Η αιφνίδια εκδημία του 47χρονου ζωγράφου Στέλιου Φαϊτάκη δεν σήμανε απολύτως τίποτε για τη ναρκωμένη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, πολύ περισσότερο για το υπουργείο Διαμελισμού Αρχαιοτήτων και Εκποίησης Πολιτιστικού Αποθέματος. Σήμανε όμως πολλά για μια μειοψηφία, λίγο-πολύ την ανήσυχη γενιά του, που θαύμασε τα έργα του μεγάλου μαΐστορα και γκραφιτά Bizare, σε δρόμους, δημόσιους χώρους και εκθέσεις, από πριν τον Δεκέμβρη του 2008 έως και σήμερα ― περισσότερο από μια εικοσαετία.
Έχω πάντα μες στα μάτια μου και στο πνεύμα μου την τοιχογραφία στην Ελαΐδα, την είδα χιλιάδες φορές και πάντα την πρόσεχα. Εχω ολοζώντανη τη ζωγραφιά του στην αφίσα του χώρου Νοσότρος, τον Δεκέμβρη ’08, με τον στίχο του Γιάννη Ρίτσου «Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας και δεν μπορούμε πια να κοιμηθούμε». Εγραφα τότε: «έτσι περιγράφεται η δίψα για ζωή στην αφίσα, κάτω από μια εντυπωσιακή μοντερνοβυζαντινή ζωγραφιά του πιο ταλαντούχου ίσως ζωγράφου της γενιάς του, του ελευθεριακού, ρομαντικού Φαϊτάκη».
Ετσι, μοντερνοβυζαντινό, τον παρουσίασα στο Πρίνστον, στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών, το 2010, μαζί με την αντιπροσωπευτική τέχνη του ταραγμένου καιρού μας· κι έτσι τον αντελήφθη εντυπωσιασμένος ο σπουδαίος ιστορικός Πίτερ Μπράουν που παρακολουθούσε την παρουσίαση.
Ετσι αντίκρισα τον Φαϊτάκη στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2011, να τυλίγει με το mural του το εθνικό περίπτερο της Δανίας, επιλεγμένος από την οξυδερκή επιμελήτρια Κατερίνα Γρέγου. Κι έτσι οικείο και αιθέριο μαζί τον σκεφτόμουν πριν κάνα χρόνο όταν εξέθεσε στην Αθήνα, σκεπτόμενος να του αφιερώσω ένα πόντκαστ ― που δεν το έκανα. (Μετανιώνω.)
Μural με ένα «καλό» χέρι
Από την πληθωρική πτυχιακή τοιχογραφία του στη Σχολή Καλών Τεχνών έως τη φλογισμένη εικονογράφηση του Δεκέμβρη και τις συμμετοχές στις μεγαλύτερες εκθέσεις του πλανήτη, ο Στέλιος Φαϊτάκης ζωγράφιζε αδιάκοπα, χωρίς πολλά λόγια, ταπεινός και απλός, με αυτοπεποίθηση, με ένα «καλό» χέρι, με συνεσταλμένο χαμόγελο και μια πυκνή μαύρη γενειάδα, ένας γλυκύς και πράος ησυχαστής μες στο πλήθος των συγκρούσεων που ιστορούσε, μα κι ένας παράδοξος προορατικός. Στη ζωγραφική του προεικόνιζε τα μελλούμενα να συμβούν: ας πούμε, στην πρώτη Μπιενάλε των Αθηνών (Destroy Athens) το 2007, με ανοιχτό το στόμα θαύμαζα το τεράστιο επιβλητικό μουράλ «Ο Σωκράτης πίνει το κώνειο». Προεικόνιζε, με τον τρόπο του, τον Δεκέμβρη ’08. Αναλόγως ζωγράφισε προορατικά την βιοπολιτική της πανδημίας του 2020-22, λίγα χρόνια προτού συμβεί.
Τον κόσμο μας άρα ζωγράφιζε, τον καιρό μας, όπως τον έβλεπε και τον ανάπλαθε και τον ύψωνε στα έργα του με μια φλογισμένη ιερότητα, αναμιγνύοντας οργανικά αλήτες και αγγέλους, αναρχικούς και μπάτσους, οσιομάρτυρες της επανάστασης και ρουφιάνους ― ένας Φίλιπ Ντικ της ζωγραφικής στους δρόμους της οικουμένης.
Τι και πώς ζωγραφίζει; Μας το λέει ο ίδιος, με σαφήνεια:
«Ριζωμένος στη Βυζαντινή τέχνη, ερευνώ, ανακαλύπτω και χρησιμοποιώ μια πληθώρα τρόπων καλλιτεχνικής δημιουργίας που πηγάζουν από διαφορετικές παραδόσεις, όπως τη Μεξικανική μνημειακή ζωγραφική, την τέχνη του Θιβέτ, της Ιαπωνίας, τη σχολή της Φλάνδρας και άλλες. […] Η ανθρωποκεντρική ζωγραφική μου περιλαμβάνει σουρεαλιστικά στοιχεία, είναι γεμάτη από αλληγορίες και παράδοξα, χρησιμοποιεί ελεύθερα τη φαντασία ξεπερνώντας την αυστηρά λογική σκέψη.»
Πηγή έμπνευσης για τον Φαϊτάκη είναι κυρίως η βυζαντινή τέχνη, αλλά όχι μόνον αυτή. Είναι και η ιαπωνική ζωγραφική-χαρακτική Ουκίγιο-ε, η τέχνη που υπηρέτησαν μεταξύ άλλων ο Χιρόσιγκε και ο Χοκουσάι, και τόσο επηρέασε τον αναδυόμενο ιμπρεσιονισμό στην Ευρώπη. Είναι η τέχνη του Πάολο Ουτσέλο στη Μάχη του Σαν Ρομάνο, είναι η τέχνη του Ιερώνυμου Μπος και του Μπρύγκελ, είναι η τέχνη των μικρογραφιών με τα πυκνά στρώματα αφηγήσεων και συμβόλων. Η ζωγραφική του περιέχει χωνεμένες και αφομοιωμένες, μετασχηματισμένες, όλες αυτές τις παραδόσεις· όλα τα εικονολογικά-συμβολικά συσσωρεύματα, που θα ανέλυε ένας Πανόφσκι, αλλά και όλες τις φορμαλιστικές ζητήσεις που θα αναλύαμε με τα εργαλεία ενός Βέλφλιν.
Μαζί τους και η πνευματικότητα, το υπερβατικό, το μυστικό, η μαγεία. Στην τέχνη του Φαϊτάκη, τέχνη δημόσια και εκτενή, αλλά και τέχνη παραδόξως εφήμερη και φθαρτή, αναγνωρίζουμε την τελετουργική τέχνη των ευχών-μαντάλα του θιβετιανού βουδισμού, φτιαγμένων από χρωματιστούς κόκκους άμμου, περίτεχνα έργα προορισμένα να καταστραφούν και να επιστραφεί η άμμος στα ποτάμια ― όπως καταστρέφεται τελετουργικά το περίτεχνο κόλλυβο το ζωγραφισμένο με ανθίβολα, στο Αγιο Όρος. Είναι η μνημειακότητα αξεδιάλυτη με τη φθαρτότητα. Μια φθαρτή μνημείωση του ρομαντικού πάθους, και ταυτοχρόνως ένας αντιρομαντισμός: ο καλλιτέχνης δεν διεκδικεί να είναι ο Ήρωας ή ο Άγιος των μοντέρνων καιρών, μένει ταπεινός, εν αυτογνωσία. Με τα λόγια του: «Τα πάντα στον υλικό κόσμο είναι φθαρτά. Κι εμείς θα φύγουμε μια μέρα. Και ό,τι βλέπουμε γύρω μας θα σταματήσει μια μέρα να υπάρχει. Δεν βρίσκω εγώ έναν λόγο να πρέπει εγώ να διατηρήσω τα έργα μου» (2013, ημερίδα του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων).
