Στις νουβέλες αυτού του τόμου εκπληρώνεται το αισθητικό όραμα του William Gass, δηλαδή «αυτό που λέγεται να μη διαχωρίζεται από τον τρόπο που λέγεται» (Frank Kermode, «Adornment and Fantastication», The New York Times, 1985). Με τη φιλοσοφική του σκευή που θεωρούσε τη γλώσσα ως μέσο δημιουργίας της πραγματικότητας, συνθέτει μια μουσική πεζογραφία για τον αργό αναγνώστη (slow reader) που θα περιδινηθεί στην πολλαπλότητα των παραστάσεων, στη λυρική δύναμη της γραφής, στο ηχόχρωμα των λέξεων, που δεν θα αναζητήσει το νόημα στο κείμενο αλλά το πώς φτιάχνεται αυτό από το κείμενο.
Οταν επιτέλους ολοκληρώθηκε έπειτα από τριάντα χρόνια προσπάθειας το πολυδαίδαλο μυθιστόρημά του «Το τούνελ», ο William Gass δήλωσε πως θα ήθελε να επιστρέψει στην πραγματική του αγάπη, τη νουβέλα, να γράφει, όπως έλεγε, ιστορίες χωρίς ιστορία. Το 1998 κυκλοφόρησε ο περίφημος τόμος με τίτλο Καρτεσιανή Σονάτα και άλλες νουβέλες από τον εκδοτικό οίκο Alfred A. Knopf. Οι εκδόσεις Gutenberg εκδίδουν πλέον το έργο στα ελληνικά σε εκπληκτική μετάφραση του Αποστόλη Πρίτσα και κατατοπιστική εισαγωγή του Κώστα Καλτσά.
Ο Gass είναι ένας στιλίστας της γραφής, ένας σεξπιρικός που λατρεύει να διαβάζει και να γράφει για τον γερμανόφωνο ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε ή για τον Γάλλο Πολ Βαλερί. Καθηγητής Φιλοσοφίας με ισχυρό πάθος για τη λογοτεχνία, έγραψε σκληρά δοκίμια κριτικής για τον αμερικανικό ρεαλισμό, προβάλλοντας ως κύρια έγνοια της μυθοπλασίας το υφαντό της μορφής.
Η Καρτεσιανή Σονάτα είναι η πρώτη νουβέλα του βιβλίου που αποτελείται από τρία κεφάλαια, τη «Γραφή στον τοίχο», «Το μέντιουμ» και το «Μακάρι να μην το έκανες αυτό». Καθένα από τα κεφάλαια αυτά σχετίζεται με τις υποστάσεις των ουσιών του Καρτέσιου δηλαδή τον Θεό, το πνεύμα και την ύλη. Οι υπόλοιπες τρεις νουβέλες του βιβλίου επανέρχονται με αντίστροφη φορά στις ίδιες καρτεσιανές ουσίες, δηλαδή το «Δωμάτιο συν πρωινό» αναφέρεται στην ύλη, η νουβέλα «Η Εμμα μπαίνει σε μία πρόταση της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ» στο πνεύμα και ο «Μετρ των μυστικών εκδικήσεων» στον Θεό. Στην Καρτεσιανή Σονάτα ο Θεός φέρνει την ιδιότητα του συγγραφέα που θα πλάσει το μέντιουμ Ελλα Μπεντ από σκισμένα παλαιότερα κείμενα, που έχει σκοπό «την εξύψωση της λογοτεχνίας στο επίπεδο της ομορφιάς». Η Ελλα Μπεντ είναι ένα αιθέριο πλάσμα που «έβλεπε ήχους» και αντιλαμβανόταν τον χώρο σαν ένα άπειρο σύμπαν από σήματα. Διορατική, ζει στον κόσμο των πνευμάτων και του παρελθόντος που δεν τελειώνει ποτέ. Ο άντρας της ο Εντγκαρ Χες, που «δεν ήταν άνθρωπος του πνεύματος αλλά της σάρκας», τη θεωρούσε άρρωστη και ευχόταν να πεθάνει γρήγορα, για ν’ απαλλαχθεί από την ασύλληπτη γι’ αυτόν ύπαρξή της, που «συγκινούταν τόσο περιπαθώς με το μαράζι των σκεβρωμένων σανίδων και τις ακατάβλητες κραυγές του ξύλου καθώς σαπίζει». Γίνεται βίαιος και τραχύς υπερασπιζόμενος την υλική του υπόσταση με κάθε τρόπο.
