Macro

Σία Αναγνωστοπούλου: Η Συμφωνία των Πρεσπών στις συμπληγάδες της «επαναβαλκανοποίησης»

Η νεοεκλεγείσα πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας που ανήκει στο εθνικιστικό κόμμα VMRO, έριξε τη «βόμβα» κατά την ορκωμοσία της, μια «βόμβα» που δεν αποτέλεσε και τεράστια έκπληξη. Αντί για τη συνταγματικά κατοχυρωμένη και διεθνώς πλέον αναγνωρισμένη ονομασία της χώρας της –Βόρεια Μακεδονία- επέλεξε να επανέλθει σε εκείνη την ονομασία -«Μακεδονία»- που επί τρεις δεκαετίες περίπου είχε προκαλέσει εντάσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, ευνοούσε την παραγωγή και αναπαραγωγή εθνικιστικών αναθεωρητισμών και εξήρε τα πάθη «βαλκανοποιήσεων» σε όλη την περιοχή. Η νέα πρόεδρος προτίμησε να παρακάμψει όλες τις νόμιμες (συνταγματικές και διεθνείς) οδούς που η ίδια η χώρα της μαζί με την Ελλάδα συνομολόγησαν με την Συμφωνία των Πρεσπών, μια Συμφωνία διεθνούς κύρους, της οποίας η τήρηση αποτελεί προαπαιτούμενο για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ.
 
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αντέδρασε σε αυτό το καθόλου ενθαρρυντικό σήμα που έστειλε η νεοεκλεγείσα πρόεδρος κατά την ορκωμοσία της και … κούνησε αυστηρά το δάχτυλο –δικαίως βέβαια. Όμως εδώ τίθενται κάποια δύσκολα ερωτήματα, δύσκολα τόσο για το κόμμα της ΝΔ τα τελευταία χρόνια (και διαχρονικά θα έλεγα), όσο και για την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη την τελευταία πενταετία. Δεν θα αναφερθώ στη στάση που κράτησε η ΝΔ ως αξιωματική αντιπολίτευση απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών (είναι γνωστή η ακραία στάση της), θα μείνω όμως στην κυβερνητική πορεία σε σχέση με την εφαρμογή της Συμφωνίας. Ευθύς εξαρχής, μετά από αυτά τα πέντε χρόνια κυβερνητικής θητείας μπορούμε να πούμε ότι η κυβέρνηση υπέταξε το εθνικό συμφέρον στο εσωκομματικό της συμφέρον. Ο πατριωτισμός της αποδεικνύεται –όπως πολλές φορές ο πατριωτισμός της Δεξιάς- σε ένα άδειο «βαλκανικού τύπου» πουκάμισο, που φουσκώνει από ιδεοληψίες και εθνικιστικές κορώνες που στόχο έχουν το χάιδεμα των αυτιών των «Σαμαράδων» και μια δήθεν ηρωική ρητορεία απέναντι στους βαλκάνιους γείτονες. Αυτό εννοώ ως «βαλκανοποίηση»: να στενεύεις τα όρια της εξωτερικής πολιτικής σε λεονταρισμούς απέναντι σε αυτούς που θεωρείς υποτιμητικά «βαλκάνιους», αναπαράγοντας όλα τα στερεότυπα και βυθίζοντας το εθνικό συμφέρον στις ιδεοληψίες των ακραίων του κόμματός σου. Ο κ. Μητσοτάκης έπαιξε με αυτές τις ιδεοληψίες.
 
Η Συμφωνία των Πρεσπών, που υπογράφτηκε το 2019 χάρη στο σθένος των κυβερνήσεων του Αλέξη Τσίπρα με υπουργό Εξωτερικών το Νίκο Κοτζιά –για την Ελλάδα- και του Ζόραν Ζάεφ με υπουργό Εξωτερικών το Νικολάι Ντιμιτρόφ –για τη Βόρεια Μακεδονία- ήταν η επιτομή της αποβαλκανοποίησης της περιοχής και για αυτό συνιστά τομή στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής στα Βαλκάνια, και όχι μόνο. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω για το γεγονός ότι το εθνικό συμφέρον τέθηκε πάνω από οποιαδήποτε, εσωτερικής κατανάλωσης, σκοπιμότητα, πάνω από ιδεοληψίες και έβαλε φρένο σε αναχρονιστικούς αναθεωρητισμούς. Ωστόσο, όπως κάθε σημαντική Συμφωνία, που αναγνώριζε μεταξύ άλλων erga omnes (και για το εσωτερικό και για διεθνώς) την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», είχε και έχει έναν οδικό χάρτη εφαρμογών για αλλαγές, μέσα από τις οποίες προωθούνται πάντα η διείσδυση, η συνεργασία και εντέλει η εμπέδωση συνείδησης συνεργασίας και αλληλεγγύης ανάμεσα στις δύο χώρες, αλλά και στην περιοχή. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά.
 
Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών πραγματοποιήθηκε το 1ο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Βόρειας Μακεδονίας στα Σκόπια, με την πρώτη επίσκεψη Έλληνα Πρωθυπουργού στη γείτονα χώρα. Για τον οδικό χάρτη υλοποίησης της Συμφωνίας: συστάθηκε η Διεθνής Ομάδα Ειδικών των δύο χωρών για τις εμπορικές ονομασίες, εμπορικά σήματα και επωνυμίες του άρθρου 1, παράγραφος 3 (θ) της Συμφωνίας. Η 1η συνάντηση της ομάδας έγινε τον Ιούνιο του 2019 στα Σκόπια και ορίστηκε η επόμενη το Νοέμβριο 2019 στην Αθήνα. Συστάθηκε επίσης Μεικτή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για ιστορικά, αρχαιολογικά και επιστημονικά θέματα, βάσει του άρθρου 8, παρ. 5 της Συμφωνίας, που πραγματοποίησε τουλάχιστον 4 συναντήσεις μέχρι τον Ιούνιο του 2019. Στις 27-3- 2019 υπεγράφη συμφωνία για την απάλειψη αλυτρωτικών αναφορών και άρση στρεβλώσεων της ιστορίας στα σχολικά εγχειρίδια. Συγχρόνως έπρεπε να υπάρχει στενή παρακολούθηση για την εφαρμογή της Συμφωνίας σε διάφορα επίπεδα: αλλαγές πινακίδων στα αυτοκίνητα, διαβατήρια κλπ.
 
Κανένα Ανώτατο Συμβούλιο δεν πραγματοποιήθηκε επί κυβέρνησης κ. Μητσοτάκη. Καμιά Ομάδα, καμιά Επιτροπή δεν συνέχισε τις εργασίες της (αφού τη διέλυσαν δεν την επανασύστησαν). Ο κ. Μητσοτάκης αλλά και οι υπουργοί Εξωτερικών της κυβέρνησής του αυτά τα πέντε χρόνια, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του και τον υπουργό του, δεν είχαν καν το σθένος να επιβληθούν στην εσωκομματική ιδεοληψία και το στείρο εσωκομματικό συμφέρον ώστε να φέρουν προς επικύρωση στη Βουλή τα τρία κρίσιμης σημασίας μνημόνια συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία. Και το πρώτο κρίσιμο πολιτικό ερώτημα που τίθεται πλέον επιτακτικά, αφού και η ΝΔ ανακάλυψε τη σπουδαιότητα της Συμφωνίας: θα φέρει τώρα η κυβέρνηση προς επικύρωση τα τρία Μνημόνια; Τώρα, όχι κάποτε , τώρα!! Δεύτερο κρίσιμο ερώτημα: θα «μαζέψει» ο πρωθυπουργός διάφορους/ες επίδοξους/ες υπερπατριώτες, υποψήφιους/ες στο ευρωψηφοδέλτιο της ΝΔ που περιφέρονται στα τηλεοπτικά μέσα και διαγκωνίζονται σε υπονόμευση της Συμφωνίας με τη νεοεκλεγείσα πρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας;
 
Σε αυτή την κομβική περίοδο γεωπολιτικών προκλήσεων η «επαναβαλκανοποίηση» των Δυτικών Βαλκανίων, που δυστυχώς επιτρέπει και «εθνικές στρατηγικές» διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών –και όχι μόνο- είναι απαραίτητο να αγωνιστούμε για το αντίθετο. Η Νέα Αριστερά δεν «πέφτει» στις παγίδες των εσωτερικών διαιρέσεων σε πατριώτες και εθνικούς μειοδότες, δεν πέφτει στις διαιρετικές παγίδες που στήνει διαχρονικά η Δεξιά σε αυτή τη χώρα για να επιβάλλεται ως η μοναδική «εθνική δύναμη». Ζητάμε λοιπόν, χωρίς καμιά καθυστέρηση πια, την κύρωση των Μνημονίων συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία τώρα!
 
Η Σία Αναγνωστοπούλου είναι βουλευτής της Νέας Αριστεράς, αν. καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, το Πανεπιστήμιο Κύπρου και την Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών της Γαλλίας