Η νίκη του Χαβιέ Μιλέι στις προεδρικές εκλογές της Αργεντινής τον περασμένο Νοέμβριο έριξε μια πραγματική ατομική βόμβα, της οποίας τα ωστικά κύματα εκτείνονται πολύ πέρα από αυτήν τη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Ο παλαιοφιλελεύθερος οικονομολόγος, γνωστός για τις ωμές προσβολές του κατά των «αριστερών», δέχθηκε αμέσως συγχαρητήρια από τα μέλη αυτού που η ισπανίδα φιλόσοφος και πολιτικός Κλάρα Ράμας έχει αποκαλέσει νέα Αντιδραστική Διεθνή. Αν και οι οπαδοί των Ντόναλντ Τραμπ, Ζαΐρ Μπολσονάρου, Βίκτορ Όρμπαν, Τζόρτζια Μελόνι, Χοσέ Αντόνιο Καστ και Σαντιάγο Αμπασκάλ δεν έχουν ποτέ σηκώσει αλυσοπρίονα στις συγκεντρώσεις τους, [όπως έχουν κάνει οι οπαδοί του Μιλέι], ο συγκεκριμένος πολιτικός ανήκει στην παρέα τους.
Η παρουσία του Μιλέι και του κόμματός του La Libertad Avanza στο προεδρικό μέγαρο Casa Rosada είναι απλώς το πιο πρόσφατο παράδειγμα μιας διαδικασίας που εξελίσσεται εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες και η οποία επιταχύνθηκε μετά την οικονομική κρίση του 2008. Επί του παρόντος, εκτός από την Αργεντινή, η Ακροδεξιά κυβερνά σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Ουγγαρία, Φινλανδία και Τσεχία), στηρίζει με ψήφο ανοχής την κυβέρνηση συνασπισμού στη Σουηδία και στις επερχόμενες εκλογές μπορεί να είναι μέλος αυτής, και θα μπορούσε σύντομα να βρεθεί στην κυβέρνηση στην Ολλανδία, μετά την επιτυχία του Γκέερτ Βίλντερς στις εκλογές του Νοεμβρίου1. Όπως είναι γνωστό, η Άκρα Δεξιά είχε δύο κυβερνητικές θητείες στην Πολωνία και μία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2024, οι εκλογές θα μπορούσαν να εκτοξεύσουν ακροδεξιούς σχηματισμούς σε κυβερνήσεις στην Πορτογαλία και την Αυστρία, για να μην αναφερθούμε στον πολιτικό σεισμό που θα προέλθει από τα εκλογικά κέρδη της Ακροδεξιάς στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Ιούνιο και, κυρίως, στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Νοέμβριο, με την πιθανή επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Εν ολίγοις, όπως έχει επισημάνει ο ολλανδός πολιτικός επιστήμονας Κας Μούντε, αυτές οι πολιτικές δυνάμεις δεν είναι πια περιθωριακές. Δηλαδή, από τη μία πλευρά, έχουν γίνει σημαντικοί πολιτικοί δρώντες και συμμετέχουν στις κυβερνήσεις διαφόρων χωρών, και από την άλλη, οι ιδέες τους έχουν κανονικοποιηθεί, διαμορφώνοντας την πολιτική ατζέντα, με τις ιδέες του να γίνονται αποδεκτές σε παραδοσιακούς πολιτικούς χώρους. Η ριζοσπαστικοποίηση των κυρίαρχων δεξιών κομμάτων αποτελεί αξιόπιστη απόδειξη αυτής της μετατόπισης, όπως και η «επικράτηση στους δρόμους» από την Άκρα Δεξιά, η οποία περιλάμβανε ακόμη και πράξεις βίας κατά πολιτικών θεσμών ή κεντρικών γραφείων κομμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βραζιλία και την Ισπανία.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, ένα νέο φάντασμα πλανιέται πάνω από τον κόσμο. Δεν είναι το φάντασμα του κομμουνισμού, όπως έλεγαν ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά το φάντασμα της Ακροδεξιάς. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ακόμη κορυφαίοι διανοούμενοι ούτε κάποιο μανιφέστο ενός παγκόσμιου ακροδεξιού κόμματος δεν σημαίνει ότι δεν πρόκειται για μια οργανωμένη σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και ετερογενή, πολιτική δύναμη. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, τα πρόσφατα γεγονότα δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτή είναι η νέα πραγματικότητα.
Φαστική, λαϊκιστική ή ριζοσπαστική Δεξιά;
Η άνοδος αυτών των πολιτικών σχηματισμών οδήγησε σε μια σειρά από δημόσιες και ακαδημαϊκές συζητήσεις. Η πρώτη σχετίζεται με τον ορισμό αυτού του φαινομένου. Συχνά λέγεται ότι έχει επιστρέψει ο φασισμός. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η θέση του «αιώνιου φασισμού» που διατυπώθηκε από τον ιταλό διανοούμενο Ουμπέρτο Έκο έλαβε ιδιαίτερη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τον Έκο, η δημιουργία ενός «φασιστικού νεφελώματος» απαιτεί την παρουσία ενός μόνο από τα 14 χαρακτηριστικά που περιγράφει λεπτομερώς στο δοκίμιό του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η λατρεία της παράδοσης, ο φόβος του άλλου ή η απεύθυνση στις απογοητευμένες μεσαίες τάξεις. Ισχύει αυτό; Το ερώτημα δεν είναι ασήμαντο, γιατί η δυνατότητα ορισμού ενός πολιτικού φαινομένου είναι το πρώτο ουσιαστικό βήμα για να μπορέσουμε να το κατανοήσουμε και, στη συνέχεια, να το καταπολεμήσουμε.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτές οι νέες Ακροδεξιές -ή, όπως θα εξηγήσω παρακάτω, αυτές που ονομάζω Ακροδεξιές 2.0- αποτελούν σήμερα τη μεγαλύτερη απειλή για τις δημοκρατικές αξίες και την ίδια την επιβίωση των πλουραλιστικών φιλελεύθερων δημοκρατιών. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι σωστό να τις ερμηνεύουμε μέσα από τον φακό του φασισμού. Όπως έχει επισημάνει ο ιταλός ιστορικός Εμίλιο Τζεντίλε, η θέση του αιώνιου φασισμού είναι συνέπεια της μπαναλοποίησης του φασισμού. Αυτή η μπαναλοποίηση, αφενός, έχει μετατρέψει την έννοια σε προσβολή, σε ένα συνώνυμο του «απόλυτου κακού». Αφετέρου, έχει οδηγήσει σε ένα είδος άρνησης της ιστοριολογίας «όπου το ιστορικό παρελθόν προσαρμόζεται συνεχώς στις τρέχουσες επιθυμίες, ελπίδες και φόβους».
