Τα τελευταία δύο χρόνια, το φθινόπωρο είναι μια δύσκολη περίοδος για το Εθνικό Σύστημα Υγείας και για την εξέλιξη της πανδημίας, με κρούσματα, διασωληνωμένους και απώλειες ανθρώπων να αυξάνονται. Παραδοσιακά ο Σεπτέμβρης είναι ένας δύσκολος μήνας για τα νοικοκυριά και σε οικονομικό επίπεδο (σχολικές, φορολογικές κ.α. υποχρεώσεις). Φέτος, το κύμα της καλπάζουσας ακρίβειας κάνει ακόμη πιο επίκαιρη την ατζέντα ενίσχυσης του κοινωνικού μισθού (των παροχών του κοινωνικού κράτους) και ειδικότερα των πιο ανελαστικών από αυτές, εκείνων που σχετίζονται με τις δαπάνες υγείας.
Ιδίως σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που, παρά τις επιμέρους παρεμβάσεις –κάποιες εξ αυτών εμβληματικές και πρωτοπόρες, όπως η κάλυψη των ανασφάλιστων με τον Ν. 4368/2016– εξακολουθεί να διατηρεί ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ιδιωτικών δαπανών υγείας στον κόσμο, 40% των συνολικών δαπανών υγείας (ΟΟΣΑ). Μάλιστα τουλάχιστον το 35% των δαπανών υγείας αποτελούν out of pocket πληρωμές, πληρώνονται δηλαδή απευθείας από τους λήπτες υπηρεσιών υγείας. Σε ένα σύστημα υγείας στο οποίο το σύνολο του πληθυσμού έχει δωρεάν πρόσβαση στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας ή για την ακρίβεια είχε μέχρι την εμφάνιση του Covid.
Η εδώ και ενάμιση χρόνο μονοθεματική λειτουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και η μετατροπή του σε σύστημα υγείας μιας νόσου είναι μια ιδιαίτερα επισφαλής και προβληματική εξέλιξη και για την υγεία αλλά και για το εισόδημα των συνανθρώπων μας.
Αυτή ακριβώς η επικέντρωση του ΕΣΥ στην πανδημία έχει οδηγήσει σε ραγδαία αύξηση των ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών. Εξέλιξη που αποτυπώνεται χαρακτηριστικά ήδη στα στοιχεία του πρώτου δεκαμήνου του 2020 (σημ. στο διάστημα των πρώτων 8 μηνών της πανδημίας) όταν και πραγματοποιήθηκαν 3,9 εκατομμύρια λιγότερες επισκέψεις στα επείγοντα, τακτικά και απογευματινά ιατρεία των νοσοκομείων, 2,3 εκατομμύρια λιγότερες επισκέψεις στις δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, 108.000 λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις και 253.000 λιγότερες νοσηλείες σε σύγκριση με την προ πανδημίας περίοδο.
Αυτή η τάση είχε σοβαρές παρενέργειες στη Δημόσια Υγεία, με εμφανές αποτύπωμα στην καταγραφή της πλεονάζουσας θνησιμότητας (excess mortality), των επιπλέον δηλαδή θανάτων πέραν της τακτικής καταγραφής απωλειών εντός ενός χρονικού διαστήματος. Το 2020 καταγράφηκαν 10.507 απώλειες περισσότερες σε σχέση με το 2019, με τις 4.838 εξ αυτών να σχετίζονται με τον Covid-19.
Το εξοργιστικό στην ιστορία της πανδημίας στη χώρα είναι ότι αυτό το «lockdown» στην τακτική λειτουργία του ΕΣΥ δεν φαίνεται δυστυχώς να απέδωσε τα βέλτιστα (sic) στην αντιμετώπιση του Covid.
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 2021 η επιδημιολογική έκθεση του ΕΟΔΥ καταγράφει 2.198 νέα κρούσματα, 390 διασωληνωμένους και 37 νέους θανάτους, ενώ ακριβώς έναν χρόνο πριν (8/9/2020) τα νέα κρούσματα ήταν 169, οι διασωληνωμένοι 42 και είχε καταγραφεί 1 επιπλέον θάνατος.
Παράλληλα η Ελλάδα εμφανίζεται να κατέχει την πρωτιά ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες σε σχέση με τις εισαγωγές στα νοσοκομεία από Covid-19 σε εβδομαδιαία βάση και να σημειώνει ανησυχητική επιδείνωση του ρυθμού θνητότητας (εξέλιξη του ποσοστού θανάτων προς κρούσματα).
