Υπάρχει στην Ελλάδα μια δυσανεξία στην κριτική που εμφανώς έρχεται από τα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Κομμάτι μιας διεθνούς ακροσυντηρητικής αντεπίθεσης που εκτυλίσσεται με σημαιοφόρο τον Τραμπ και την πρακτική λογοκρισία Αμερικανών κωμικών και εκδίωξη τους απο τα ΜΜΕ οπου εργάζονταν. Η περίπτωση του Άγνωστου Στρατιώτη έφερε ξανά στο φως την πρόσφατη περίπτωση με την καταγγελία προς τον κωμικό Πάρι Ρούπου για το σχόλιό του για την ελληνική σημαία. Ευκαιρία να πούμε δύο πράγματα.
Υπάρχουν δύο σημαίες. Ή, αλλιώς, δύο κόσμοι που συμβολίζει η σημαία. Η ελληνική σημαία αυτών που πολεμούσαν τους Ναζί. Και ελληνική σημαία των συνεργατών τους. Η ματωμένη ελληνική σημαία του Πολυτεχνείου. Και η σημαία του τανκ που μπήκε μέσα. Η σημαία που κρατάνε αυτοί που κατεβαίνουν στο δρόμο για τα Τέμπη. Και η σημαία που συμβολίζει τον κρατικό μηχανισμό και την πολιτική τάξη που προκάλεσε το δυστύχημα και προσπαθεί να συγκαλύψει τις ευθύνες του. Η ελληνική σημαία που σηκώνει ο Αντετοκούνμπο. Και αυτή που είναι ραμμένη στα μπουφάν των Χρυσαυγιτών. Η ελληνική σημαία δίπλα στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Κι αυτή που βλέπουμε σε σχολεία που εξοντώνουν εφηβείες και σε νοσοκομεία που μοιάζουν με πεδία μάχης. Κι αν, λοιπόν, κάποιος έχει μεγαλώσει νιώθωντας μεγάλο το σκοτεινό βάρος αυτής της δεύτερης σημαίας στη ζωή του, αν για αυτόν η σημαία συνδέεται πιο πολύ με τα αρνητικά στοιχεία αυτής της χώρας, ποιοι είμαστε εμείς που θα του απαγορεύσουμε να το νιώθει και να το λέει; Κι αν ένας καλλιτέχνης θέλει να το εκφράσει, με το δικό του ύφος, ποιοι είμαστε εμείς για να τον σταματήσουμε;
Μου άρεσε το αστείο του Πάρι Ρούπου για τη σημαία; Όχι. Έχει καμιά σημασία; Οπωσδήποτε όχι. Τι έχει σημασία; Να μπορεί ο καθένας από όπου έχει επιλέξει να στέκεται, στο πεδίο του δημόσιου και του ιδιωτικού λόγου, να μπορεί να αναδεικνύει αυτά που θεωρεί κακώς κείμενα. Αν σήμερα εκτοπίζεται από ένα τμήμα του δημόσιου χώρου και λόγου ένας κωμικός επειδή μας είπε με τι πράγματα είναι συνδεδεμένη στο δικό του μυαλό η σημαία, δηλαδή επειδή μας είπε αυτά που θεωρεί προβλήματα του κράτους, τι θα γίνει αύριο; Αν ένας δημοσιογράφος πει ότι η Ελλάδα είναι μια φριχτή χώρα; Αν μια πανεπιστημιακός πει ότι τα σύμβολα αυτής της χώρας, όπως και της κάθε χώρας, έχουν ως φορτίο πολύ τιμητικά και ταυτόχρονα πολύ ντροπιαστικά πράγματα; Και αν κάποιοι άλλοι ακροδεξιοί κάνουν καμπάνια για να ζητήσουν από την εφημερίδα ή από το πανεπιστήμιο που εργάζονται να τους διώξει, τι θα γίνει; Είναι αυτή η χώρα στην οποία θέλουμε να ζούμε; Είναι αυτή μια κοινωνία με ελευθερία έκφρασης, μια κοινωνία φιλελεύθερη;
Και κάτι ακόμη. Πόσο -αδιανόητα- τυφλό είναι να μιλάει με αφορμή αυτό το θέμα κάποιος από τη σκοπιά, υποτίθεται, του προοδευτικού χώρου, ειδικά όταν έχει και πολιτικό αξίωμα και να μην μπορεί να δει την μεγάλη εικόνα και το πραγματικά κρίσιμο; Ότι, δηλαδή, δυο ακροδεξιοί έκαναν καμπάνια και κατάφεραν να ασκήσουν πίεση ώστε να έχει συνέπειες ένας άνθρωπος που είπε κάτι που δεν τους άρεσε. Πόσο απαράδεκτο είναι αν μπροστά σε αυτήν την τόσο επικίνδυνη εξέλιξη η απάντηση ενός δημόσιου προσώπου του περιώνυμου «προοδευτικού χώρου», -ο οποίος με κάτι τέτοια καθίσταται κενό γράμμα- δεν είναι η υπέρασπιση της δημοκρατίας, η υπεράσπιση του δικαιώματος στην κοινωνική κριτική ακόμη κι αν δεν μας αρέσει ούτε η μορφή ούτε το περιεχόμενο, αν η απάντηση του είναι άλλη μια επίθεση στον καλλιτέχνη. Γιατί πάσχει από προφανή πολιτική τύφλωση.
Και θα πει κανείς: «Είναι προοδευτικό να μιλάς έτσι για τη σημαία;». Όχι. Ούτε το να είναι, όμως, gay κάποιος είναι προοδευτικό. Αλλά είναι προοδευτικό αν θέλουν οι gay να έχουν το δικαίωμα να παντρεύονται. Δηλαδή, ξέρετε τι είναι προοδευτικό; Ό,τι επιτρέπει στους ανθρώπους να ζουν ελεύθεροι. Να δρουν, να εκφράζονται ελεύθερα, αφού αυτό δεν πλήττει τα δικαιώματα των άλλων. Αλλά, τα δικαιώματα! Όχι τις ευαισθησίες τους. Ούτε τις πελατείες τους.