Εν ολίγοις, αυτό που ο Τζεντίλε αποκαλεί ιστορικό φασισμό δεν ήταν μόνο ένα υπερεθνικιστικό, ρατσιστικό και ξενοφοβικό πολιτικό κίνημα. Ο φασισμός, που δημιουργήθηκε στην Ευρώπη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε επίσης και άλλα βασικά χαρακτηριστικά που δεν τα συναντάμε στη σημερινή Ακροδεξιά, όπως η παραστρατιωτική κομματική του οργάνωση, ο ολοκληρωτισμός ως μορφή διακυβέρνησης, ο ιμπεριαλισμός ως σχέδιο στρατιωτικής επέκτασης, η οργάνωση του πληθυσμού σε μεγάλες μαζικές οργανώσεις και η αυτοπροβολή του ως επαναστατική αναγέννηση και πολιτική θρησκεία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία συνέχειας μεταξύ εκείνων των εμπειριών και των σημερινών. Ωστόσο, ο φασισμός ήταν ένα διαφορετικό φαινόμενο. Σήμερα, νεοφασιστικές και νεοναζιστικές ομάδες εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά αποτελούν μια ακραία μειοψηφία.
Εκτός από τον φασισμό, υπάρχει και ένα άλλο εμπόδιο στο να ορίσουμε και να κατανοήσουμε τις νέες Ακροδεξιές: ο λαϊκισμός. Η συζήτηση για το θέμα αυτό είναι αδιάκοπη τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Δεν έχει επιτευχθεί ακόμη συναίνεση σχετικά με το τι είναι ο λαϊκισμός, πέρα από το ότι έχει γίνει ένα είδος πολυσυλλεκτικής (catch-all) έννοιας στην οποία μπορεί να εμπίπτει οτιδήποτε δεν εντάσσεται στο πλαίσιο των παραδοσιακών πολιτικών ιδεολογιών. Ορισμένοι θεωρούν τον λαϊκισμό μια ιδεολογία, που όμως είναι «ισχνή» . Άλλοι, όμως, προτιμούν να τον θεωρούν στρατηγική ή πολιτικό στυλ. Δεδομένης της απουσίας ενός μη αμφισβητούμενου ορισμού, πιστεύω ότι η δεύτερη ερμηνεία είναι πιο ακριβής. Προσθέστε σ’ αυτό το γεγονός ότι ζούμε σε μια εποχή όπου ο λαϊκισμός μπορεί να περικλείει σχεδόν τους πάντες. Αν ο Μιλέι, ο Γκουστάβο Πέτρο2, ακόμη και ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είναι λαϊκιστές, τι νόημα έχει αυτή η έννοια; Αντίθετα, πρόκειται για μια τάση που σφραγίζει την εποχή μας και θα ήταν σκόπιμο να αναφερόμασταν στη «λαοκρατία» (popolocrazia), όπως έχουν προτείνει ο Μαρκ Λαζάρ και ο Ίλβο Ντιαμάντι3. Η Ακροδεξιά χρησιμοποιεί τα ρητορικά και γλωσσικά εργαλεία του λαϊκισμού, αλλά ο λαϊκισμός από μόνος του δεν μας βοηθά να την ορίσουμε και να την κατανοήσουμε.
Τούτων δοθέντων, ποια έννοια θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να ορίσουμε τα πολιτικά κόμματα ή τα κινήματα των οποίων ηγούνται ο Τραμπ, ο Μιλέι, ο Μπολσονάρου, ο Καστ4, η Μελόνι, η Λεπέν, ο Όρμπαν ή ο Αμπασκάλ5; Κάποιοι μιλούν για «εθνολαϊκισμό» ενώ άλλοι επιλέγουν τον όρο «μεταφασισμός», καμία όμως από τις δύο αυτές λέξεις δεν μας επιτρέπει, τελικά, να ξεπεράσουμε τα εννοιολογικά εμπόδια που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ο όρος που έχει ίσως αποκτήσει τη μεγαλύτερη απήχηση είναι «ριζοσπαστική Δεξιά». Σύμφωνα με τον Μούντε, σε αντίθεση με την Ακροδεξιά, η οποία απορρίπτει την ίδια την ουσία της δημοκρατίας, η ριζοσπαστική Δεξιά αποδέχεται «την ίδια τη δημοκρατία, αλλά αντιτίθεται σε θεμελιώδη στοιχεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κυρίως στα δικαιώματα των μειονοτήτων, στο κράτος δικαίου και στη διάκριση των εξουσιών». Στην πράξη, η ριζοσπαστική Δεξιά αποδέχεται τη διεξαγωγή ελεύθερων, αν και όχι δίκαιων, εκλογών –κλασική περίπτωση είναι ο τρόπος διεξαγωγής των εκλογών τα τελευταία 12 χρόνια στην Ουγγαρία του Όρμπαν– δηλαδή ένα καθεστώς που είναι ένα κακέκτυπο της δημοκρατίας που γνωρίζουμε.