Με εμβολιασμένο περίπου το 55% του πληθυσμού, με σημαντικά εμβολιαστικά κενά σε κρίσιμες ηλικιακές ομάδες (1 στους 3 άνω των 80 ετών είναι ανεμβολίαστος), με χαλάρωση της κοινωνικής συμμόρφωσης, με τρανταχτές αδυναμίες και χαρακτηριστικές εμμονές στη (μη) ενίσχυση του συστήματος υγείας.
Είναι προφανές ότι η πανδημία είναι ακόμη εδώ σε αντίθεση με τις συστηματικά καλλιεργούμενες από την κυβέρνηση προσδοκίες του τέλους που έρχεται και δεν φαίνεται να υπάρχει στον ορίζοντα ορατή ακόμη ημερομηνία λήξης, ούτε μπορεί να χαρακτηρίζεται πλέον ως έκτακτη συνθήκη. Τώρα η χώρα έχει ανάγκη όσο ποτέ από ένα προοδευτικό πολιτικό σχέδιο για την ενδυνάμωση και ανασυγκρότηση του ΕΣΥ, με στόχο την ισότητα και την ποιότητα στις παρεχόμενες υπηρεσίες, μέσω ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με τους υγειονομικούς και τους λήπτες υπηρεσιών υγείας.
Με προτεραιότητες την αυξημένη χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας (στο 7% του ΑΕΠ), τις 15.000 μόνιμες προσλήψεις που συμπεριλαμβάνουν τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων και την αυτόματη προκήρυξη των θέσεων που κενώνονται, την αναβάθμιση του μισθολογίου των υγειονομικών και με ειδικά κίνητρα στελέχωσης άγονων περιοχών και ειδικοτήτων, το εθνικό σχέδιο υποδομών υγείας, την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης στην ΠΦΥ και την κοινοτική φροντίδα, με νέες δομές και υπηρεσίες, από την πρόληψη και την προαγωγή της υγείας, την ολοκληρωμένη κοινοτική φροντίδα, τη σχολική υγεία μέχρι την αποθεραπεία-αποκατάσταση, την ανακουφιστική φροντίδα, όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας υγείας.
Ταυτόχρονα, επιβάλλεται η υιοθέτηση μιας νέας υγειονομικής στρατηγικής απέναντι στην πανδημία, που πέραν του εμβολιαστικού εγχειρήματος οφείλει να ενσωματώνει:
● Επαρκή επιδημιολογική επιτήρηση, με εκτεταμένο testing και έγκαιρη ανίχνευση των κρουσμάτων
● Οργανωμένη προνοσοκομειακή διαχείριση των κρουσμάτων και κατ’ οίκον φροντίδα, με εμπλοκή της ΠΦΥ, των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών των δήμων
● Γενναία ενίσχυση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας σε όλα τα επίπεδα για την αποτελεσματική θεραπευτική φροντίδα των ασθενών και ιδιαίτερα του long covid syndrome.
● Στοχευμένη και τεκμηριωμένη ενημέρωση των πολιτών από τους επαγγελματίες υγείας και τα επιστημονικά τους όργανα. Πλήρης αξιοποίηση της αγωγής υγείας στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στους χώρους εργασίας και κοινωνικής συναναστροφής. Οσο περισσότεροι έρθουν σε επαφή με την έγκυρη επιστημονική πληροφορία, τόσο αποδοτικότερα θα αντιμετωπιστούν η αμφιβολία, η ανασφάλεια και η άρνηση.
● Επιδίωξη μιας άλλης πολιτικής σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, με απελευθέρωση του καθεστώτος πατέντας σε εμβόλια, φάρμακα, διαγνωστικά τεστ που έχουν σχέση με την Cοvid-19, αποσκοπώντας στην ισότιμη και έγκαιρη πρόσβαση του παγκόσμιου πληθυσμού σε όλα τα αποτελεσματικά μέσα αναχαίτισης της πανδημίας.
Ο Σταμάτης Βαρδαρός είναι πολιτικός επιστήμονας, με ειδίκευση στην κοινωνική πολιτική, πρώην αναπληρωτής γενικός γραμματέας του υπουργείου Υγείας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών