Μια βασική διαφορά ενός συντηρητικού ανθρώπου από έναν φονταμενταλιστή είναι η εξής. Ο συντηρητικός διαφωνεί με τις καινούριες ιδέες, τις καταπολεμά και προσπαθεί να σε πείσει για τις δικές του. Ο φονταμενταλιστής, όμως, θέλει όχι να σε πείσει, αλλά να σου επιβάλει τις απόψεις του, διά νόμου και πειθαναγκασμού.
Είναι αυτό εναντίον του φιλελευθερισμού που είναι το θεμέλιο των δημοκρατικών συστημάτων στα οποία -λέμε πως- ζούμε; Ασφαλώς είναι. Κι ας το δούμε με την πρόσφατη περίπτωση της Πινακοθήκης. Η επιθυμία να απαγορευτούν τα έργα που κάποιοι νιώθουν πως «προσβάλουν» τα σύμβολα της πίστης τους δεν παραβιάζει μόνο το δικαίωμα του ατόμου (του ζωγράφου εν προκειμένω) στην έκφραση. Αλλά και το δικαίωμα όλων των ανθρώπων (ακόμη και αυτών που εκ των προτέρων καταδικάζουν το έργο) να δουν και να κρίνουν από μόνοι τους. Το δικαίωμα να μην κρίνει και να μην αποφασίζει κανένας για λογαριασμό τους. Ξαναλέω, εφόσον λέμε πως ζούμε σε ένα καθεστώς δημοκρατικό και όχι σε ένα κράτος απολυταρχικό. Εφόσον δεν ζούμε σε μια κοινοβουλευτική θεοκρατία όπως το Ιράν ή σε ένα σύστημα όπως η Σαουδική Αραβία ή ο σταλινισμός όπου το κράτος λέει ευθέως πως «δικαιούται» να αποφασίζει χωρίς εσένα «για το δικό σου καλό» το τι επιτρέπεται να βλέπεις – να ακούς – να διαβάζεις. Άρα, τελικά, τι επιτρέπεται να σκέφτεσαι.
Είναι αυτό εναντίον και του χριστιανικού πνεύματος; Ασφαλώς είναι. Όχι μόνο επειδή η χριστιανική θρησκεία διδάσκει την αγάπη, την ανοχή και την αποφυγή της βίας. Αλλά επειδή διδάσκει πως ο Θεός έδωσε στον Άνθρωπο την Ελεύθερη Βούληση. Για αυτό και δεν επιλέγει να κάνει μια σειρά θαυμάτων για να πιστέψουν όλοι οι άνθρωποι αναγκαστικά σε αυτόν. Γιατί κάτι τέτοιο θα καταργούσε την Ελεύθερη Βούληση, θα την έκανε αναγκαστική μπροστά στην αλήθεια του θαύματος. Αντιστοίχως, ο στόχος του χριστιανού δεν είναι να μετατρέψει τις ηθικές αρχές του χριστιανισμού σε νομικό καταναγκασμό. Αλλά να πείσει τους ανθρώπους να τις ακολουθούν ελεύθερα στη ζωή τους. Αν τις ακολουθούν επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, τότε δεν έχει νόημα, δεν είναι επιλογή τους, δεν ανθίστανται προσωπικά στην «αμαρτία», αλλά απέχουν από αυτήν καταναγκαστικά. Αν, λοιπόν, κάποιος προσπαθεί να μας επιβάλει διά νόμου το να μην χρησιμοποιούνται από έναν ζωγράφο ή από έναν ποιητή ή από έναν συγγραφέα τα «ιερά» πρόσωπα επειδή το λέει η θρησκεία του (που ο ίδιος επέλεξε), αν προσπαθεί να μας επιβάλει διά νόμου να μην γίνονται αμβλώσεις επειδή το λέει η θρησκεία του (που ο ίδιος επέλεξε), τότε ουσιαστικά κρατάει μόνο για τον εαυτό του -και όσους συμφωνούν μαζί του- το δικαίωμα της επιλογής και από όλους τους άλλους το στερεί! Δηλαδή, πάει να τους κάνει όλους χριστιανούς, ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ. Πολλαπλώς προβληματικό. Πόσο μάλλον όταν η απαγόρευση της καλλιτεχνικής χρήσης των ιερών προσώπων ή ακόμη και της άμβλωσης δεν προκύπτουν από την Αγία Γραφή, αλλά από ερμηνείες της. Προβληματικό, επίσης, αφού με την ίδια ακριβώς λογική («το λέει η θρησκεία, άρα πρέπει να γίνει νόμος») παλιότερα είχε απαγορευτεί διά νόμου και η μοιχεία. Μήπως να γυρίσουμε εκεί;
Είναι η επιλογή της Πινακοθήκης (δηλαδή, της ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ) να αποσύρει τα έργα εναντίον και του φιλελευθερισμού και του χριστιανισμού; Ασφαλώς είναι. Είναι υποκριτικό και αντιφατικό για την κυβέρνηση; Ασφαλώς και πάλι. Γιατί αυτή η κυβέρνηση που εμφανίζεται πολύ φιλελεύθερη όταν θέλει να υπερασπιστεί τα προνόμια των ισχυρών τάξεων και με μηδενική ανοχή απέναντι στη «διασάλευση της τάξης» όταν πνίγει στα χημικά και κακοποιεί βάναυσα διαδηλωτές για τα Τέμπη, είναι η ίδια κυβέρνηση που μπροστά στους τραμπουκισμούς των ακροδεξιών φονταμενταλιστών υποκλίθηκε με σεβασμό και τους νομιμοποίησε. Διότι, απλούστατα, από εδώ και πέρα, κάθε ακροδεξιός και κάθε φονταμενταλιστής γνωρίζει πως αν διαφωνεί με ένα έργο, με ένα βιβλίο, με μία ταινία, με μία παράσταση, με μια άποψη αρκεί να πάει να κάνει επεισόδια για να επιβάλει την δική του άποψή, την δική του επιλογή και να καταργήσει το δικαίωμα επιλογής όλων των άλλων. Και κάθε δημιουργός ξέρει πως το -φιλελεύθερο- κράτος δεν του εγγυάται πια το -φιλελεύθερο- δικαίωμά του να εκφράζεται διότι υπέκυψε στον -μη φιλελεύθερο- φονταμενταλισμό. Κάθε καλλιτέχνης, κάθε επιστήμονας, κάθε δημοσιογράφος, κάθε άνθρωπος που θα θέλει να μιλήσει θα το ξέρει αυτό.
Και αυτά τα πράγματα δεν είναι καινούρια. Το προανάκρουσμά τους το είχαμε ακούσει όταν η κυβέρνηση κατέβασε τον πίνακα της Γεωργίας Λαλέ για τις Γυναικοκτονίες, επειδή ήταν μια ροζ σημαία. Όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος (και νομικός!) μας είπε πως «προφανώς πάντοτε εμείς προστατεύουμε την ελευθερία της τέχνης […] Υπάρχουν, όμως, και κάποια πράγματα τα οποία είναι πάνω από όλα. Είναι ιερά. Ένα από αυτά είναι η σημαία μας, ένα ιερό σύμβολο […] και πρέπει να εξαιρείται όλων των υπολοίπων τα οποία συζητάμε». Δηλαδή, μας ενημέρωσε πως η σημαία δεν περιλαμβάνεται στο συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης!
Πού είναι οι Βολταίροι και τα «Διαφωνώ απόλυτα με όσα λες, αλλά δε θα πάψω να υποστηρίζω ακόμη και με το θάνατό μου το δικαίωμά σου να εκφράζεσαι»;
Πού είναι όλοι αυτοί οι φιλελεύθεροι υπηρεσίας που είναι έτοιμοι να καταδικάσουν τον «λαϊκισμό» όταν αφορά αιτήματα για αυξήσεις στους μισθούς και για διαφάνεια στα Τέμπη, αλλά βουβάθηκαν μπροστά στον πραγματικό επιθετικό ακροδεξιό λαϊκισμό των φονταμενταλιστών χριστιανών;
Και που σταματάει αυτό; Είναι, άραγε, εκτός του πεδίου της ελευθερίας έκφρασης και η θρησκεία;
Μήπως θα είναι μετά και τα ιστορικά πρόσωπα; Γιατί δεν είναι και η επίσημη εκδοχή της Ιστορίας;
Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι σε λίγο με το επιχείρημα «Το κράτος σε πληρώνει», όπως κατέβηκαν τα έργα από την Πινακοθήκη δεν θα απαγορεύεται και σε έναν καθηγητή να μιλάει ελεύθερα στο Πανεπιστήμιο αν διαφωνεί με τις θέσεις της κρατικής εξουσίας;
Ποιος μας εγγυάται ότι με το επιχείρημα «προσβάλεις τη θρησκεία μου / την ιστορία μου / την ταυτότητά μου» δεν θα απαγορεύονται βιβλία, παραστάσεις, εκδηλώσεις, απόψεις; Από τη στιγμή που αρχίζουν οι εξαιρέσεις, ποιος μπορεί να βάλει το όριο των εξαιρέσεων;
Που σταματάει το επικίνδυνο ξήλωμα του πουλόβερ της δημοκρατίας από μια κυβέρνηση που δείχνει πως για να μείνει στην εξουσία είναι έτοιμη να κάνει όλη τη χώρα έναν λασπότοπο;
Καταλαβαίνουμε πόσο αβίωτη κάνουν αυτά τη ζωή, πόσο πολύ κόβουν, ξανά, το οξυγόνο, άλλη μια φορά, ειδικά από τους νέους ανθρώπους;
Όταν οι επιλογές των ανθρώπων παύουν να είναι επιλογές και γίνονται καταναγκασμοί, η δημοκρατία πεθαίνει. Και η δημοκρατία είναι πάνω από κάθε επί μέρους ταυτότητα. Στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες δεν απαγορεύουμε τον φόνο επειδή το λένε οι Δέκα Εντολές ή το Κοράνι. Αλλά επειδή το λέει ο Διαφωτισμός, επειδή ο φιλελευθερισμός ορίζει την αξία της ανθρώπινης ζωής και το δεχόμαστε. Και άρα, φόνος δεν είναι η άμβλωση, επειδή έτσι λέει μια θρησκευτική πεποίθηση. Είναι αυτό που ορίζει ο νόμος, αυτό που έχουμε δεχτεί από την εποχή του Διαφωτισμού ως ανθρώπινη ζωή.
Δεν ξέρω πόσοι το έχουν κατανοήσει αυτό πραγματικά. Αν κάποιοι επιθυμούν, λοιπόν, να ζήσουν σε θεοκρατία, αν θέλουν να μας γυρίσουν στις σπηλιές, εμείς θα είμαστε μπροστά κι απέναντι.
Και ναι. Αυτός είναι ακόμη ένας λόγος για να πέσει αυτή η κυβέρνηση. Και για αγωνιστούν μαζί -κινηματικά και πολιτικά- όσες δυνάμεις πιστεύουν ακόμη στα στοιχειώδη της δημοκρατίας και του πολιτισμού μας.