Ωστόσο, η εν λόγω πρόταση είναι προβληματική. Από τη μία πλευρά, είναι σωστό να χρησιμοποιούμε το ίδιο επίθετο -ριζοσπαστικός/η- για να ορίσουμε σχηματισμούς των νέων ακροδεξιών κομμάτων και κάποιων αριστερών δυνάμεων, όπως οι Ποδέμος (Podemos), ο ΣΥΡΙΖΑ, το Ευρύ Μέτωπο (Frente Amplio) της Χιλής ή η Ανυπότακτη Γαλλία (La France Insoumise), σαν να υπάρχει κάποιου είδους συμμετρία; Προσωπικά, νομίζω ότι είναι λάθος. Η ριζοσπαστική Αριστερά ασκεί κριτική στα υπάρχοντα φιλελεύθερα συστήματα, εστιάζοντας κυρίως στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο και στα οικονομικά ζητήματα, αλλά δεν αμφισβητεί τη διάκριση των εξουσιών, ούτε τα δημοκρατικά δικαιώματα και κεκτημένα που εγγυώνται αυτά τα ίδια συστήματα. Αντίθετα, η ριζοσπαστική Αριστερά ζητά την επέκταση και εμβάθυνση αυτών των δικαιωμάτων, μαζί με τη μείωση των ανισοτήτων.
Από την άλλη πλευρά, όπως σημειώνει η Μπεατρίθ Άτσα Ουγάρτε6: «Μπορούμε να διανοηθούμε μια μη πλουραλιστική δημοκρατία; Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως δημοκρατικές -αν και όχι στη ‘φιλελεύθερη εκδοχή’ της δημοκρατίας- δυνάμεις που, στην αντιμετώπιση του ‘άλλου’ (μετανάστη, αλλοδαπού), δείχνουν την περιφρόνησή τους για τη δημοκρατική αρχή της ισότητας;». Από τη στιγμή που υπερασπίζονται μια ιδεολογία αποκλεισμού, ασύμβατη ακόμη και με τη διαδικαστική εκδοχή της δημοκρατίας, και θέτουν υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη του κράτους δικαίου, είναι πολύ δύσκολο να θεωρούμε ότι αυτές οι δυνάμεις είναι δημοκρατικές.
Γιατί ψηφίζεται η Ακροδεξιά;
Η δεύτερη δημόσια συζήτηση έχει να κάνει με τους λόγους που προκάλεσαν την εκλογική άνοδο αυτών των πολιτικών δυνάμεων. Γιατί οι λαοί τις ψηφίζουν; Συνοπτικά, έχουν εντοπιστεί τρεις κύριοι λόγοι, οι οποίοι δεν είναι ποτέ αποκλειστικοί, αλλά πρέπει να εξετάζονται παράλληλα με τις ιδιαιτερότητες κάθε εθνικού πλαισίου. Πρώτον, η αύξηση των ανισοτήτων, καθώς και η επισφάλεια της εργασίας, η αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας και η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης έχουν ωθήσει ορισμένους ψηφοφόρους που δεν είναι ικανοποιημένοι από τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές συνταγές να επιλέγουν τα ψηφοδέλτια που ασκούν κριτική στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Δεύτερον, είναι αυτό που κάποιοι αποκαλούν πολιτισμική αντιπαράθεση, δηλαδή η πολιτισμική αντίδραση στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Σταδιακά οι κοινωνίες μας έχουν γίνει πολυπολιτισμικές, και τις τελευταίες δεκαετίες, πολλά αιτήματα που έχουν χαρακτηριστεί ως μετα-υλιστικά έχουν γίνει δικαιώματα, από το διαζύγιο μέχρι την άμβλωση και την ισότητα στο γάμο. Αυτή η μετατόπιση έχει οδηγήσει, σύμφωνα με κάποιους ασχολούμενους με αυτό το ζήτημα, σε μια αντίδραση από τμήματα του πληθυσμού που βλέπουν τη θέση τους στην κοινωνία, ακόμη και την ταυτότητά τους να απειλούνται. Έτσι, ψηφίζουν κόμματα που απορρίπτουν τη μετανάστευση, επικρίνουν αυτά που θεωρούν προοδευτικές υπερβολές και υπερασπίζονται την παραδοσιακή οικογένεια.
Τρίτον, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες βιώνουν μια βαθιά κρίση. Οι κοινωνίες μας έχουν αποσαρθρωθεί -είναι πιο εύθραυστες και κατακερματισμένες εξαιτίας του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου μοντέλου και της τεχνολογικής επανάστασης, τα πολιτικά κόμματα δεν λειτουργούν πλέον ως αποτελεσματικός αγωγός μεταξύ της εδαφικής επικράτειας και των θεσμών, τα συνδικάτα αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες προσαρμογής σε μια πλήρως μεταφορντιστική πραγματικότητα και η δυσπιστία των πολιτών αυξάνεται συνεχώς. Σ’ αυτού του είδους τις κατακερματισμένες κοινωνίες, όπου η εμπιστοσύνη στους θεσμούς φαίνεται να έχει εξαφανιστεί, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ένα μέρος του εκλογικού σώματος επιλέγει κόμματα που λένε ότι θέλουν να καταστρέψουν τα πάντα ή, τουλάχιστον, που αντιτίθενται στο κατεστημένο και επικρίνουν τη λειτουργία των δημοκρατιών τις οποίες θεωρούν ότι λειτουργούν με αργούς ρυθμούς, είναι αναποτελεσματικές ή αποσυνδεδεμένες από τη βούληση του λαού.
Σ’ αυτούς τους τρεις λόγους θα μπορούσαμε να προσθέσουμε έναν τέταρτο που συνδέεται ακόμη περισσότερο με τα συναισθήματα της πλειονότητας του γενικού πληθυσμού. Σε έναν κόσμο που είναι δύσκολα κατανοητός, η ζήτηση για προστασία και ασφάλεια έχει αυξηθεί. Τι θα συμβεί στη δουλειά μου σε 10 χρόνια με την τεχνητή νοημοσύνη; Τι θα συμβεί στις γειτονιές μας αν συνεχίσουν να έρχονται μετανάστες από άλλες ηπείρους; Τι θα γίνει με το οικογενειακό μοντέλο στο οποίο πολλοί από εμάς έχουν μεγαλώσει αν επιτραπεί σε queer ζευγάρια να υιοθετούν παιδιά ή αν γίνει αποδεκτή η ρευστότητα φύλου; Τι θα απογίνουν οι κοινωνικές μας σχέσεις σε εποχές εικονικής πραγματικότητας με προγράμματα όπως το Metaverse; Με τον τρόπο τους, οι Ακροδεξιές 2.0 γνωρίζουν ότι πρέπει να προσφέρουν ασφάλεια και προστασία σε πολλούς ανθρώπους που ζουν με τον φόβο για το τι επιφυλάσσει το μέλλον, δίνοντας εύκολες απαντήσεις σε πολύπλοκα προβλήματα.
Όπως είπαμε, υπάρχει μεγάλη σύγχυση σχετικά με το πώς να αποκαλούνται οι συγκεκριμένοι [πέραν της παραδοσιακής Δεξιάς] πολιτικοί σχηματισμοί και διάφοροι λόγοι που εξηγούν την εκλογική τους άνοδο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ορισμένοι από αυτούς τους λόγους μπορεί να υπερτερούν έναντι άλλων σε μια συγκεκριμένη χώρα, περιοχή ή δήμο. Πρέπει, ωστόσο, να τους λαμβάνουμε πάντα όλους υπόψη μας. Εξηγείται η νίκη του Μιλέι μόνο από την οικονομική κρίση και την αύξηση των ανισοτήτων στην Αργεντινή; Χωρίς να αρνούμαστε τη σημασία αυτών των παραγόντων, θα ήταν λάθος να υποβιβάσουμε σε δεύτερη ή τρίτη θέση το υψηλό επίπεδο δυσπιστίας των πολιτών απέναντι στα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και τους θεσμούς, καθώς και την πολιτισμική αντίδραση στη λεγόμενη «προοδευτική συναίνεση».
Κατανοώντας τις Ακροδεξιές 2.0.
Διατυπώνεται συχνά η άποψη ότι το ευρωπαϊκό και το λατινοαμερικανικό πλαίσιο δεν είναι συγκρίσιμα. Όμως, δεν πιστεύω ότι πρέπει να διαχωρίζουμε τις αναλύσεις και, κατά συνέπεια, τους ορισμούς αυτών των φαινομένων. Το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές ή εθνικές ιδιαιτερότητες μεταξύ των λόγων της εκλογικής προόδου των Ακροδεξιών δεν αναιρεί τη δυνατότητα υιοθέτησης και χρήσης μιας έννοιας σε παγκόσμια κλίμακα. Αντιθέτως, είναι χρήσιμο να διαμορφωθεί μια μακρο-κατηγορία που να είναι αρκετά ελαστική ώστε να συμπεριλαμβάνει όλους αυτούς τους πολιτικούς σχηματισμούς. Στηριζόμενος σ’ αυτές τις εκτιμήσεις, πρότεινα την ίσως κάπως προκλητική έννοια των Ακροδεξιών 2.0.
Χρησιμοποιώντας την έννοια της Ακροδεξιάς 2.0. στον πληθυντικό αριθμό, θέλω να επισημάνω όχι μόνο ότι οι διάφοροι/ες Τραμπ, Λε Πεν, Μιλέι και Όρμπαν εκπροσωπούν ένα φαινόμενο διαφορετικό από τον ιστορικό φασισμό, με εντελώς νέα στοιχεία σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και ότι οι νέες τεχνολογίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην άνοδο αυτών των πολιτικών σχηματισμών. Επίσης, θέλω να τονίσω ότι, παρά ορισμένες αποκλίσεις, οι διάφορες Ακροδεξιές 2.0. έχουν πολλά κοινά στοιχεία, τόσο ως προς την ιδεολογική βάση όσο και ως προς τις πολιτικές και επικοινωνιακές τους στρατηγικές. Τέλος, όλα αυτά τα σχήματα όχι μόνο γνωρίζονται μεταξύ τους και επικοινωνούν συχνά μεταξύ τους, αλλά και θεωρούν ότι ανήκουν στην ίδια παγκόσμια οικογένεια.
Στα κοινά ιδεολογικά σημεία αναφοράς τους περιλαμβάνονται ένας έντονος εθνικισμός, μια βαθιά κριτική στην πολυμέρεια και τη φιλελεύθερη τάξη, η αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση, η υπεράσπιση των συντηρητικών αξιών, η υπεράσπιση του νόμου και της τάξης, η κριτική στην πολυπολιτισμικότητα και τις ανοιχτές κοινωνίες, ο αντιπροοδευτισμός, ο αντιδιανοουμενισμός και μια τυπική αποστασιοποίηση από τις εμπειρίες του φασισμού στο παρελθόν, χωρίς να απορρίπτουν τα λεγόμενα «κρυπτογραφημένα πολιτικά μηνύματα» που απευθύνονται σε μια ορισμένη κατηγορία πολιτών – κλείσιμο του ματιού ή αναφορές σε αυταρχικά καθεστώτα του παρελθόντος. Στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο ταυτοτισμός2, ο νατιβισμός3, η καταδίκη της μετανάστευσης ως «εισβολής», η ξενοφοβία και ειδικότερα η ισλαμοφοβία παίζουν ασφαλώς καθοριστικό ρόλο. Στη Λατινική Αμερική, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις -όπως στη Χιλή- όπου η Ακροδεξιά έχει επίσης ξεκάθαρα αξιοποιήσει τη ρητορική απόρριψης της μετανάστευσης, κυρίως των Βενεζουελάνων. Με αυτά τα δεδομένα, εκείνοι οι πολιτικοί σχηματισμοί στη Λατινική Αμερική που ο Χοσέ Αντόνιο Σαναούχα4 και ο Καμίλο Λόπεθ Μπούριαν5 πρότειναν να αποκαλούνται νεοπατριωτική Δεξιά έχουν τα περισσότερα κοινά στοιχεία με την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά.
Ούτε οι ευρωπαϊκές Ακροδεξιές είναι όλες ακριβώς ίδιες μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και για τους φασισμούς του μεσοπολέμου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μια μακροκατηγορία αναφερόμενοι στα καθεστώτα του Χίτλερ, του Μουσολίνι και του Φράνκο. Μεταξύ των αποκλίσεων που παρουσιάζουν μεταξύ τους οι σημερινές Ακροδεξιές είναι χρήσιμο να αναφερθούμε κατ’ αρχάς στα οικονομικά τους προγράμματα. Υπάρχουν δυνάμεις, όπως το Vox στην Ισπανία ή το Chega στην Πορτογαλία, που είναι υπερφιλελεύθερες, και άλλες, όπως η Λεπέν στη Γαλλία, που υπερασπίζονται τον λεγόμενο σοβινισμό του κράτους πρόνοιας. Δεύτερον, όσον αφορά τις αξίες, οι θέσεις των Ακροδεξιών στη νότια και ανατολική Ευρώπη είναι πολύ πιο υπερσυντηρητικές σε σύγκριση με εκείνες των ομολόγων τους στην Ολλανδία ή στις Σκανδιναβικές Χώρες, οι οποίες είναι λίγο πιο ανεκτικές σε θέματα όπως τα δικαιώματα των LGBTQIA+ και οι αμβλώσεις. Τέλος, υπάρχουν και γεωπολιτικές διαφορές, καθώς κάποια από αυτά τα κόμματα είναι ρωσόφιλα και κάποια φιλοατλαντικά.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν κοινά σημεία. Το ένα είναι ο έντονος τακτικισμός -δηλαδή, η ικανότητα να αλλάζουν γρήγορα θέσεις σε κρίσιμα ζητήματα, χωρίς να έχουν κανένα ενδοιασμό μήπως εμφανιστούν ασυνεπείς, όπως στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στα μέτρα αντιμετώπισης του Covid-19-, με στόχο να καθορίζουν την ατζέντα των μέσων ενημέρωσης. Ομοίως, μοιράζονται την ικανότητα να χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να κάνουν viral τα μηνύματά τους, να συλλέγουν δεδομένα για τους πολίτες και να πολώνουν περαιτέρω την κοινωνία με πολιτισμικούς πολέμους. Ένα άλλο στοιχείο, όπως εξηγεί ο αργεντινός ιστορικός Πάμπλο Στεφανόνι, είναι η προθυμία να εμφανίζονται ως παραβάτες και επαναστάτες ενάντια σε ένα σύστημα που υποτίθεται ότι κυριαρχείται από μια Αριστερά η οποία έχει εγκαθιδρύσει μια προοδευτική ή «πολιτικά ορθή» δικτατορία. Οι νέοι ακροδεξιοί δεν έχουν απλώς γίνει πιο «ευπαρουσίαστοι», αλλά προσπαθούν επίσης να οικειοποιηθούν προοδευτικά και αριστερά εμβλήματα – ας σκεφτούμε για παράδειγμα τη χρήση της έννοιας της ελευθερίας ή φαινόμενα όπως ο ομοεθνικισμός ή ο οικοφασισμός – σε μια ιστορική στιγμή που χαρακτηρίζεται από αυτό που ο γάλλος κοινωνιολόγος Φιλίπ Κορκούφ έχει αποκαλέσει ιδεολογική σύγχυση.
Μια μεγάλη παγκόσμια οικογένεια
Παραφράζοντας τον ιστορικό Ρικάρντο Τσουέκα6, ο οποίος μελέτησε την ισπανική Φάλαγγα7 κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του Φράνκο, κάθε χώρα γεννά την Ακροδεξιά 2.0 που της ταιριάζει. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι κάθε ακροδεξιά είναι το τέκνο της πολιτικής κουλτούρας που κυριαρχεί σε ένα εκάστοτε εθνικό πλαίσιο. Έτσι, οι ιδιαιτερότητες των διάφορων Ακροδεξιών δεν αποκλείουν τη δυνατότητα να θεωρούνται μέρος μιας μεγάλης παγκόσμιας οικογένειας, αφού, επιπλέον, υπάρχουν υπερεθνικά δίκτυα που δραστηριοποιούνται για την ενίσχυση των υφιστάμενων δεσμών, την ανάπτυξη μιας κοινής ατζέντας και τη χρηματοδότηση αυτών των πολιτικών κομμάτων.