Σιτουασιονίστ μύστης
Μας έχει δώσει όλα τα κλειδιά για το έργο του, το εκ πρώτης όψεως προφανές και ευανάγνωστο:
«Η ειρωνεία, το δράμα, οι μεταφορές και οι συμβολικοί κώδικες αποτελούν τα περαιτέρω εργαλεία που συνεργάζονται για να δημιουργήσουν ένα γρίφο, μια παράθεση συγγενών εικόνων με αινιγματικές σχέσεις μεταξύ τους, που πάντα όμως καταλήγουν σε ένα σημείο αρμονικής ισορροπίας. […] Η Δυτική σκέψη, τείνοντας όλο και περισσότερο προς μια μηχανιστική αντίληψη του κόσμου και του ίδιου του ανθρώπου, έχει συστηματικά απορρίψει έννοιες όπως «μαγεία» και «μυσταγωγία» υποβαθμίζοντας την σημασία τους. Η δουλειά μου είναι εδώ για να συνεισφέρει στο να επανέλθουν εκεί όπου αισθάνομαι πως τους αξίζει να βρίσκονται, ειδικά όταν εμπλέκεται η τέχνη: στην κορυφή των φιλοφρονήσεων».
Στην «κορυφή των φιλοφρονήσεων»: αυτό ας διαβαστεί μαζί με το μεγάλο κλειδί που έδωσε στην ημερίδα του ΣΕΑ, το 2013: Κάνω εκτροπή, είπε. Δεν χρησιμοποιεί τα σύμβολα και τις φόρμες στο παραδεδομένο τους πλαίσιο. Δεν είναι αγιογράφος, λέει και ξαναλέει. Δεν είναι χριστιανός, είναι αναρχικός. H εκτροπή-détournement είναι κομβική έννοια του σιτουασιονισμού. Ο Φαϊτάκης είναι ένας σιτουασιονίστ μύστης, με τον τρόπο του Asger Jorn και του Γκι Ντεμπόρ· είναι ένας περιπλανώμενος μυστικός, με τον τρόπο του Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Τέλος, πίσω από τα σύμβολα, τους μύθους, τη μαγεία, πάνω και από τους αφηγούμενους κόσμους, τις απροδόκητες συναντήσεις πραγματικού και ουτοπικού, τι μένει; Η ζωγραφική καθαυτή… Πώς το λέει ο Μωρίς Ντενί; «Ενα έργο ζωγραφικής, προτού γίνει αντιληπτό ως απεικόνιση ενός πολεμικού ίππου, μιας γυμνής γυναίκας ή ενός οποιουδήποτε ανεκδότου, είναι ουσιαστικά μια επίπεδη επιφάνεια καλυμμένη με χρώματα, συνδυασμένα σε μια κάποια διάταξη».
Σύμβολα, φόρμες, ιστορήσεις ορατών τε και αοράτων, καθαρή ζωγραφική. Ο Φαϊτάκης μάς κληροδοτεί ακόμη κάτι: τη χαρά του βλέμματος, την περιπέτεια του βλέμματος στους ανοιχτούς δρόμους. Γι΄ αυτό αγαπήθηκε, γιατί έκανε και πάλι τη ζωγραφική δραστική, συναρπαστική, πλούσια, πολύσημη, την έβγαλε από την γκαλερί και το μουσείο και την πρόσφερε απλόχερα, ανιδιοτελώς, ανοιχτή και δημόσια, λαϊκή και ονειρική, φθαρτή και αιώνια. Κι έτσι θα ζει στις καρδιές όσων μπόρεσαν να δουν κι όσων θα βλέπουν τα έργα του Στέλιου Bizare με το σεμνό χαμόγελο και την πυκνή γενειάδα. «Ούτω και η ανάστασις των νεκρών. Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία».
Νίκος Ξυδάκης
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