Δυστυχώς για την κυβέρνηση, και πολύ περισσότερο για τη χώρα και για τη δημόσια υγεία, ο κορονοϊός δεν πήγε διακοπές, δεν ανέστειλε δηλαδή τη διασπορά του στην κοινότητα. Για την ακρίβεια τον πιο ζεστό μήνα του καλοκαιριού, η εξέλιξη των κρουσμάτων υπήρξε ραγδαία. Ποιος φταίει γι’ αυτό; Έφτασε η ώρα για την αναζήτηση των «εγκληματικών» ευθυνών της κυβέρνησης της ΝΔ;
Καταρχάς η αναζήτηση εγκληματιών είναι κρίσιμο και χρήσιμο να μένει εκτός της δημόσιας συζήτησης. Προφανώς κάθε κυβέρνηση που έρχεται αντιμέτωπη με μία τέτοια υγειονομική κρίση θέλει και επιδιώκει να τη διαχειριστεί αποτελεσματικά, κάνοντας βεβαίως τις δικές της πολιτικές επιλογές. Και προφανώς η διαχείριση της πανδημίας είναι μία δύσκολη εξίσωση, διότι πέρα από κάθε αμφιβολία η διαχείρισή της -ή για την ακρίβεια η διαχείριση των συνεπειών της- δεν είναι εύκολο να είναι αποκλειστικά υγειονομική. Αν ήταν έτσι, η συνταγή είναι απλή και άμεση. Και αυτή τη συνταγή τη δοκίμασε η κυβέρνηση της ΝΔ αποδοτικά την άνοιξη: αυστηρά μέτρα κοινωνικής αποσταστιοποίησης, lock down, επένδυση στο συλλογικό φόβο –ίσως περισσότερο και από την ατομική ευθύνη. Μπορεί να επαναληφθεί αυτή η συνταγή; Ενδεχομένως, αν τα πράγματα χειροτερέψουν. Θα πρόκειται όμως για ένα πολύ αρνητικό σενάριο τόσο στην οικονομία, όσο βεβαίως και στο υγειονομικό πεδίο.
Σε κάθε περίπτωση σήμερα, πέρα από την αρνητική εξέλιξη της πανδημίας το καλοκαίρι με την σταθερή αύξηση των κρουσμάτων, είμαστε αντιμέτωποι με ένα σοβαρό έλλειμμα κοινωνικής συμμόρφωσης σε μέτρα περιορισμού της διασποράς του ιού, ιδίως από συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες, σε αμφισβήτηση αποφάσεων που σχετίζονται με τη χρήση της μάσκας από το σχολικό πληθυσμό, στην εμφάνιση και στην Ελλάδα μιας μειοψηφικής (για την ώρα), αλλά υπαρκτής τάσης συνωμοσιολογίας γύρω από τον Covid 19. Για αυτή την εξέλιξη η ευθύνη βαραίνει προφανώς την κυβέρνηση, της οποίας οι αντιφάσεις και οι ανεπάρκειες είναι πλέον εμφανείς. Και αυτά τα προβλήματα άρχισαν να είναι ευδιάκριτα όταν υποχώρησε η υγειονομική διαχείριση της πανδημίας και άρχισε μια πιο «πολιτική» διαχείριση, που υιοθετούσε όλο και λιγότερο τις εισηγήσεις των ειδικών και ενέδιδε στις πιέσεις ομάδων συμφερόντων, θεώρησε δευτερεύουσας σημασίας τη συστηματική συλλογή και επεξεργασία δεδομένων, ενσωμάτωσε λογικές πολιτικού κόστους στις αποφάσεις. Όταν η δημόσια υγεία και η οικονομία βρέθηκαν στις δύο άκρες της ζυγαριάς το πλαίσιο της διαχείρισης και των αποφάσεων έγινε εξ ορισμού προβληματικό.