Στο «Δωμάτιο συν πρωινό», ο Γουόλτ Ριφ, ένας μικροαπατεώνας λογιστής, περιοδεύει για να «μαγειρέψει» τα βιβλία επιχειρήσεων που βρίσκονται στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης «σαν κουμπιά έτοιμα να ξηλωθούν». Τα συχνά ταξίδια του και οι αλλαγές δωματίων σε μικρά ξενοδοχεία επισημαίνουν τη ρευστότητα της ύπαρξής του. Μέχρι που στο κατάλυμα της κ. Αμπρόουζ, μαγεύεται από το πλήθος των μικροαντικειμένων και την αρμονία του ταιριάσματός τους, ώστε αποφασίζει να μην το εγκαταλείψει ποτέ. Ο Gass σ’ ένα σχεδόν εξουθενωτικό ντελίριο περιγραφών αντικειμένων βάζει τον λογιστή του να σκέφτεται ότι όλα αυτά «θα ήταν σκέτη σαβούρα αν δεν έβλεπες τον τρόπο που ήταν συνταιριασμένα», φράση που χαρακτηρίζει το αισθητικό λογοτεχνικό όραμα του Gass.
Αυτή η αισθητική φροντίδα του Gass είναι απόλυτα διακριτή στην επόμενη νουβέλα που η Εμμα Μπίσοπ, συνεπώνυμη της ποιήτριας Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, επιθυμεί να μπει σε μία πρότασή της. Και αν ο αναγνώστης θεωρήσει ότι πρόκειται για μια μεταφορά, ο Gass θα τον διαψεύσει. Η ψυχολογικά θρυμματισμένη από το οικογενειακό της περιβάλλον Εμμα, αρνείται την ίδια της την ύπαρξη, την υλική της υπόσταση και γίνεται «όλη έγνοια». Μ’ αυτό τον τρόπο αποφεύγει τη βασανιστική πραγματικότητα της βουβής ζωής των γονιών της. Διαβάζει την ποίηση της Μπίσοπ ακόμα και αν δεν την καταλαβαίνει, επειδή, γράφει ο Gass, «οι γραμμές των στίχων έμοιαζαν όντως με τα κόκαλά της». Αυτό το ευφυέστατο «όντως» του Gass μετατρέπει τη μεταφορά σε κυριολεξία και βυθίζει τον αναγνώστη στην απόλαυση ενός κατά τ’ άλλα οδυνηρού θέματος.
Η τελευταία νουβέλα επιστρέφει στην πρώτη ουσία του Καρτέσιου. Μόνο που ο Θεός εδώ, ο Λουθ Πένερ, είναι ένας οργανωτής εκδικήσεων, ένας αιρετικός που θεωρεί το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» ως τον μόνο ηθικό νόμο. Η εκδίκηση σήμαινε ευταξία και έκανε κουμάντο στον κόσμο. Καταφέρνει και δημιουργεί μια αίρεση, την «Αδελφότητα των Σωτήρων» με σκοπό την καθαγίαση ασήμαντων υλικών πραγμάτων, στερώντας τη χρηστικότητά τους και ανάγοντάς τα σε ιερά σύμβολα, όπου ο κάθε παρίας θα μπορούσε να βρει ένα αποκούμπι σωτηρίας. Μ’ αυτόν τον τρόπο εκδικούταν την ύλη «κάνοντας το χρήσιμο άχρηστο και το άχρηστο πολύτιμο».
Στις νουβέλες αυτού του τόμου εκπληρώνεται το αισθητικό όραμα του William Gass, δηλαδή «αυτό που λέγεται να μη διαχωρίζεται από τον τρόπο που λέγεται» (Frank Kermode, «Adornment and Fantastication», The New York Times, 1985). Με τη φιλοσοφική του σκευή που θεωρούσε τη γλώσσα ως μέσο δημιουργίας της πραγματικότητας, συνθέτει μια μουσική πεζογραφία για τον αργό αναγνώστη (slow reader) που θα περιδινηθεί στην πολλαπλότητα των παραστάσεων, στη λυρική δύναμη της γραφής, στο ηχόχρωμα των λέξεων, που δεν θα αναζητήσει το νόημα στο κείμενο αλλά το πώς φτιάχνεται αυτό από το κείμενο.
Χρήστος Βασματζίδης
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις