Macro

Σταύρος Παναγιωτίδης: Η κρυφή γοητεία του 1821

Ο πιο μεγάλος μύθος της εθνικής μας ιστορίας είναι αυτός που τον μοιραζόμαστε με πολλούς άλλους λαούς. Πως το έθνος μας είναι ενιαίο και αναλλοίωτο από την αρχαιότητα ως σήμερα. Πως το έθνος διαπερνά τους αιώνες και όχι οι αιώνες το έθνος. Προφανώς σε αυτό παίζει ρόλο η σταθερή εδαφική παρουσία επί αιώνες σε αυτό τον χώρο πληθυσμών που μιλούσαν κάποιας μορφής ελληνικά – πιο σωστά, η συνεχής παρουσία και εξέλιξη των πολλών ελληνικών γλωσσών που μιλιούνταν στη σημερινή ελλαδική περιοχή. Και αυτή η μεταφυσική ιδέα –του προαιώνιου και ενιαίου έθνους– είναι που δεν μας επιτρέπει να γευτούμε το αληθινό ιστορικό μεγαλείο του 1821∙ η ιδέα πως το έθνος μας για 400 χρόνια ήταν ενιαίο και εν υπνώσει, σαν την Ωραία Κοιμωμένη, αλλά ξάφνου αφυπνίστηκε και πήρε τα όπλα για να διώξει το δυνάστη. Κι όμως, ούτε ενιαίο ήταν το έθνος, ούτε προδιαμορφωμένο∙ ούτε και η Επανάσταση έπεσε από τον ουρανό.
 
Αυτοί που έκαναν την Επανάσταση ήταν πληθυσμοί με πολύ μεγάλες αποκλίσεις, πολιτισμικές, πολιτικές και ασφαλώς γεωγραφικές. Και οι τελευταίες εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά κρίσιμες. Σκεφτόμαστε και μιλάμε καμιά φορά για το 19ο αιώνα λες και οι συνθήκες του ήταν σαν τις σημερινές∙ σαν οι άνθρωποι να πήγαιναν από τότε σε ένα σχολείο με κοινό πρόγραμμα και κοινή γλώσσα∙ σαν να έβλεπαν εκεί ένα χάρτη που να τους μάθαινε ποια είναι η χώρα τους, ποιες είναι οι περιοχές της και ποια τα σύνορά της, ποιοι είναι οι «μέσα», ποιοι είναι οι «έξω» και ποιες ήταν οι ταυτότητές τους∙ σαν να μπορούσαν να ανοίξουν το ραδιόφωνο και να ακούν να διαχέεται από άκρη σε άκρη της χώρας –που ακόμη δεν υπήρχε– η ίδια ενιαία γλώσσα∙ και λες και πως μπορούσαν εύκολα να πάνε από το ένα μέρος στο άλλο, να αποκτήσουν επαφή με τους άλλους ελληνικούς πληθυσμούς. Ας σκεφτούμε να ζούμε όλη μας τη ζωή μέσα σε ένα όριο 15-20 οικοδομικών τετραγώνων. Αυτός ήταν ο κόσμος για τους περισσότερους ανθρώπους εκείνη την εποχή. Τα χωριά τους και τα διπλανά χωριά. Για όσους δεν ταξίδευαν –ως έμποροι, ως ναύτες, ως μισθοφόροι πολεμιστές ή ως κλέφτες– ο κόσμος ήταν μικρός και μπερδεμένος. «Η κοινωνία των ανθρώπων ήτον μικρή, δεν είναι παρά η Επανάστασίς μας οπού εσχέτισε όλους τους Έλληνας. Ευρίσκοντο άνθρωποι, οπού δεν εγνώριζαν άλλο χωριό μακριά μίαν ώρα από το εδικό τους. Την Ζάκυνθο την ενόμιζαν ως νομίζομεν τώρα, το μακρύτερο μέρος του κόσμου. Η Αμερική μας φαίνεται ως πώς τους εφαίνετο αυτών η Ζάκυνθος· “Έλεγαν εις την Φραγκιά”». Έτσι όμορφα μας τα λέει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
 
