Οι αμερικανικές εκλογές δεν κρίθηκαν στα identity politics αλλά στην τσέπη της εργατικής τάξης. Τι θα κάνει ο Τραμπ για αυτό όμως και τι πρέπει να κάνουν οι Δημοκρατικοί για να ανακάμψουν;
Το αποτέλεσμα
Αντιθέτως με το τι ακούστηκε την πρώτη μέρα μετά τις Αμερικανικές εκλογές στη χώρα μας, ήταν η οικονομία αυτή που αποτέλεσε κατά πάσα πιθανότητα τον βασικό παράγοντα που διαμόρφωσε τα αποτελέσματα. Οι δημοσκοπήσεις, άλλωστε, οι οποίες προέβλεψαν πολύ καλά τα αποτελέσματα, είχαν αναδείξει εδώ και καιρό αυτήν την παράμετρο ως τον βασικό φόβο των Δημοκρατικών. Ταυτόχρονα, ο Ντόναλντ Τραμπ έλαβε σχεδόν τον ίδιο αριθμό ψήφων με το 2020, ενώ η Κάμαλα Χάρρις έλαβε κοντά στα 10 εκατομμύρια λιγότερες ψήφους από τον Τζο Μπάιντεν. Το αποτέλεσμα, δηλαδή, δεν αποτυπώνει κάποια ευρύτερη μετακίνηση της αμερικανικής κοινωνίας προς τον Τραμπ, αλλά το ότι οι Δημοκρατικοί δεν κατάφεραν να προσφέρουν ένα αφήγημα ικανό να κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους που τους είχαν στηρίξει στις προηγούμενες εκλογές. Για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια, μάλιστα, οι Δημοκρατικοί έχασαν την πλειοψηφία στις ψήφους, γεγονός που αποκαλύπτει μια πιο ομοιογενή πολιτική σκηνή.
Βασικό στοιχείο των exit polls: το 60% των ψηφοφόρων δήλωνε απογοητευμένο από την κυβέρνηση Μπάιντεν, με κύριο λόγο την οικονομία. Το αποτέλεσμα αντικατοπτρίζει ένα διεθνές μοτίβο: σε όλες τις μεγάλες χώρες που έγιναν εκλογές το 2024, οι κυβερνώντες έχασαν. Αυτό είναι κάτι πολύ ασυνήθιστο και πηγάζει από το αίσθημα οικονομικής αβεβαιότητας που δημιούργησαν στους πολίτες τα δύο χρόνια υψηλού πληθωρισμού.
Έσπασαν οι παραδοσιακοί δεσμοί
Τα exit polls έδωσαν και άλλα στοιχεία για το ποιοι ήταν οι βασικοί λόγοι που καθοδήγησαν την ψήφο των πολιτών. Και εκεί αποκαλύπτεται ότι η προτεραιότητα των ψηφοφόρων του Τραμπ δεν ήταν η μετανάστευση, αλλά η οικονομία. Ακόμα, η θεματολογία της «woke ατζέντας» —ότι και αν σημαίνει αυτό για όσους χρησιμοποιούν τη φράση — δεν αποτέλεσε κύριο ζήτημα για την μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων.
Ταυτόχρονα, στο πεδίο της κατανομής των ψήφων με βάση τη φυλετική ταυτότητα, παρατηρήθηκε διάρρηξη παλαιών συστοιχίσεων, με τους Λατίνους ψηφοφόρους να είναι πλέον 50-50 μεταξύ των δύο κομμάτων. Ταυτόχρονα η Χάρρις κατέγραψε καλύτερα ποσοστά στους λευκούς ψηφοφόρους από ό,τι ο Ομπάμα το 2012.
Ένα στοιχείο μοιάζει πια να είναι το κύριο διαχωριστικό των ψηφοφόρων το δυο κομμάτων: το μορφωτικό επίπεδο. Ο Τραμπ φαίνεται να κερδίζει την υποστήριξη της εργατικής τάξης, σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς οι οποίοι χάνουν σταδιακά την απήχησή τους στο συγκεκριμένο κοινό.
Το αφήγημα
Παρ’ όλη την απογοήτευση των ψηφοφόρων για την οικονομία, οι αριθμοί δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Αμερικανών βρίσκεται σε οικονομικά καλύτερη θέση αυτή τη στιγμή απ’ ό,τι πριν από τέσσερα χρόνια. Ειδικά το κατώτερο 10% της εισοδηματικής κατανομής μοιάζει να έχει βελτιωθεί με ρυθμούς πολύ γρήγορους για τα δεδομένα των ΗΠΑ.
Εφόσον στο photo finish οι Αμερικάνοι βρίσκονταν σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση, προκύπτει ένα ερώτημα: είναι το πώς ένιωσαν οι πολίτες κατά τη διάρκεια του πληθωρισμού που επηρέασε τις επιλογές τους ή το αρνητικό αφήγημα που ανέπτυξε ο Τραμπ γύρω από την οικονομική κατάσταση;
Και στις δύο περιπτώσεις η εκλογική αναμέτρηση ανέδειξε την ανεπάρκεια των Δημοκρατικών να διαμορφώσουν το δικό τους θετικό αφήγημα, ένα πρόβλημα που μοιάζει να επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια και για την (κέντρο)αριστερά στην Ευρώπη. Πολύ απλά, οι Δημοκρατικοί δεν κατάφεραν να απευθύνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα για το πως η οικονομική τους πολιτική θα ωφελήσει την εργατική τάξη.
Trump Economics
Ο Τραμπ για καλή του τύχη, όπως και το 2016, αναλαμβάνει μια αμερικανική οικονομία σχεδόν σε άριστη κατάσταση. Αυτό δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με το πώς θα χειριστεί την οικονομία καθώς στο παρελθόν είχε επιλέξει να μειώσει φόρους (αρκετούς από αυτούς στα πολύ υψηλά οικονομικά κλιμάκια) δημιουργώντας ένα μεγάλο δημοσιονομικό πρωτογενές έλλειμμα το οποίο επιβάρυνε υπερβολικά το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ. Αυτό, μάλιστα, έγινε σε αντίθεση με βασικές αρχές της μακροοικονομίας που επιβάλλουν τη μείωση του χρέους σε περιόδους άνθησης, ώστε να υπάρχει χώρος για ελλείμματα σε περιόδους κρίσης.
Ένα από τα επιτεύγματα της κυβέρνησης Μπάιντεν υπήρξε η επιστροφή μιας θετικής βιομηχανική πολιτικής. Το σημαντικότερο παράδειγμα υπήρξε το CHIPSAct που βοήθησε ώστε οι ΗΠΑ να μπουν δυναμικά πάλι στο τεχνολογικό παιχνίδι, την περίοδο που η γενικευμένη είσοδος της Τεχνητής Νοημοσύνης στην οικονομία αυξάνει τη ζήτηση για τέτοια προϊόντα και η Δύση τρέχει να απεξαρτηθεί από την Κίνα για να καλύψεις τις ανάγκες της. Ο Τραμπ έχει ανακοινώσει την πρόθεση του να αλλάξει κατεύθυνση, αντικαθιστώντας τις νέες αυτές πολιτικές με δασμούς. Η κίνηση αυτή θα αυξήσει (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα αλλά πιθανόν και μακροπρόθεσμα) τις τιμές των αγαθών, έχοντας αμφίβολα αποτελέσματα στην εγχώρια παραγωγή.
Υπάρχει, όμως, το ενδεχόμενο, τα λάθη του στην οικονομική πολιτική να μην γίνουν άμεσα αντιληπτά από την αμερικανική κοινή γνώμη, καθώς η τρέχουσα καλή κατάσταση της οικονομίας ίσως καθυστερήσει τις επιπτώσεις των αποφάσεών του.
Οι Δημοκρατικοί και η εργατική τάξη
Οι Δημοκρατικοί, από την άλλη, καλούνται να βρουν ένα νέο αφήγημα που θα ενθουσιάσει ξανά την εργατική τάξη και θα την κινητοποιήσει να τους υποστηρίξει. Για να το επιτύχουν, πρέπει να εστιάσουν σε ένα νέο οικονομικό όραμα, που θα αναγνωρίζει και θα προσπαθεί να διορθώσει τις γεωγραφικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις μεγάλες οικονομικές αλλαγές, όπως το διεθνές εμπόριο, η τεχνητή νοημοσύνη και η πράσινη μετάβαση, χωρίς όμως να δημιουργήσουν μια κλειστή οικονομία που θα χάσει όλα τα πιθανά οφέλη. Η βιομηχανική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν ήταν μία αρχή, αλλά απαιτείται ένας πολύ πιο διορατικός συνδυασμός πολιτικών για την αγορά εργασίας και τη φορολογία.
Για να προσελκύσουν ξανά την εργατική τάξη, βασικό στοιχείο του νέου αφηγήματος πρέπει να είναι οι επιθυμίες του συγκεκριμένου κοινού για την καθημερινότητά του, την ανάπτυξη και τις προοπτικές των τοπικών κοινωνιών.
Στέφανος Τύρος