Αφενός, όλοι αυτοί οι πολιτικοί ηγέτες έχουν προσωπικές σχέσεις. Γνωρίζονται μεταξύ τους, επικοινωνούν συχνά, συγχαίρουν ο ένας την άλλη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συναντιούνται και συμμετέχουν σε συναντήσεις και εκδηλώσεις που διοργανώνονται από τα κόμματά τους. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι πολιτικές ομάδες «Ταυτότητα και Δημοκρατία» (ID) και «Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές» (ECR), οι οποίες περιλαμβάνουν τα ακροδεξιά κόμματα της ευρωπαϊκής ηπείρου αποτελούν ένα χώρο για την ανταλλαγή ιδεών και εμπειριών μεταξύ διαφόρων δεξιών κομμάτων. Είναι αλήθεια ότι η Ακροδεξιά δεν έχει καταφέρει, ούτε στο παρελθόν ούτε στο παρόν, να ενοποιηθεί σε μια ενιαία ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ούτε σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό κόμμα. Αλλά τα κόμματα που μετέχουν τόσο στο ID όσο και στο ECR κατανοούν σε σημαντικό βαθμό το πεδίο και μπορούν να καταλήγουν σε συμβιβασμούς, όπως αποδείχθηκε από το μανιφέστο για την υπεράσπιση της χριστιανικής Ευρώπης που υπέγραψε η πλειοψηφία αυτών των κομμάτων τον Ιούλιο του 2021.
Αφετέρου, τα παγκόσμια δίκτυα που δημιουργούνται από ιδρύματα και συντηρητικές δεξαμενές σκέψης αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Ένα από αυτά είναι το Συνέδριο Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης (CPAC), που συνδέεται με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των ΗΠΑ, το οποίο έχει απλώσει τα πλοκάμια του στην Αυστραλία, την Ιαπωνία, τη Βραζιλία, το Μεξικό και την Ουγγαρία. Ομοίως, υπάρχει το Atlas Network, ένας φορέας προώθησης των ιδεών της ελεύθερης αγοράς με έδρα την Ουάσινγκτον, και το Ίδρυμα Έντμουντ Μπερκ, ένα συντηρητικό ερευνητικό ινστιτούτο που ιδρύθηκε στην Ολλανδία το 2019 το οποίο συνδέεται με υπερσυντηρητικούς ισραηλινούς, αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς κύκλους. Ένα από τα βασικά στελέχη του είναι ο ισραηλινός φιλόσοφος Γιοράμ Χαζόνι, συγγραφέας του βιβλίου ΗThe Virtue of Nationalism [H αρετή του εθνικισμού] (2018) και πρόεδρος του Ινστιτούτου Herzl, βασικός εμψυχωτής του λεγόμενου «εθνικού συντηρητισμού».
Ταυτόχρονα, πολλά από αυτά τα κόμματα έχουν δημιουργήσει σχολές πολιτικής κατάρτισης, στους καθηγητές των οποίων περιλαμβάνονται συχνά μέλη της Ακροδεξιάς από άλλες χώρες. Η Μαριόν Μαρεσάλ Λε Πεν, ανιψιά της Μαρίν Λε Πεν, δημιούργησε στη Γαλλία το Ανώτατο Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας, Οικονομίας και Πολιτικής, το οποίο, μαζί με το Vox, διαθέτει παράρτημα και στη Μαδρίτη. Από τις πολλές φιλοκυβερνητικές οργανώσεις που δημιούργησε ο Όρμπαν στην Ουγγαρία, αξίζει να αναφερθεί το Mathias Corvinus Collegium, το οποίο έχει σήμερα περισσότερες από 20 εγκαταστάσεις στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τις Βρυξέλλες και περίπου 7.000 φοιτητές. Μεταξύ των προσκεκλημένων ομιλητών του πέρυσι ήταν και ο πρώην παρουσιαστής του [αμερικανικού συντηρητικού καναλιού] Fox News, Τάκερ Κάρλσον. Διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών του Κολλεγίου είναι ο ισπανός Ροντρίγκο Μπαγιεστέρ, ο οποίος συνδέεται με το Vox και τη δεξαμενή σκέψης του, το Ίδρυμα Disenso. Εν τω μεταξύ, στην Πολωνία, το ακροδεξιό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη προβάλλει το δικό του πανεπιστήμιο, το Collegium Intermarium, το οποίο συνδέεται με την υπερκαθολική δεξαμενή σκέψης Ordo Iuris. Επιπλέον, το ECR διοργανώνει μαθήματα για «μελλοντικούς ηγέτες» σε όλη την Ευρώπη μέσω του ιδρύματός του, New Direction.
