Macro

Σκοτεινή Μνήμη

Σε κάθε νέο του μυθιστόρημα ο Ιρλανδός Σεμπάστιαν Μπάρι, μετά από πολλά βραβεία και διακρίσεις, συνεχίζει να παίρνει ρίσκα και να πειραματίζεται τόσο με τα εκφραστικά του μέσα και με τη θεματική όσο και με την επιλογή του αφηγητή.
 
Ο Τομ Κετλ, συνταξιούχος αστυνομικός, έχει αποσυρθεί σε μια ερημική ακτή της Ιρλανδίας και ζει δίπλα σε ένα βικτοριανό κάστρο. Αυτό συμβάλλει στη γοτθική ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος που σε στιγμές θυμίζει παραμύθι. Ο συγγραφέας διακριτικά μας παρασύρει στον κόσμο και στην ψυχολογία του πρωταγωνιστή του, παρακολουθώντας τα οράματά του που αποδίδονται με σχολαστικές λεπτομέρειες ώστε να καταργούνται τα όρια ανάμεσα στην απτή πραγματικότητα και στον ονειρικό κόσμο.
 
Στην αφήγηση εμφανίζονται μονόκεροι (μυθικά πλάσματα) και φαντάσματα παιδιών, νεκροί παίρνουν τον λόγο -στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος κυριαρχεί η ονειρική ροή, πολλά αποσπάσματα λαμβάνουν χώρα όταν ο Κετλ έχει μόλις ξυπνήσει-, τα γεγονότα είναι θολά, δοσμένα μέσα από υπαινικτικές, συμβολικές εικόνες. Οι εννέα μήνες της συνταξιοδότησής του μοιάζουν με μια άλλου είδους κυοφορία, ο Κετλ στην απομόνωσή του κυοφορεί τον νέο ήσυχο εαυτό του και έχοντας συμφιλιωθεί με τα φαντάσματα του παρελθόντος, επεξεργάζεται τα γεγονότα της ζωής του.
 
Η ηρεμία αυτή διαταράσσεται από την αιφνίδια επίσκεψη δύο νεότερων συναδέλφων του, οι οποίοι του ζητούν να συνεργαστεί στην έρευνα μιας παλιότερης ανεπίλυτης υπόθεσης από τη δεκαετία του εξήντα. Αυτή η επίσκεψη μοιάζει να κινητοποιεί και να ενεργοποιεί βαθιά θαμμένα τραύματα και τραγωδίες.
 
Παλιές υποθέσεις που είχαν μπει στο αρχείο αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια και να γίνονται καινούργιες έρευνες. Η υπόθεση σχετίζεται με δύο ιερείς της Καθολικής Εκκλησίας που ασελγούσαν σε παιδιά. Ενας εξ αυτών είχε δολοφονηθεί αλλά δεν βρέθηκε ποτέ ο ένοχος, ο άλλος γλίτωσε και παρέμεινε ελεύθερος. Τώρα, όμως, υπάρχουν καινούργιες αποδείξεις, συνεπώς και πιθανότητες να καταδικαστεί.
 
Σταδιακά μας αποκαλύπτεται ότι ο Κετλ δεν κατοικεί μόνο στο παρόν αλλά πηγαινοέρχεται σε άλλες διαστάσεις, «συνομιλεί» με τη σύζυγο και τα παιδιά του -φασματικές παρουσίες στο μυθιστόρημα-, που έχουν βρει τραγικό θάνατο.
 
Μέσα από την ανάκληση των αναμνήσεών του μαθαίνουμε ότι η αγαπημένη του σύζυγος ήταν αναμειγμένη στον φόνο του ιερέα – η υπόθεση του οποίου έχει ανοίξει και εξετάζεται εκ νέου.
 
Από την τραυματική παιδική του ηλικία μέχρι τις πρόσφατες οδυνηρές απώλειες, οι τραγωδίες στη ζωή του Κετλ δεν έχουν τέλος – μαθαίνουμε αργά και υπαινικτικά ότι πέρασε την παιδική του ηλικία σε ένα ίδρυμα όπου τα αγόρια βιάζονταν κατά συρροή από τους καλόγερους του μοναστηριού: «Το είχε δει με τα μάτια του, τα αγόρια που βίαζαν οι Αδελφοί, πώς έσβηνε το φως από τα μάτια τους. Αγόρια που οι Αδελφοί ξέσχιζαν με τη ρομφαία της λαγνείας τους».
 
Τέτοια ιδρύματα κατακλύζονταν από τα παιδιά των αμαρτωλών γυναικών – τα έπαιρναν από τη γέννησή τους ενώ οι μητέρες φυλακίζονταν στα άσυλα όπου παρείχαν δωρεάν υπηρεσίες, απλήρωτη εργασία στην τοπική κοινότητα (με το ίδιο θέμα καταγίνεται και η Κλερ Ο’Κίγκαν στο «Μικρά πράγματα σαν αυτά»).
 
Αυτή η θηριωδία διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του ενενήντα όπου η Εκκλησία άρχισε να χάνει τη θεοκρατική κυριαρχία της πάνω στο κράτος.
 
Στο μυθιστόρημα περιγράφεται το πώς ο Κετλ κατόρθωσε να δραπετεύσει από αυτή την κόλαση και να δημιουργήσει μια ζωή με κανονικότητα. Ομως αυτό είχε και κόστος. Ως αστυνομικός είχε αναγκαστεί να συνεργαστεί με το σύστημα που τον είχε κακοποιήσει και παρότι νόμιζε ότι είχε πλέον ξεπεράσει «τους βιασμούς, τους καταραμένους τους παπάδες, τις κακουχίες, τον πόνο, την κακία, τον χαμό», οι δοκιμασίες του δεν έχουν τέλος. Η απώλεια της συζύγου του και των παιδιών του τον ωθούν σε αυτή την εκούσια απόσυρση.
 
Οι νεκροί είναι παρόντες, ο Κετλ ζει στον δικό του χρόνο, στον καιρό του θεού, όπου συνομιλεί με τους αγαπημένους του. Μέσα από τη θολή αντίληψή του δεν ξέρουμε πότε αυτά που μας διηγείται συμβαίνουν πραγματικά, πότε τα επινοεί ή τα ανακαλεί.
 
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα απαιτητικό, από τις πρώτες σελίδες σε παρασύρει στον ρυθμό του και απολαμβάνεις τη γραφή, τις συγκλονιστικές περιγραφές της φύσης, την άχρονη ατμόσφαιρα μέσα από τις πρισματικές παρουσίες των χαρακτήρων και την επινοητικότητα του συγγραφέα στην απόδοση των συναισθηματικών διακυμάνσεων του ήρωά του.
 
Αργυρώ Μαντόγλου
Επιμέλεια:Μισέλ Φάις