Μια εβδομάδα μετά τις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, που έθετε, ανεβάζοντας τους τόνους, το ζήτημα του χρέους και της ποσοτικής χαλάρωσης στο κέντρο της δεύτερης διαπραγμάτευσης, που άρχισε προχθές Παρασκευή, στη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών είχε την ευκαιρία να συζητήσει για όλα αυτά με την ηγεσία της ευρωζώνης και να δοκιμάσει τα περιθώρια που έχει να κινηθεί η ελληνική πλευρά ως το τέλος του έτους.
Ποιο το συμπέρασμα; Μόνο από τις, κατά κανόνα, ολιγόλογες τοποθετήσεις των πρωταγωνιστών ή ακόμη και από τις μη τοποθετήσεις τους πάνω στα θέματα που έθεσε ο Έλληνας πρωθυπουργός, αυτό που μπορεί να συμπεράνει κανείς είναι ότι αναζητείται το νέο βήμα που θα γίνει, ως προώθηση –συγκεκριμενοποίηση των αποφάσεων του Eurogroup του Μαΐου για το χρέος. Αυτό, με τη σειρά του θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο και για την ποσοτική χαλάρωση, στόχος που, ως φαίνεται, ως πιο εφικτός παίρνει κεντρικότερη θέση στα αιτήματα της ελληνικής πλευράς κατά τη διαπραγμάτευση.
Πολλοί παράγοντες, ένα χρέος
Αυτό προκύπτει με πολλούς τρόπους. Κατ’ αρχάς, και στις Βρυξέλλες επιβεβαιώθηκε ότι το ζήτημα του χρέους είναι πολυπαραγοντικό και καθώς στην ουσία, όταν μιλάμε για ελληνικό χρέος μιλάμε για το ευρωπαϊκό χρέος, η διαπραγμάτευση δεν γίνεται μεταξύ Ελλάδας και ηγεσίας της ευρωζώνης -δηλαδή Γερμανίας – ΕΚΤ και ΔΝΤ- αλλά μεταξύ ΗΠΑ, Ευρωζώνης, ΔΝΤ, ΕΚΤ υπό την εποπτεία της Κίνας (στη συζήτηση με τον Αντώνη Παπαγιαννίδη υπάρχει σχετική ανάλυση). Στη συζήτηση προσέρχονται με διαφορετικές θέσεις ΗΠΑ, ευρωζώνη, ΔΝΤ, ΕΚΤ, Γερμανία, Γαλλία, Κομισιόν, Νότος, Βορράς. Η ελληνική πλευρά μπορεί να προσδοκά απ’ αυτό.
Πράγματι, στις Βρυξέλλες ο Αλέξη Τσίπρας πήρε διαφορετικές απαντήσεις από κάθε ένα συνομιλητή του. Ο κ. Ολάντ εμφανίστηκε να εκφράζει τη βούληση της κυβέρνησής του να προχωρήσει μια λύση για το χρέος. αναγνωρίζοντας, μάλιστα, την ανάγκη άρσης της αβεβαιότητας. Η κ. Μέρκελ απέφυγε να πει κάτι συγκεκριμένο παρά μόνο ότι η συζήτηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό επικεντρώθηκε στο προσφυγικό, το Κυπριακό και στην πρόοδο εφαρμογής του ελληνικού προγράμματος. Ωστόσο είναι γνωστή προγενέστερη δήλωση του κ. Σόϊμπλε, που απορρίπτει κάθε ιδέα μέτρων για το χρέος. Η άποψη των ΗΠΑ είναι γνωστή, όπως και του ΔΝΤ.
Η πιο ενδιαφέρουσα τοποθέτηση ήταν αυτή του κ. Ντράγκι, όπως και η διευκρίνιση επ’ αυτής του κ. Ντρούτι, συμβούλου της ΕΚΤ και υπεύθυνου για την Ελλάδα. Ο κ. Ντράγκι σημείωσε ότι «η ΕΚΤ θα εξετάσει, όταν έρθει η ώρα, με ανεξάρτητο τρόπο το θέμα του χρέους. Μέχρι τότε είναι πρώιμο να γίνονται εικασίες», αλλά ταυτόχρονα σχολίασε ότι «οι συζητήσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους συνεχίζονται, με την ΕΚΤ να έχει εκφράσει τις σχετικές ανησυχίες της για την πορεία του χρέους».
Οι αναλυτές συμπέραναν ότι ο κ. Ντράγκι, με τις δηλώσεις του ασκεί κριτική στην ευρωζώνη, η οποία πρέπει να αναλάβει δράση για τη βιωσιμότητα του χρέους, στην Αθήνα να εφαρμόζει κανονικά το πρόγραμμα και ως ΕΚΤ θα στηριχθεί σε μελέτη βιωσιμότητας του χρέους δική της, όχι σ’ αυτήν του ΔΝΤ. Οι δύο λέξεις κλειδιά, όπως σημειώνει στο Capital ο Γιάννης Αγγέλης είναι το «πρώιμη» και το «ανεξάρτητη» Ο κ. Ντρούτι διευκρίνισε ότι το ΔΣ της ΕΚΤ χρειάζεται μια πειστική έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, για να προχωρήσει στην ποσοτική χαλάρωση, διότι αυτή θα δείξει, μεταξύ άλλων, και το πώς επηρεάζεται η δημοσιονομική θέση της Ελλάδας. Αλλά η δημοσιονομική θέση της Ελλάδας επηρεάζεται άμεσα από τα μέτρα για το χρέος και κατά συνέπεια από τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Προϋπόθεση η βιωσιμότητα του χρέους
Αφετηρία στην ενημέρωση του πρωθυπουργού στους αξιωματούχους που συνάντησε, ήταν η ελληνική θέση ότι η κυβέρνηση υλοποίησε τη συμφωνία και τώρα είναι η σειρά των άλλων να την υλοποιήσουν. Ποιο βάρος δίνουν οι συνομιλητές του δεν γνωρίζουμε, αλλά επειδή οπωσδήποτε η κάθε μια πλευρά συνυπολογίζει και τα δικά της συμφέροντα, προχώρησε και σε επιχειρήματα περισσότερο οικονομικά. «Αν δεν ληφθούν εγκαίρως τα μέτρα για το χρέος θα υπάρχει κίνδυνος για την επιτυχία του προγράμματος» και εξέφρασε την πεποίθηση ότι το επόμενο διάστημα θα υπάρξουν κινήσεις από όλες τις πλευρές για να υπάρξουν θετικές εξελίξεις.
Τόνισε ακόμη ότι η βιώσιμη λύση για το χρέος δεν είναι θέμα εσωτερικής κατανάλωσης, αλλά αφορά την Ελλάδα, γιατί με αυτόν τον τρόπο η χώρα θα έχει τη δυνατότητα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και να δεχθεί ξένες επενδύσεις. Άλλωστε, πρόσθεσε ο πρωθυπουργός, «τα προγράμματα προσαρμογής έγιναν για να προετοιμάσουν τη δυνατότητα της Ελλάδας να έχει πρόσβαση στις αγορές. Αν δεν έχει πρόσβαση, τότε θα είναι διαρκώς αναγκασμένοι οι Ευρωπαίοι να βάζουν την Ελλάδα σε προγράμματα».
Νωρίτερα είχε αναφερθεί και στα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, υποστηρίζοντας ότι στο Γιουρογκρουπ του Μαΐου οι αποφάσεις σε σχέση με το χρέος ήταν θετικές, χωρίς βεβαίως να υπάρξει συγκεκριμενοποίηση των μέτρων το αμέσως επόμενο διάστημα. Πρόσθεσε, όμως, ότι είναι εφικτό να βρεθεί δυνατότητα συγκεκριμενοποίησης των βραχυπρόθεσμων μέτρων.
Με ύβρεις, αντί θέσεων, η ΝΔ
Ενώ όλα αυτά συνέβαιναν στις Βρυξέλλες, θα περίμενε κανείς ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης, θα παρενέβαινε, ασκώντας και κριτική βεβαίως στον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, αλλά προσέχοντας να συνεισφέρει στο βαρύ αυτό πρόβλημα για τη χώρα, για την ελληνική κοινωνία. Στην ομιλία του στο συνέδριο της ΟΝΝΕΔ, τη γραπτή που διανεμήθηκε, δεν υπήρχε καμία σχετική τοποθέτηση για το χρέος, αλλά μόνο οι γνωστές ύβρεις. Αυτό ανάγκασε τα φιλικά κανάλια και site να εξοικονομήσουν κάποια τοποθέτηση για τον πρόεδρο της ΝΔ από παλαιότερες τοποθετήσεις. Για το θέμα της οικονομίας, όπως ανάφεραν τα κανάλια, είναι σαφής η θέση της ΝΔ ότι η έλλειψη αξιοπιστίας από την πλευρά του κ. Τσίπρα και της ελληνικής κυβέρνησης δεν διευκολύνει αυτές τις συζητήσεις, αυτή την προσπάθεια της χώρας πρώτον για τη μείωση του χρέους, κάτι που το έχει πει και ο Κ. Μητσοτάκης, αλλά και για τη μείωση στα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2% κάτι που πρώτος το είχε βάλει στο τραπέζι των συζητήσεων. Μάλιστα αυτό που εκτιμούν και βλέπουν στη ΝΔ, πρόσθεσαν ακόμα, φαίνεται και από τις δηλώσεις των ξένων παραγόντων, οι οποίοι τι λένε ότι «δεν είμαστε σίγουροι αν πρέπει να δώσουμε το χρέος, καθώς δεν υπάρχει πίστη ότι θα γίνουν μεταρρυθμίσεις».
