Η απόφαση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού για επίσπευση της διαδικασίας αύξησης του κατώτατου μισθού κάτω από τις δραματικές οικονομικές πιέσεις (αύξηση πληθωρισμού, κύμα τεράστιων ανατιμήσεων) και η χορήγηση της (νέας) αύξησης από τον προσεχή Μάιο δεν βελτιώνουν άμεσα τη θέση 1,2 εκατ. μισθωτών και 1,1 ανέργων που θα περάσουν εντελώς απροστάτευτοι τους κρίσιμους πρώτους μήνες του 2022.
Επιπροσθέτως, η αύξηση στον κατώτατο μισθό τον προσεχή Μάιο, ακόμη κι αν είναι υπερδιπλάσια της “συμβολικής” του 2% που δόθηκε από την αρχή του χρόνου, ούτε κατ’ ελάχιστο δεν αντισταθμίζει τις εισοδηματικές απώλειες που ήδη βιώνει η μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων.
Αψευδή μάρτυρα των τεράστιων απωλειών που έχουν ήδη οι εργαζόμενοι αποτελούν τα τελευταία στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ (Δεκέμβριος), καθώς η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε το 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης άγγιξε το 13,7%. Τον ίδιο μήνα, το μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα απώλεσε περίπου το 7% της αγοραστικής του δύναμης σε ετήσια βάση.
Μεγαλώνει η απόκλιση
Σύμφωνα με την ανάλυση του ινστιτούτου, οι ετήσιες καθαρές αποδοχές ενός νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά μειώθηκαν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) έναντι του 2019, ενώ το 2020 αντιστοιχούσαν στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Με άλλα λόγια, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των περισσοτέρων χωρών της Ε.Ε. μεγάλωσε υπέρμετρα την τελευταία τριετία, καθώς ο κατώτατος μισθός παραμένει ουσιαστικά καθηλωμένος από το 2019.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η ανάλυση του ΙΝΕ, το χάσμα μεταξύ του ύψους του σημερινού κατώτατου μισθού και του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης (60% του διάμεσου εισοδήματος), το οποίο επιδεινώνεται περαιτέρω από τις συνέπειες της ακρίβειας σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης, έχει ως αποτέλεσμα ο μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης της Ελλάδας να την τοποθετεί ως την πέμπτη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ε.Ε., σχεδόν ίση με της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας. Την ίδια ώρα, η αγοραστική δύναμη του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης στη βόρεια και τη δυτική Ευρώπη ήταν υπερδιπλάσια της ελληνικής.
“Κοκτέιλ” ύφεσης και ανισότητας
“Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, θα σημειώσουμε για ακόμη μια φορά την επείγουσα ανάγκη μιας ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού στη χώρα μας” σημειώνει το ΙΝΕ, προσθέτοντας ότι “οι εργαζόμενοι της χώρας βρίσκονται εδώ και πάνω από μια δεκαετία αντιμέτωποι με τρεις διαδοχικές κρίσεις -κρίση χρέους, πανδημική κρίση, κρίση ακρίβειας-, οι οποίες έχουν συμπιέσει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και έχουν υποβαθμίσει την ποιότητα της εργασίας και το βιοτικό τους επίπεδο… Στην τρέχουσα περίοδο δοκιμάζονται από το νέο κύμα της πανδημίας που έχει προκαλέσει η νέα παραλλαγή του κορωνοϊού και από τις επιπτώσεις της ακρίβειας”.
Προσθέτει, μάλιστα ότι, αν και ο χρονικός ορίζοντας των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στην οικονομία και την αγορά εργασίας παραμένει ακόμη αβέβαιος, το σίγουρο είναι ότι οι επιπτώσεις αυτές, συνδυαστικά με το κύμα ανατιμήσεων στην αγορά, λειτουργούν σωρευτικά και σε συνέχεια εκείνων της κρίσης χρέους και της «μεγάλης ύφεσης», δημιουργώντας ένα «τοξικό κοκτέιλ», του οποίου το κύριο συστατικό είναι η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή της ευημερίας.
Ανδρέας Πετρόπουλος
Πηγή: Η Αυγή