Υποχώρηση των υγειονομικών standards
Στο όνομα της αποτροπής μιας μεγάλης οικονομικής καταστροφής υποχώρησαν τα υγειονομικά standards και δόθηκε το λάθος μήνυμα της «χαλάρωσης» και του εφησυχασμού στην κοινωνία. Με τον τρόπο, όμως, αυτό ούτε «μείναμε ασφαλείς», ούτε αποφύγαμε τις σοβαρές παρενέργειες στις τουριστικές επιχειρήσεις, στην απασχόληση και στο εισόδημα των εργαζομένων. Η μη υιοθέτηση ή έστω επεξεργασία της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για άμβλυνση των συνεπειών της πανδημίας, του «Μένουμε Όρθιοι», έκανε ακόμη πιο δύσκολο το πλαίσιο διαχείρισης για την κυβέρνηση, περιορίζοντάς την στην επιλογή μεταξύ δημόσιας υγείας και οικονομίας. Στη δική μας προσέγγιση το ένα (η προστασία της δημόσιας υγείας) είναι προϋπόθεση του άλλου (οικονομικής δραστηριότητας), συνεπώς όσο πιο έγκαιρα και πιο δραστικά αντιμετωπίζονταν οι συνέπειες της πανδημίας στην απασχόληση, στο εισόδημα, στην οικονομία τόσο μεγαλύτερη ευελιξία θα υπήρχε στην υιοθέτηση των αναγκαίων κάθε φορά περιοριστικών μέτρων.
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση απώλειας ελέγχου και στο υγειονομικό σκέλος, αλλά και στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας, η κυβέρνηση με προκλητικό τρόπο μεταθέτει την ευθύνη στους πολίτες και ειδικά στους νέους ανθρώπους. Ενώ στην αρχική περίοδο που τα πράγματα πήγαιναν σχετικά καλά η κυβέρνηση επιχείρησε να «εισπράξει» πολιτικά οφέλη, τώρα που ζούμε καθημερινά μια ανεξέλεγκτη αύξηση των κρουσμάτων, υπερτονίζεται η έλλειψη ατομικής ευθύνης και υποβαθμίζεται προκλητικά ο ρόλος της οργανωμένης πολιτείας και της κρατικής ευθύνης. Η επιτυχία στον πρωθυπουργό, η αποτυχία στην κοινωνία!
Χωρίς προετοιμασία και θωράκιση των δομών υγείας
Την ίδια ώρα, η προετοιμασία του Εθνικού Συστήματος Υγείας για το νέο επιδημικό κύμα είναι τελείως ανεπαρκής, η αναγκαία «θωράκιση» των δημόσιων δομών περίθαλψης και των Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας δεν έχει προχωρήσει, η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) δεν έχει ούτε αυτή τη φορά ενσωματωθεί στον σχεδιασμό του υπουργείου Υγείας, το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ), το μεγαλύτερο δημόσιο εργαστήριο που διενεργεί αξιόπιστα και με χαμηλό κόστος μοριακές εξετάσεις για τον covid-19, δηλώνει επισήμως την αδυναμία του να ανταποκριθεί στο ρόλο του –στερώντας από το ΕΣΥ 30.000 τεστ/ μήνα. Τα τεστ που διενεργούνται στον ιδιωτικό τομέα εξακολουθούν να μην αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ, τα σχολεία ανοίγουν με ουσιαστικό μέτρο προστασίας τη γενικευμένη χρήση μάσκας και τη μετάθεση έναρξης της σχολικής χρονιάς κατά μία εβδομάδα, η ανασφάλεια της κοινωνίας ενισχύεται καθημερινά.
Ίσως η πιο σημαντική, όμως, πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης είναι ότι, με δικές της πρωτοβουλίες, δυναμίτισε το αναγκαίο κλίμα συνεννόησης και συναίνεσης στην κοινωνική και πολιτική ζωή, το οποίο είναι θεμελιώδης προϋπόθεση εμπέδωσης και ευόδωσης των μέτρων Δημόσιας Υγείας. Σε αυτή την κατεύθυνση η στάση της υπεύθυνης και τεκμηριωμένης αντιπολίτευσης από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να συνεχιστεί. Απέναντι σε μία πανδημία που πλήττει τους πιο ευάλωτους (βιολογικά, οικονομικά και κοινωνικά) είμαστε υποχρεωμένοι να συνεχίσουμε στη γραμμή του ελέγχου της κυβέρνησης, της επισήμανσης και ανάδειξης των ολιγωριών, στρεβλώσεων και ανεπαρκειών, αλλά και της θετικής συμβολής στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης.
Καίριος ο ρόλος της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας
Οι πρόσφατες βιβλιογραφικές αναφορές για την ευαλωτότητα των μη καλά ρυθμισμένων χρόνιων αγγειακών ασθενών στον SARS-CoV-2, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νέας φάσης της πανδημίας, όπως ο χαμηλός ηλικιακός μέσος όρος, η ηπιότερη συμπτωματολογία, οι λιγότερες εισαγωγές στα νοσοκομεία, ενισχύουν την επιχειρηματολογία για τον αναβαθμισμένο ρόλο της ΠΦΥ και των δημόσιων δομών της (Κέντρα Υγείας-ΠΙ-ΤΟΜΥ) στην αποτελεσματική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Η απολύτως νοσοκομειοκεντρική οπτική του υπουργείου Υγείας για την πανδημία, δεν συμβάλλει στην ολιστική αντιμετώπιση των νέων αναγκών (συστηματική ιατρική παρακολούθηση χρονίως πασχόντων, κατ’ οίκον φροντίδα, γηριατρική φροντίδα, κοινοτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας, συνέργεια υγειονομικών και κοινωνικών υπηρεσιών σε επίπεδο δήμων, πρόληψη διασποράς του ιού σε κλειστές δομές και πληθυσμούς ειδικής ευαλωτότητας κλπ) και στην καλύτερη δυνατή προετοιμασία συνολικά του Δημόσιου Συστήματος Υγείας μπροστά στο 2ο επιδημικό κύμα. Το ΕΣΥ δεν μπορεί να περιμένει την κορύφωση του δεύτερου κύματος της πανδημίας με όπλα και το σχέδιο της πρώτης φάσης.
Η δεύτερη πρόκληση σε αυτή τη νέα φάση έχει να κάνει με τη συστηματική και πιο τεκμηριωμένη παρέμβαση στο πεδίο της δημόσιας υγείας, με έμφαση στην βελτίωση της επιδημιολογικής επιτήρησης της πανδημίας και στο βαθμό συμμόρφωσης της κοινωνίας στις κατευθύνσεις των ειδικών. Και αυτό το τελευταίο, να πειστούν εκ νέου δηλαδή οι πολίτες ότι η διαχείριση της πανδημίας είναι στα χέρια των ειδικών, δεν μπορεί παρά να είναι προτεραιότητα. Οι επιστήμονες και η σαφής επίκληση και αξιοποίηση των υγειονομικών δεδομένων είναι σημαντικό να αξιοποιηθεί στην επικοινωνία με τις τοπικές κοινωνίες και τους παραγωγικούς φορείς αντικαθιστώντας την εικόνα του «αποφασίζουμε και διατάσσουμε» της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην αξιοποίηση του προσωπικού που έχει εκπαίδευση και εμπειρία παρεμβάσεων στην κοινότητα (επισκέπτες υγείας, νοσηλευτές με εμπειρία στην κοινοτική νοσηλευτική, κοινωνικοί λειτουργοί), ώστε να ενημερώνει-εκπαιδεύει τόσο το γενικό πληθυσμό, όσο και συγκεκριμένες ομάδες στόχους. Στις άμεσες προτεραιότητες εντάσσεται η ενημέρωση-εκπαίδευση ευπαθών ομάδων και των φροντιστών τους, επαγγελματιών και εργαζομένων σε χώρους υγειονομικού ενδιαφέροντος, ενώ αυτή την περίοδο είναι κρίσιμο να δοθεί έμφαση στην αγωγή υγείας του μαθητικού πληθυσμού. Η διασύνδεση των οικείων μονάδων ΠΦΥ με τις εκπαιδευτικές δομές δίνει παράλληλα και ένα σήμα στην ευρύτερη σχολική κοινότητα (εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς ) ότι αυτές αποτελούν το πρώτο σημείο άμεσης και εύκολης πρόσβασης σε τυχόν εμφάνιση ύποπτων κρουσμάτων. Απαιτείται τέλος αύξηση της δυνατότητας διενέργειας τεστ από τα δημόσια εργαστήρια, με ελαχιστοποίηση φαινομένων τύπου ΕΚΕΑ, αλλά και συνολική διευκόλυνση -άρα αποζημίωση των τεστ από τον ΕΟΠΥΥ- των πολιτών στην πραγματοποίηση των τεστ, όπου απαιτείται.
Και βέβαια πρώτα και κύρια, οι πολιτικές δυνάμεις, κυβέρνηση και αντιπολίτευση οφείλουν να θυμούνται –και νομίζω ότι εμείς το έχουμε συνειδητοποιήσει- ότι η διαχείριση της πανδημίας δεν είναι πεδίο μικροπολιτικού ανταγωνισμού, συγγραφής success story ή παραλληλισμών από την Παλαιά Διαθήκη, αλλά μάχη χαρακωμάτων με έναν εχθρό επίμονο και απρόβλεπτο.
Ο Σταμάτης Βαρδαρός είναι πολιτικός επιστήμονας, πρώην αν. γενικός γραμματέας υπουργείου Υγείας
Πηγή: Η Εποχή