Είναι, νομίζω, όλο και περισσότερο κοινός τόπος σε όσους πολιτικά διαφωνούμε με την «υπεύθυνη» κυβέρνηση της χώρας από το 2019 μέχρι σήμερα ότι τα όρια μεταξύ ιδεοληψίας και ιδιοτέλειας είναι απολύτως δυσδιάκριτα.
Δεν είναι λίγες οι φορές σε πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη που δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο αν εκπορεύονται από κάποια ιδεολογική εμμονή, η οποία άλλοτε παίρνει αγοραία, άλλοτε αυταρχικά, άλλοτε και τα δύο χαρακτηριστικά ή αντανακλούν τη ροπή ενός συστήματος εξουσίας να διαθέσει δημόσιους πόρους ή δημόσιο χώρο σε συγκεκριμένα (ισχυρά ή μικρομεσαία) επιχειρηματικά συμφέροντα. Η ιστορία των υποστηρικτικών υπηρεσιών φύλαξης, καθαριότητας και σίτισης στις δομές υγείας του ΕΣΥ είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Οι πρώτες μνημονιακές κυβερνήσεις το 2012 παραχώρησαν αποκλειστικά σε ιδιώτες (εργολάβους) τις υποστηρικτικές υπηρεσίες στα νοσοκομεία, καταργώντας μεταξύ άλλων το σύνολο των σχετικών οργανικών θέσεων (πάνω από 95%) των υπηρεσιών από αυτά.
Μια υψηλού πολιτικού συμβολισμού, αλλά και οικονομικής αποδοτικότητας, παρέμβαση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην υγεία την περίοδο 2015-2019, ήταν η απομάκρυνση των εργολάβων από τα νοσοκομεία. Η παροχή αυτών των υπηρεσιών στο δημόσιο σύστημα υγείας ανατέθηκε έκτοτε σε συμβασιούχους εργαζόμενους, με ατομικές συμβάσεις εργασίας, δίνοντας τους τη δυνατότητα να εργάζονται με αξιοπρεπείς μισθούς, καθώς οι αποδοχές τους αυξήθηκαν πάνω από 250-300€ μηνιαίως, με ανθρώπινο ωράριο (μπήκε τέλος στα 10ώρα), με πληρωμένες υπερωρίες και προφανώς απόλυτη τήρηση της εργατικής νομοθεσίας. Αυτή η παρέμβαση από-ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ και αποκατάστασης της εργασιακής αξιοπρέπειας για το προσωπικό των υποστηρικτικών υπηρεσιών στα νοσοκομεία, δεν υλοποιήθηκε χωρίς αντιδράσεις, πιέσεις, προσφυγές από την πλευρά των εργολαβικών συμφερόντων, οδηγώντας μεταξύ άλλων σε δικαστικές μάχες, που εν τέλει κατακύρωσαν τη συγκεκριμένη πολιτική επιλογή.
Εκτός όμως από μια παρέμβαση ηθική και δίκαιη για την προστασία των εργαζομένων σε αυτούς τους τομείς η συγκεκριμένη επιλογή εξοικονόμησε σημαντικούς πόρους, καθώς τα δημόσια ταμεία γλύτωσαν το καθόλου αμελητέο εργολαβικό κέρδος.
Αυτοί οι εργαζόμενοι στη διάρκεια της πανδημίας προσέφεραν τα μέγιστα, αντιμετωπίζοντας συχνά αντίστοιχους κινδύνους με τους υγειονομικούς του ΕΣΥ. Το προσωπικό καθαριότητας στις κλινικές κορονοϊού, οι τραπεζοκόμοι στη σίτιση των ασθενών, οι φύλακες στην τήρηση του πρωτοκόλλου εισόδου στα νοσοκομεία ασθενών και επισκεπτών και στη φύλαξη προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες σε συνθήκες μάλιστα εργασιακής εξουθένωσης.
