα της εξουσίας. Χρειαζόμαστε μια άλλη γλώσσα, μια γλώσσα που να κατονομάζει τις πραγματικές προϋποθέσεις της ειρήνης. Όχι τα όπλα και τους στρατούς, αλλά τη δικαιοσύνη, την αναγνώριση, την ισότητα, τη συλλογική ασφάλεια. Από την άλλη, αν η πραγματικότητα μάς φέρνει διαρκώς αντιμέτωπους με το δίλημμα ανάμεσα σε δύο μορφές βαρβαρότητας, τότε καθήκον των ανθρώπων που επιδιώκουν την ειρήνη είναι να δείξουν έναν επιπλέον δρόμο: το δρόμο της ζωής, της αντίστασης, της παγκόσμιας δικαιοσύνης. Κι αν όλα αυτά μοιάζουν σαν γράμμα παιδιού στον Άγιο Βασίλη, ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι έχουμε παραμείνει στην επικράτεια της ήττας. Έχουμε αποδεχθεί το «There is no alternative» όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και στη σκέψη. Ίσως, λοιπόν, αυτό που χρειαζόμαστε είναι να ξαναγίνουμε παιδιά για να ξαναβρούμε τη φαντασία μας.
Να ξανασκεφτούμε την παγκόσμια ειρήνη – όχι ως εκεχειρία αλλά ως μια νέα αρχιτεκτονική συνύπαρξης. Όχι ως αντίδραση σε μεμονωμένες συγκρούσεις αλλά ως σχέδιο που αναγνωρίζει και αντιμετωπίζει τις ρίζες του πολέμου: τις οικονομικές ανισότητες, τους εθνικισμούς και κάθε άλλη μορφή αδικίας. Διότι, τελικά, η ειρήνη εξαρτάται από το αν η ανθρωπότητα θα καταφέρει να ενισχύσει τις μορφές δημοκρατικής διακυβέρνησης, να ενδυναμώσει τους θεσμούς του διεθνούς δικαίου και να αναπτύξει μια ενεργή, παγκόσμια κοινωνία των πολιτών. Εγχειρήματα όπως η Πορεία προς τη Γάζα είναι τέτοια παραδείγματα.
Χωρίς αυτό το θεμέλιο, θα συνεχίσουμε να ακροβατούμε ανάμεσα στην προπαγάνδα και στους «τρελούς ηγέτες», ανάμεσα στη βαρβαρότητα και την παραίτηση – και οι πολεμικές προφητείες θα επαληθεύονται ξανά και ξανά. Να μιλήσουμε και να πράξουμε για την ειρήνη. Όχι γιατί είναι ουτοπία, αλλά γιατί είναι η μόνη ρεαλιστική ελπίδα.