Η προεκλογική εκστρατεία του Κλίντον για τις αμερικανικές εκλογές του 1992 σημαδεύτηκε από την ιστορική πλέον ατάκα «Είναι η οικονομία, ηλίθιε» (It’ s the economy, stupid), που είχε στόχο να καταδείξει τις κακές επιδόσεις της διακυβέρνησης Μπους (senior) στην οικονομία. Παραφράζοντας δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καταλληλότερη προσφώνηση σε όποιον επιμένει να πιστεύει ότι ο καπιταλισμός είναι η κατάλληλη θεραπεία για κάθε νόσο και βεβαίως για κάθε πανδημία.
Στην περίπτωση αντιμετώπισης μιας πανδημίας πρωτόγνωρων διαστάσεων για τον μεταπολεμικό κόσμο ο καπιταλισμός, η ελεύθερη αγορά, δεν προσφέρει τη λύση. Είναι αλήθεια ότι εδώ και τριάντα περίπου χρόνια η Αριστερά δεν έχει να επιδείξει πληθώρα παραδειγμάτων δομικής αμφισβήτησης του μοντέλου σε τομείς απόλυτης κυριαρχίας της αγοράς, παρά μόνο μικρές, συνήθως σημαντικές νίκες σε επιμέρους πεδία.
Ο τομέας της έρευνας και ανάπτυξης καινοτόμων φαρμάκων είναι ο μόνος χώρος στον τομέα της Υγείας που είναι ιδιωτικοποιημένος σχεδόν στο 100%. Οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες σε όλο τον κόσμο έχουν το αποκλειστικό προνόμιο της έρευνας και παραγωγής νέων δραστικών ουσιών διασφαλίζοντας προστασία (πατέντα) για πολλά χρόνια, υψηλές τιμές και εγγυημένα υψηλή κερδοφορία από την κυκλοφορία ενός αποτελεσματικού φαρμάκου.
Η αποτυχία της ελεύθερης αγοράς
Οι βασικές αδυναμίες αυτού του μοντέλου εδράζονται στο υψηλό και συνήθως δυσβάστακτο κόστος της φαρμακευτικής καινοτομίας, των νέων φαρμάκων για τα συστήματα Υγείας, τα εμπόδια πρόσβασης των ασθενών, λόγω αυτής της αδυναμίας, σε κατάλληλες νέες θεραπείες και το γεγονός ότι κατά κόρον η έρευνα και ανάπτυξη στον χώρο του φαρμάκου θέτει προτεραιότητες όχι απαραίτητα βάσει αναγκών, αλλά βάσει προοπτικής κερδοφορίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Novartis, που έκλεισε το σχετικό τμήμα έρευνας και ανάπτυξης νέων εμβολίων πριν από λίγα χρόνια. Στην πρώτη σοβαρή επιδημική κρίση με ιό corona, τον SARS-1, δημιουργήθηκε ένα project για την παραγωγή εμβολίου, που εγκαταλείφθηκε γρήγορα, καθώς ο SARS-1 απομακρυνόταν ως επιδημικός κίνδυνος και η όποια οικονομική απόδοση του project αναμενόταν μικρή ή αρνητική.
Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να αντιληφθούμε ποιες θα ήταν οι σημερινές δυνατότητες αντιμετώπισης της Covid-19 αν είχαμε έτοιμο εμβόλιο για συγγενικό ιό.
Η επίδραση, ωστόσο, της πανδημίας στην πολιτική συζήτηση για τις αποτυχίες της αγοράς φαρμάκου δεν περιορίζεται μόνο στην ανάδειξη της ανεπάρκειας της φαρμακοβιομηχανίας να αναγνωρίσει και να ασχοληθεί με τέτοιου είδους απειλές για τη δημόσια υγεία. Ο δημόσιος διάλογος και, ευτυχώς, η διεθνής πρακτική επηρεάζονται ριζικά από το ενδεχόμενο να υπάρξουν πατέντες στα νέα προϊόντα, ειδικά φάρμακα, εμβόλια, διαγνωστικά τεστ, για την αντιμετώπιση του SARS – CoV-2.
Η θέση της Αριστεράς δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη διάθεση όλων των προϊόντων για της Covid-19 σε όλους όσοι τα χρειάζονται δωρεάν (ή σε προσιτές τιμές). Για να γίνει αυτό, οι νέες ανακαλύψεις και τα δεδομένα τους πρέπει να είναι ανοιχτά και διαθέσιμα σε όλους τους επιστήμονες, όλα τα κράτη και όλους τους πολίτες αυτού του κόσμου, ώστε να παραχθούν με μικρό κόστος όλα τα κατάλληλα προϊόντα.
Το “Σχέδιο Κόστα Ρίκα”
Το εντυπωσιακό και ελπιδοφόρο νέο σε αυτή την ιστορία δεν είναι φυσικά η παραπάνω αναμενόμενη άποψη της Αριστεράς, αλλά το ότι αυτή η προσέγγιση αγκαλιάζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από άλλες 44 χώρες, μεταξύ των οποίων η Ρωσία.
Στην πρόσφατη Γενική Συνέλευση του ΠΟΥ κωδικοποιήθηκε δε σε ένα ψήφισμα, που πέρασε σχεδόν ομόφωνα, για τα πνευματικά δικαιώματα στα φαρμακευτικά και ιατροτεχνολογικά προϊόντα για την πανδημία από τον ιό SARS – CoV-2, γνωστό ως “Σχέδιο Κόστα Ρίκα”, από την πρωτοβουλία που πήρε η μικρή χώρα της Κεντρικής Αμερικής για τη δημιουργία μιας πλατφόρμας, που, όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση του ΠΟΥ (15.5), «θα συγκεντρώσει δεδομένα, γνώσεις και δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας για υπάρχοντα ή νέα προϊόντα υγείας Covid-19, ώστε να παραδώσει ‘παγκόσμια δημόσια αγαθά’ για όλους τους ανθρώπους και όλες τις χώρες».
Στόχος του “Σχεδίου Κόστα Ρίκα” στην πραγματικότητα είναι η δημιουργία μιας δεξαμενής πατεντών υπό τον ΠΟΥ, που με την αναλογική συνεισφορά των χωρών και άλλων χρηματοδοτών και δωρητών θα εξαγοράσει τις πατέντες προϊόντων για την Covid-19 (φάρμακα, εμβόλια κ.λπ.) και θα τις διαθέσει δωρεάν προς κάθε ενδιαφερόμενο (κράτη, εταιρείες κ.λπ.) προκειμένου να παραχθούν έγκαιρα, σε σωστές ποσότητες και προσιτές τιμές τα κατάλληλα προϊόντα για την αντιμετώπιση της Covid-19.
Η βιοπολιτική του Τραμπ
Και επειδή στις όμορφες ιστορίες συνήθως υπάρχει ένας δράκος, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ποιος θα παίξει αυτόν τον ρόλο. Οι ΗΠΑ, αυστηρά προσηλωμένες στη συμφωνία TRIPS (Trade Related Intellectual Property Rights) του 2001 στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, επιμένουν σθεναρά να υπερασπίζονται την πνευματική ιδιοκτησία στα φάρμακα με την κατοχύρωση πατεντών στα διάφορα στάδια της ερευνητικής διαδικασίας.
Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη η απόρριψη του σχετικού ψηφίσματος του ΠΟΥ από τον Πρόεδρο Τραμπ ούτε η προσπάθειά του να παρασύρει στο άρμα του και άλλες χώρες, με έντονα συντηρητικά και θεοκρατικά χαρακτηριστικά (π.χ. Σαουδική Αραβία), προτάσσοντας τη σκληρή του στάση στο θέμα της αναπαραγωγικής υγείας (σθεναρά κατά των αμβλώσεων).
Ίσα – ίσα, εμφανίζεται ιδιαίτερα συνεπής στη βιοπολιτική (κατά Φουκό) προσέγγιση της πανδημίας από την αρχή της αρχής της, (1) με χαρακτηριστικά παραδείγματα την άρνηση εφαρμογής lockdown για τον περιορισμό της διασποράς του ιού ή την προσπάθειά του να αγοράσει τα αποτελέσματα γερμανικής ερευνητικής ομάδας προκαταβολικά.
Το μέτωπο υπέρ της δημόσιας χρηματοδότησης
Σε αυτή την αντι-κοινωνική στάση, ωστόσο, το μέτωπο είναι αρκετά ευρύ και επεκτείνεται πολύ πέρα από τους συνήθεις «υπόπτους». Ο όχι παραδοσιακά ριζοσπαστικός ΠΟΥ, σημαντικές χώρες του «καπιταλιστικού» κόσμου, πολιτικές δυνάμεις του Κέντρου στην Ευρώπη, εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών εντός και εκτός ΗΠΑ, αλλά και ένα μεγάλο τμήμα, όχι αποκλειστικά το πιο ριζοσπαστικό, του Δημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ συντάσσονται με το αίτημα αντικατάστασης του σημερινού πλήρως ιδιωτικοποιημένου συστήματος έρευνας και ανάπτυξης φαρμάκων από ένα σύστημα βασισμένο στη δημόσια χρηματοδότηση, στο άνοιγμα των δεδομένων έρευνας σε όλους τους ερευνητές και στην εγγυημένη πρόσβαση στην καινοτομία.
Αυτή μπορεί να είναι η σημαντικότερη νίκη στη μάχη των ιδεών από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα.
(1) Βιοπολιτική ονόμασε από τη δεκαετία του 1980 ο Μισέλ Φουκό την άποψη ότι η εξουσία θα μας ελέγχει μέσω του φόβου για την ίδια την ύπαρξή μας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την άρνηση εφαρμογής lockdown για τον περιορισμό της διασποράς του ιού.
Ο Σταμάτης Βαρδαρός είναι πρώην αναπληρωτής γ.γ. του υπουργείου Υγείας
Πηγή: Η Αυγή