Αυτό το ότι η Επανάσταση «μας εσχέτισε», σε μια γλώσσα πιο δουλεμένη θα το λέγαμε «μας συγκρότησε». Αυτή την τόσο άβολη αλήθεια για τις στερεοτυπικές αναγνώσεις του 1821 μας την δίνει στο πιάτο ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης. Μαζί με μία άλλη: πως το 1821 δεν ήταν «ανάδελφο», όπως καμία επανάσταση δεν μπορεί να είναι, κανένα τόσο σπουδαίο γεγονός δεν γίνεται να μην επηρεάζεται από γεγονότα που τραντάζουν τον κόσμο την ίδια περίοδο. Γιατί όπως έλεγε και πάλι ο Γέρος: «Η Γαλλική Επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμην μου, να ανοίξει τα μάτια του κόσμου. Πρωτύτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τούς ενόμιζαν ως θεούς της γης, και ό,τι και αν έκαμναν, το έλεγαν: καλά καμωμένο. Διά αυτό και είναι δυσκολώτερο να διοικήσης τώρα λαόν». Το 1821 δεν ήταν κάποια μικρή τοπική αντίδραση, κάποιο ξέσπασμα από προσωποπαγείς κινήσεις που εμφανίζονταν κατά καιρούς εναντίον των Οθωμανικών αρχών, αλλά ούτε και ένα κίνημα υποκινούμενο και οργανωμένο από ξένους, όπως η συμμετοχή των Μανιατών στον ΣΤ΄ Βενετοτουρκικό Πόλεμο του 1683-1699 και τα Ορλωφικά του 1770. Ήταν μία εκτεταμένη επανάσταση, οργανωμένη σε πανεθνική κλίμακα και από ίδιες δυνάμεις. Και αυτό που στο μεταξύ είχε αλλάξει σε σχέση με παλιότερα και την έκανε εφικτή ήταν το διεθνές πλαίσιο, η συγκυρία, η θάλασσα των τρομερών γεγονότων μέσα στην οποία έπλεε τότε και ο κόσμος των ελληνικών κοινωνιών∙ αυτών των ίδιων κοινωνιών που μπορεί να μην γνωρίζονταν, να μην μιλούσαν καν την ίδια γλώσσα –αλλού κάθε λογής ελληνικά, αλλού αρβανίτικα, αλλού βλάχικα– αλλά όλοι είχαν ακούσει ότι κάπου μακριά στη Γαλλία οι άνθρωποι πήραν τα όπλα και μαζί το κεφάλι του βασιλιά τους. Κι ότι ένας από αυτούς, ο Ναπολέων, είχε πάρει πριν λίγα χρόνια το στρατό του, ένα στρατό από ανθρώπους απλούς σαν τους ίδιους, και είχε φέρει τούμπα όλη την Ευρώπη. Αυτά τα άκουγαν. Και τα μεταφράζανε στο δικό τους τρόπο κατανόησης. Και τους άνοιγαν τα μάτια κι οι ψυχές.
 