Οι συνδέσεις γίνονται όλο και περισσότερο υπερατλαντικές. Αυτές οι συνδέσεις δεν οφείλονται μόνο στο CPAC ή στον ακτιβισμό της Ουγγαρίας του Όρμπαν, ο οποίος διοργανώνει φόρουμ όπως η Δημογραφική Σύνοδος της Βουδαπέστης, αλλά και στον ρόλο που διαδραματίζει το Vox, με επικεφαλής τον Σαντιάγο Αμπασκάλ, στη Λατινική Αμερική. Μέσω του Ιδρύματος Disenso, το εν λόγω κόμμα έχει αναπτύξει την έννοια της Ιβηρικής Σφαίρας, η οποία προωθεί τους δεσμούς μεταξύ δεξιών κομμάτων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, στην Ιβηρική Χερσόνησο και στη Λατινική Αμερική. Το 2020, το Vox εγκαινίασε τη Χάρτα της Μαδρίτης, ένα προγραμματικό μανιφέστο που επισημοποίησε την έννοια της Ιβηρικής Σφαίρας και κατέστησε δυνατή τη δημιουργία του Φόρουμ της Μαδρίτης. Ο οργανισμός αυτός, ο οποίος παρουσιάζεται ως αντίβαρο του Φόρουμ του Σάο Πάολο8 και της Ομάδας Puebla9, έχει διοργανώσει αρκετές συναντήσεις στην περιοχή, μεταξύ άλλων στην Μπογκοτά το 2022 και στη Λίμα το 2023, εκτός από τις συνόδους κορυφής της Ιβηρικής Σφαίρας. Με αυτόν τον τρόπο, το Vox έχει ενισχύσει τις σχέσεις με τα ακροδεξιά κόμματα της Λατινικής Αμερικής, από τη Βραζιλία έως τη Χιλή, περνώντας από την Αργεντινή, το Περού, την Κολομβία και το Μεξικό, προσφέροντας μ’ αυτόν τον τρόπο χώρους συνάντησης για την κοινή ατζέντα τους. Ένας από τους κύριους συνδέσμους ήταν ο Χέρμαν Τερτς, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Vox, τρίτος αντιπρόεδρος της Ευρω-Λατινοαμερικανικής Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης (EuroLat), γεγονός που δείχνει για άλλη μια φορά τη σημασία των δικτύων που δημιουργούνται στις Βρυξέλλες.
Σε όλη αυτή τη δραστηριότητα πρέπει να προσθέσουμε τα δίκτυα που δημιουργήθηκαν σε κύκλους χριστιανών φονταμενταλιστών, τα οποία είναι πολύ ενεργά τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι το Παγκόσμιο Συνέδριο Οικογενειών, μια αμερικανο-ρωσική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1997 και σήμερα έχει παραρτήματα σε όλο τον κόσμο. Μεταξύ των μελών του περιλαμβάνεται η οργάνωση HazteOír, που ιδρύθηκε το 2001 από τον ισπανό δικηγόρο Ιγκνάντσιο Αρσουάγα, ο οποίος στη συνέχεια, το 2013, ίδρυσε τη διεθνή ομάδα πίεσης CitizenGo. Ομοίως, το Πολιτικό Δίκτυο για τις Αξίες, με επικεφαλής τον Χοσέ Αντόνιο Καστ, διοργανώνει διατλαντικές συναντήσεις εδώ και μια δεκαετία. Μεταξύ των ηγετικών μελών του είναι ο Χάιμε Μαγιόρ Ορέχα, πρώην υπουργός της ισπανικής κυβέρνησης υπό τον Χοσέ Μαρία Αθνάρ του Λαϊκού Κόμματος, και ιδρυτής της «πολιτισμικής πλατφόρμας» One of Us, μιας καθολικής δεξαμενής σκέψης που υποστηρίζει την απαγόρευση της άμβλωσης, της ευθανασίας, του γάμου των ομοφυλόφιλων και της «ιδεολογίας των φύλων». Αυτή η σύντομη επισκόπηση είναι μόνο ένα μικρό δείγμα ενός πολύ καλά οργανωμένου και πυκνού δικτύου.
Κοινοβουλευτικές απολυταρχίες
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, είναι δύσκολο να μην θεωρήσουμε αυτούς τους πολιτικούς σχηματισμούς ως μέρος της ίδιας πολιτικής οικογένειας. Υπερασπίζονται σε μεγάλο βαθμό τις ίδιες ιδέες, προωθούν παρόμοιες πολιτικές και συμμετέχουν στα ίδια φόρουμ διεθνώς. Έχουν επίσης τους ίδιους στόχους. Πρώτον, επιδιώκουν να μετατοπίσουν τον δημόσιο διάλογο προς τα ακροδεξιά- δηλαδή να μετατοπίσουν το «παράθυρο Όβερτον»10, καθιστώντας αποδεκτές ρητορικές και αφηγήσεις που μέχρι πριν από λίγα χρόνια θεωρούνταν απαράδεκτες. Δεύτερον, επιδιώκουν να ριζοσπαστικοποιήσουν την παραδοσιακή Δεξιά είτε κατακτώντας την εκ των έσω είτε αναγκάζοντάς την να συμμαχήσει μαζί τους. Τρίτον, επιδιώκουν να έρθουν στην εξουσία για να εγκαθιδρύσουν μια ανελεύθερη δημοκρατία κατά το πρότυπο του Όρμπαν. Η σημερινή Ουγγαρία δεν είναι μια πλήρης δημοκρατία, αλλά ένα «υβριδικό καθεστώς κοινοβουλευτικής απολυταρχίας», όπως την χαρακτήρισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο του 2022.