Η αδυναμία της ΝΔ να πάρει θέση στο ακανθώδες ζήτημα της εβδομάδας, δεν μπορεί να καλύπτεται από δημοσιογραφικές πηγές. Η δε αντιπαλότητα με την κυβέρνηση, την ωθεί σε τοποθετήσεις που ευνοούν τα επιχειρήματα εταίρων που αρνούνται την ελάφρυνση του χρέους, ενώ συγχρόνως στηρίζει τη σκλήρυνσης της οικονομικής πολιτικής στο εσωτερικό.
*Ιδεολογική διελκυστίνδα
Οι θεσμοί, δηλαδή οι εκπρόσωποι των δανειστών, είναι ξανά εδώ και η διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση έχει αρχίσει. Αλλά καθώς τα ποσοτικά στοιχεία, με την μορφή θηριωδών δημοσιονομικών μεγεθών, έχουν τελειώσει στην πρώτη αξιολόγηση, εκείνο που τώρα αποκτά κεντρικότερη θέση είναι το ιδεολογικό, το κοινωνικό στοιχείο. Δυο τομείς -αφήνουμε στην άκρη ως μείζον θέμα ούτως ή άλλως τα εργασιακά- συγκεντρώνουν, απ’ αυτή την άποψη, ενδιαφέρον.
Ο ένας τομέας είναι η παιδεία. Οι μέχρι τώρα παρεμβάσεις του υπουργείου Παιδείας δεν έχουν καμία απολύτως δημοσιονομική επίπτωση. Έχουν, όμως, ιδεολογική και πολιτική σημασία για τους εκπροσώπους των δανειστών, οι οποίοι κακώς νομίζουμε ότι αυτό που τους ενδιαφέρει σε μεγάλο βαθμό είναι το ποσοτικό στοιχείο, τα νούμερα. Τους ενδιαφέρουν εξίσου και τα ιδεολογικά, δηλαδή το πώς θα εγκατασταθούν νεοφιλελεύθερες αποικίες μέσα στη λειτουργία των θεσμών, που θα ορίζουν την καθημερινότητά τους. Το ζήτημα των αλλαγών στην ιδιωτική εκπαίδευση, απ’ αυτή την άποψη, δηλαδή η διασφάλιση του ρόλου και της εργασιακής θέσης του εκπαιδευτικού και τις ανάλογες με το δημόσιο σχολείο λειτουργίες ήρθαν στο τραπέζι και αμφισβητούνται.
Ο άλλος τομέας είναι η κοινωνική πρόνοια και αλληλεγγύη. Είναι γνωστή η απέχθεια των θεσμών σε κάθε είδους επιδόματα και στο πλαίσιο αυτό η άρνηση από την αρχή στο πρόγραμμα για την αντιμετώπιση των ακραίων συνεπειών της κρίσης και των μνημονίων, που υλοποιούνται από το υπουργείο Εργασίας. Τώρα, όμως, που προετοιμάζεται ο μετασχηματισμός της πολιτικής για την αλληλεγγύη και η αναζήτηση των αναγκαίων πόρων, οι εκπρόσωποι των θεσμών, ιδίως του ΔΝΤ ζητάει αίμα για άλλη μια φορά. Οι πιο εύκολες πηγές είναι η μείωση στο κατώτατο αφορολόγητο και η περικοπή προνοιακών επιδομάτων, που καλύπτουν στοιχειώδεις ανάγκες πολύ επιβαρυμένων συμπολιτών μας. Είναι φανερή όχι μόνο η αναλγησία, αλλά βεβαίως και η ταξική οπτική τους.
Η πολιτική στόχευση των εκπροσώπων των δανειστών, όπως εκφράζεται προς το παρόν στα κατώτατα τεχνικά κλιμάκια, συμπληρώνεται, πρώτον, από την επιμονή τους για ανάκληση φιλολαϊκών μέτρων, που έχουν παρθεί από αυτή την κυβέρνηση, έτσι που να μην επιβαρυνθεί μια επόμενη με αυτό το έργο· δεύτερον, με μία στάση που και όταν ακόμη η ελληνική πλευρά «παίζει» με τους δικούς τους κανόνες, τότε σπεύδουν και τους αλλάζουν, βάζοντας νέα προαπαιτούμενα. Προέχει, στο σχέδιό τους, η πολιτική υπονόμευση της κυβέρνησης.
Δεν πρέπει να απλοποιεί κανείς τις δυσκολίες που ανακύπτουν και τη θέση υπεροχής των εκπροσώπων της επιτροπείας. Αλλά σ’ αυτά τα αξιακά ζητήματα, που σημειωτέον δεν υπάρχουν και στη συμφωνία αλλά προσαρτώνται, δεν πρέπει η κυβέρνηση να κάνει πίσω. Για τους ίδιους λόγους που το επιθυμούν και εκείνοι.
Πηγή: Η Εποχή