Το τελευταίο διάστημα, με την εκτόνωση της πανδημίας, η κυβέρνηση δρομολογεί μετ’ επιτάσεως την επαναφορά του «outsourcing» στις υπηρεσίες καθαριότητας, φύλαξης και σίτισης. Το υπουργείο Υγείας ανανέωσε πριν λίγους μήνες τις συμβάσεις των 6.000 εργαζομένων στις υπηρεσίες στήριξης, με την υποσημείωση όμως ότι όταν ολοκληρωθούν οι διαγωνισμοί που «τρέχουν» από τα νοσοκομεία για την εγκατάσταση εργολάβων, απολύονται οι συμβασιούχοι εργαζόμενοι. Ταυτόχρονα, δεν δίνεται η δυνατότητα στα νοσοκομεία με νομοθετική ρύθμιση να διενεργούν διαγωνισμούς πρόσληψης συμβασιούχου προσωπικού.
Αντί δηλαδή για ανταμοιβή αυτών των ανθρώπων με μια πιο σταθερή εργασιακή προοπτική η κυβέρνηση Μητσοτάκη επαναφέρει το χρεωκοπημένο μοντέλο των εργολαβικών συνεργείων, αδιαφορώντας για την τύχη χιλιάδων συμβασιούχων που είτε θα απολυθούν είτε θα υποστούν βλαπτική μεταβολή (sic) στις συνθήκες εργασίας και αμοιβής, εφόσον καταφέρουν να βρουν δουλειά στους εργολάβους.
Η επάνοδος του ΕΣΥ στο καθεστώς των ιδιωτικών συνεργείων δεν αιτιολογείται με κανέναν τρόπο, καθώς κοστίζει πολύ παραπάνω στο κράτος και μετατρέπει ξανά τις δημόσιες δομές υγείας σε πεδίο «εργασιακής γαλέρας» και σκληρής εκμετάλλευσης. Είναι μια αμιγώς πολιτική απόφαση, απόλυτα συμβατή με τη νεοφιλελεύθερη εμμονή της κυβέρνησης Μητσοτάκη για «λιγότερο κράτος και περισσότερη αγορά» στην Υγεία, εξυπηρετώντας παράλληλα εκείνα τα επιχειρηματικά συμφέροντα που επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έχασαν την προνομιακή τους πρόσβαση στη νομή των δημόσιων πόρων.
Στα περισσότερα νοσοκομεία της χώρας οι «αλλαγές» έχουν ξεκινήσει. Πλέον πρόσφατα παραδείγματα το Νοσοκομείο Κομοτηνής, όπου απέλυσαν 19 καθαρίστριες σε μια νύχτα, για να τις αντικαταστήσουν με εργολαβική εταιρεία, αλλά και το σαφώς μεγαλύτερο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, όπου 139 εργαζόμενοι χάνουν τη δουλειά τους. Αντίστοιχα σε κεντρικά νοσοκομεία της Αθήνας, όπως στον Άγιο Σάββα, ένα εξειδικευμένο ογκολογικό νοσοκομείο της χώρας, η προκήρυξη που προχωρά η διοίκηση για τις υπηρεσίες φύλαξης προβλέπει λιγότερους από τους μισούς εργαζομένους, που δεν θα καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες του νοσοκομείου, και κοστίζει 22.500,00 ευρώ μηνιαίως, χωρίς μάλιστα τον ΦΠΑ 24%, με το ετήσιο κέρδος για τον εργολάβο να ξεπερνάει τα 70.000 ευρώ, ποσό που θα μπορούσε να δαπανηθεί για να προσληφθεί επιπλέον προσωπικό.
Ψιλά γράμματα για μια κυβέρνηση, όπου τα όρια μεταξύ ιδεοληψίας και ιδιοτέλειας είναι απολύτως δυσδιάκριτα.
Ο Σταμάτης Βαρδαρός είναι σύμβουλος πολιτικής Υγείας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και π. αν. γενικός γραμματέας Υπουργείου Υγείας