Και η Ουγγαρία αποτελεί πρότυπο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Όρμπαν ταξίδεψε στο Μπουένος Άιρες στις 10 Δεκεμβρίου 2023 για να συμμετάσχει στην ορκωμοσία του Μιλέι και συναντήθηκε μ’ αυτόν. Παρομοίως, ακροδεξιοί ευρωπαίοι, αμερικανοί και λατινοαμερικάνοι πολιτικοί πηγαίνουν συχνά στη Βουδαπέστη για να μάθουν πώς να υπονομεύσουν τη δημοκρατία εκ των έσω. Όταν αποτυγχάνουν να το πετύχουν αυτό, υποστηρίζουν ότι έγινε νοθεία στις εκλογές και προτρέπουν σε βίαιες ενέργειες κατά των θεσμών, όπως συνέβη στην Ουάσινγκτον τον Ιανουάριο του 2021 και, δύο χρόνια αργότερα, στην Μπραζίλια. Οι Ακροδεξιές 2.0 δεν είναι ιστορικός φασισμός, αλλά αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, τη μεγαλύτερη σημερινή απειλή για τις δημοκρατικές αξίες.
Αρκεί να δούμε τις πολιτικές που υιοθέτησε ο Μιλέι μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Τις πρώτες εβδομάδες της διακυβέρνησής του, εισήγαγε μέτρα που αποσκοπούσαν στην απορρύθμιση της οικονομίας, μαζί με βίαιες περικοπές στην κοινωνική πρόνοια, επιθέσεις σε όλα αδιακρίτως τα πολιτικά δικαιώματα και την ποινικοποίηση των συνδικάτων και των διαμαρτυριών σε σημείο που να καταργήσει την ελευθερία του συνέρχεσθαι και των διαδηλώσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι παράλογο να γίνει παραλληλισμός μεταξύ του Διατάγματος Αναγκαιότητας και Επείγουσας Ανάγκης που υπέγραψε ο Μίλεϊ για να εφαρμόσει τη δική του «θεραπεία σοκ»-και ιδίως του προτεινόμενου από αυτόν πανομοιότυπου «Νόμου των βάσεων και των σημείων εκκίνησης για την ελευθερία των Αργεντινών»-και του «Νόμου Εξουσιοδότησης» που εγκρίθηκε από το γερμανικό κοινοβούλιο τον Μάρτιο του 1933. Στην πράξη, η ανατροπή του Κογκρέσου που επιδιώκει να επιβάλει ο Μιλέι με το λεγόμενο «νομοσχέδιο omnibus», [που περιλαμβάνει μια μεγάλη σειρά αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων] θα σημάνει το τέλος της διάκρισης των εξουσιών και του ίδιου του κράτους δικαίου. Με άλλα λόγια, το θάνατο της δημοκρατίας [στην Αργεντινή] – αυτό ακριβώς που συνέβη στη Γερμανία με την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ.
Ο Στίβεν Φόρτι είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης και ερευνητής του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας του Νέου Πανεπιστημίου της Λισαβόνας.
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις του Επιμελητή
1. Τώρα που γράφεται αυτή η σημείωση, έχει ήδη υπάρξει συμφωνία για το σχηματισμό αυτής της κυβέρνησης.
2. Ο Γκουστάβο Πέτρο είναι ο πρώτος αριστερός Πρόεδρος της Κολομβίας, πρώην μέλος της ένοπλης αντάρτικης οργάνωσης M19.
3. Ο Μαρκ Λαζάρ είναι καθηγητής Ιστορίας και Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού και ο Ιλβο Ντιαμάντι είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Ουρμπίνο.
4. Ο Χοσέ Αντόνιο Καστ είναι ακροδεξιός καθολικός επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος της Χιλής, ο οποίος ήταν υποψήφιος πρόεδρος της χώρας το 2021.
5. Ο Σαντιάγο Αμοακάλ είναι επικεφαλής του ισπανικού ακροδεξιού κόμματος Vox.
6. Η Μπεατρίθ Άτσα Ουγάρτε είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνιολογίας τους Πανεπιστημίου της Χώρας των Βάσκων.
2. Το κίνημα προάσπισης της εθνικής ταυτότητας
3. Η πολιτική εύνοιας των γηγενών πληθυσμών έναντι των μεταναστών.
4. Καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Κοπλουτένσε της Μαδρίτης.
5. Καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Δημοκρατίας της Ουρουγουάης.
6. Ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Σαραγόσα
7. Η Φάλαγγα είναι ιστορικό εθνικιστικό κόμμα της Ισπανίας το οποίο κατά τον εμφύλιο πόλεμο στήριξε τις δυνάμεις του Φράνκο.
8. Φόρουμ αριστερών πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων της αμερικανική ηπείρου, κυρίως της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, που ιδρύθηκεκτο 1990, στο Σάο Πάολο από το Εργατικό Κόμμα της Βραζιλίας.
9. Πολιτικό και επιστημονικό φόρουμ στο οποίο συμμετέχουν εκπρόσωποι της ευρείας Λατινοαμερικανικής και Νότιας Ευρωπαϊκής πολιτικής Αριστεράς, που ιδρύθηκε το 2019 στη μεξικανική πόλη Πουέμπλα.
10. Το «παράθυρο Όβερτον» είναι το εύρος των πολιτικών που είναι πολιτικά αποδεκτές από τον κυρίαρχο πληθυσμό σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ο όρος πήρε το όνομά του από τον αμερικανό πολιτικό αναλυτή Τζόζεφ Όβερτον, ο οποίος υποστήριζε ότι η πολιτική βιωσιμότητα μιας ιδέας εξαρτάται κυρίως από το αν εμπίπτει σε αυτό το εύρος και όχι από τις ατομικές προτιμήσεις των πολιτικών. Σύμφωνα με τον Όβερτον, το «παράθυρο» πλαισιώνει το εύρος των πολιτικών που μπορεί να προτείνει ένας πολιτικός χωρίς να φαίνεται πολύ ακραίος για να κερδίσει ή να διατηρήσει δημόσιο αξίωμα, δεδομένου του κλίματος της κοινής γνώμης μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.