Ο τρόπος που έχουμε μάθει να βλέπουμε το έθνος, ως ενιαίο και διαχρονικό, άρα και ο τρόπος που μάθαμε να βλέπουμε το 1821, μας στερεί τους πιο όμορφους χυμούς του. Το να καταλάβουμε ότι τόσο διαφορετικοί άνθρωποι μπήκαν στον ίδιο αγώνα από τόσο διαφορετικούς δρόμους, για τόσους διαφορετικούς σκοπούς∙ άλλος επειδή ήθελε να πάρει ένα δικό του χωράφι∙ άλλος επειδή οι επαναστάτες σκότωσαν τους μουσουλμάνους του χωριού του και ξέροντας πως οι Οθωμανοί θα έρχονταν για εκδίκηση κατάλαβε πως δεν είχε πια επιλογή και έπιασε το όπλο∙ άλλος επειδή φλόγιζε την ψυχή του το μήνυμα του Διαφωτισμού, μεταφρασμένο και προσαρμοσμένο στα καθ’ ημάς από τον «Θούριο» του Ρήγα∙ άλλος για να απελευθερώσει όχι το έθνος όλο, αλλά τον τόπο του, όπως οι Σουλιώτες, που μιλούσαν αρβανίτικα και δεν ένιωθαν πως έπρεπε να πολεμήσουν για άλλους. Γι’ αυτό και παραμονές της Επανάστασης πότε ήταν σε συμμαχία με το σουλτάνο και πότε με τον Αλή πασά, ψάχνοντας ποιος από τους δύο θα μπορούσε να νικήσει τον άλλο και σε αντάλλαγμα να τους δώσει πίσω τη γη τους. Αλλά έλα που μέσα στην Επανάσταση «σχετίστηκαν», όπως μας λέει ο Κολοκοτρώνης, με τους άλλους. Κι αυτό έκανε τον αρχηγό τους, τον Μάρκο Μπότσαρη, να καταλάβει πως εκεί παιζόταν κάτι ευρύτερο, πως πολεμούσαν μαζί με ανθρώπους με τους οποίους την επόμενη μέρα του Αγώνα θα έπρεπε να συνεννοηθούν για να φτιάξουν κάτι όλοι μαζί. Και γι’ αυτό έκατσε και έφτιαξε το πρώτο ελληνοαρβανίτικο λεξικό. Για να μπορέσει το έθνος που τότε «σχετιζόταν», που τότε συγκροτούνταν, μέσα από την πράξη –όπως πάντα συγκροτούνται τελικά οι ταυτότητες– και όχι μόνο από τα λόγια, να λειτουργήσει. Άνθρωποι κάθε λογής, άνθρωποι του παραδοσιακού κόσμου των βουνών και των χωριών, άνθρωποι του εμπορίου και της κίνησης, άνθρωποι των ευρωπαϊκών ερεθισμάτων και άνθρωποι αγράμματοι, αλληλοαναγνωρίστηκαν μέσα από τον Αγώνα. Μέσα από την πράξη. Και έφτιαξαν το πλαίσιο για να ολοκληρωθεί ο νέος κόσμος. Έφτιαξαν το κράτος, το καλούπι που θα διαμόρφωνε μέσα του τελικά την εθνική ιδεολογία. Δηλαδή την ουσία του έθνους, την αντίληψη του εαυτού του, την ιδέα πως υπάρχει. Και όπως αντιφατικά ήταν τα υλικά που το έφτιαξαν, αντιφατικό ήταν και το αποτέλεσμα. Και είναι μέχρι σήμερα.
 
Νιώθουμε πως αυτή η ποικιλία ταυτοτήτων και σκοπών υπονομεύει την εθνική ταυτότητα του τότε, άρα και την σημερινή. Αλλά πρέπει να αποδεχτούμε πως η εθνική ταυτότητα, όπως και κάθε άλλη, διαμορφώνεται μέσα σε ένα πλαίσιο. Εν προκειμένω, στο εθνικό κράτος. Που παίρνει πάντα πολλά και ποικίλα υλικά και με τους μηχανισμούς του –το σχολείο, τη γλώσσα της διοίκησης, αργότερα τον Τύπο και τα ΜΜΕ– στέλνει σε κάθε άκρη του την ίδια γλώσσα, τις ίδιες ιδέες, τις ίδιες αξίες – την ίδια εικόνα για τον κόσμο. Και έτσι το έθνος έχει φτιάξει τελικά τον εαυτό του, μέσα από το κράτος του. Γιατί το έθνος είναι σαν μία πεταλούδα: πρώτα είναι κάμπια∙ μετά, μέσα από τον ίδιο της τον εαυτό, η κάμπια φτιάχνει το κουκούλι∙ μπαίνει μέσα του και αρχίζει να αλλάζει∙ στην αρχή είναι πιο πολύ κάμπια και μετά πεταλούδα∙ μετά είναι μισή-μισή∙ λίγο μετά, είναι σχεδόν όλη πεταλούδα∙ αλλά δεν έχει βγει ακόμα στο φως∙ μετά σπάει το κουκούλι, εμφανίζεται στον κόσμο και κάνει τα πρώτα της άτσαλα πετάγματα∙ αλλά και πάλι, μέχρι να συνειδητοποιήσει η πεταλούδα τον καινούριο της εαυτό, που η ίδια τον έφτιαξε, μέχρι να μάθει να πετάει, δεν είναι ακόμα η πεταλούδα που ξέρουμε∙ κι όμως, την ίδια στιγμή, είναι το ίδιο πλάσμα – τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό. Το παρελθόν δεν μας φταίει σε τίποτα. Εμείς είμαστε που πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε στην πεταλούδα την κάμπια και στην κάμπια την ομορφιά της πεταλούδας.