Πριν από κάποια χρόνια ο Φίλιππος Ηλιού σε ομιλία του, στο πλαίσιο μάλλον κάποιας εκδήλωσης των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), ζήτησε αυστηρά –πολύ αυστηρά όμως- να αποσυρθούν τα μικρόφωνα τηλεοπτικών σταθμών που ήταν αραδιασμένα μπροστά του. Το πιο πιθανό είναι ότι τα τηλεοπτικά κανάλια έδειξαν τέτοιο ξαφνικό ενδιαφέρον για μια ομιλία του Ηλιού, επειδή ήταν περίοδος που έπεφτε άγριος κανιβαλισμός κάποιων επιστημόνων για τα εθνικά θέματα. Είχαν προηγηθεί άλλωστε διάφορα επεισόδια αποσπασματικής και στρεβλής, «κουτσομπολίστικης» αναπαραγωγής σε τηλεοπτικές εκπομπές και εφημερίδες, επιστημονικών παρεμβάσεων σε συνέδρια, κυρίως «εθνικού ενδιαφέροντος», σε Πανεπιστήμια (Πάντειο για παράδειγμα).
Ήταν η εποχή που επιβαλλόταν ένα και μοναδικό αυτονόητο, ένα «μαζικό αυτονόητο». Το «αυστηρό αυτονόητο» της επιστήμης έμοιαζε παράταιρο, σχολιαζόταν μια φράση, ένα απόσπασμα ομιλίας έξω από κάθε συμφραζόμενο, με όρους «κουτσομπολιού», ώστε να καταργηθεί κάθε έννοια ότι το κοινό αυτονόητο, θέλει κόπο, διαμορφώνεται με δημοκρατικό τρόπο. Το αποτέλεσμα ήταν να κατασκευάζονται εικονικά μέτωπα και, κυρίως, ένα κοινά αποδεκτό αυτονόητο όπως το ήθελαν όμως κάποιοι δημοσιογραφούντες, στο όνομα «του κόσμου» και του τι θέλει ο κόσμος, ερήμην της μεθόδου και της αυστηρότητας που έχει το απόσταγμα μιας επιστημονικής έρευνας. Οι ερωτήσεις και η «συζήτηση» ήταν υπονομευμένη: οι επιστήμονες έπρεπε να απολογούνται σε ένα συγκεκριμένο «αυτονόητο» που προσλάμβανε καθολικό κύρος στο όνομα «του κόσμου» και αυτού που θέλει.
Αυτό το «μαζικό και καθολικό αυτονόητο» άλλωστε, που πρέπει να επιβληθεί πάση θυσία το βιώνουμε καθημερινά και προσλαμβάνει διαστάσεις καθεστωτικής προπαγάνδας. Τα Πανεπιστήμια «άντρα ανομίας», οι «τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι», «οι καταλήψεις των μπαχαλάκηδων στα Πανεπιστήμια», μέχρι και «οι προβληματικοί εργαζόμενοι που ευθύνονται για τα Τέμπη». Η συζήτηση δεν διεξάγεται με όρους αντιπαράθεσης, ανάλυσης, επιχειρηματολογίας ανάμεσα σε διαφορετικούς τρόπους διαμόρφωσης ενός κοινού αυτονόητου, αλλά με όρους κουτσομπολιού. Όχι με προϋποθέσεις αναλυτικές αλλά αφοριστικές. «Είστε εναντίον της ίδρυσης Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, δηλαδή είστε υπέρ της ανομίας στα Πανεπιστήμια ή είστε υπέρ του κρατικού μονοπωλίου, δεν θέλετε την ευγενή άμιλλα –το ακούσαμε και αυτό ως επιχείρημα- κλπ».
Ο Γιώργος Νταλάρας λοιπόν υπερασπίστηκε ένα πολιτισμικό αυτονόητο που ο ίδιος επί πάρα πολλά χρόνια μαζί με πολλούς άλλους καλλιτέχνες και δημιουργούς έχει συνδιαμορφώσει σε αυτή τη χώρα. Και αυτό το πολιτισμικό αυτονόητο εμπεριέχει και κοινωνικό, πολιτικό, συναισθηματικό αυτονόητο. Δεν υποτάσσεται, και έχει υποχρέωση και καθήκον να μην το κάνει, απέναντι σε ένα «μαζικό αυτονόητο», όπως αυθαίρετα θέλουν να το επιβάλλουν κάποιες εκπομπές στο όνομα: «αυτό θέλει ο κόσμος». Το διεκδικεί με αυστηρότητα; Ενδεχομένως. Με τρόπο μη αρεστό; Δεκτόν. Το διεκδικεί όμως! Δεν έχει δικαίωμα ο Νταλάρας (είτε μας αρέσει είτε όχι) και ο κάθε καλλιτέχνης της προσφοράς του Νταλάρα να πει την άποψή του, να υπερασπιστεί και ένα άλλο αυτονόητο και να το θέσει σε ευθεία αντιπαράθεση με το υποτιθέμενο καθολικό αυτονόητο; Οι ενστάσεις του τύπου «τα παιδιά κάνουν τη δουλειά τους», «δουλεύουν για λίγα λεφτά», κλπ., είναι μετατόπιση ευθύνης και φύλλο συκής. Τους όρους και τις προϋποθέσεις της δουλειάς τους δεν τα έχουν συμφωνήσει με κανένα Νταλάρα. Με τους εργοδότες τους την έχουν συμφωνήσει. Για το «αυτονόητο» των τηλεοπτικών καναλιών δουλεύουν. Και εκεί οφείλουν να διεκδικήσουν αυτό που πρέπει να είναι το εργασιακό αυτονόητο το δικό τους. Ο σεβασμός που πρέπει να δείχνουν οι εργοδότες σε αυτούς τους εργαζόμενους (όχι «στα παιδιά», γιατί ο όρος «παιδιά» υπονομεύει την πραγματικότητα του εργαζόμενου), οι μισθοί που πρέπει να παίρνουν, κλπ. Θα «έφτυνα» τον Νταλάρα αν στη διεκδίκηση του εργασιακού τους αυτονόητου στεκόταν απέναντι τους.
Ένας καλλιτέχνης όμως όπως ο Νταλάρας ή ένας επιστήμονας, οφείλει να μάχεται για το αυτονόητο που η αυστηρότητα της τέχνης ή της επιστήμης του επιβάλλει. Μπορούμε να διαφωνήσουμε, με όρους όμως και προϋποθέσεις, όχι στο όνομα του φτηνού κουτσομπολιού και του «τι θέλει ο κόσμος». Πολύ περισσότερο όταν τείνει να επιβληθεί ένα και μοναδικό «αυτονόητο», που κάνει χυλό τα πάντα.
Ο Νταλάρας έχει δικαίωμα, σε αυτό το πολιτισμικό αυτονόητο που συνδιαμόρφωσε επί τόσα χρόνια, να έχει άποψη για διάφορα θέματα, πολύ περισσότερο για θέματα που αφορούν το πολιτιστικό σύμπαν μέσα στο οποίο και ο ίδιος μεγαλούργησε. Ναι, ρητά και κατηγορηματικά! Ούτε ο Ρουβάς ούτε η Πάολα ούτε ο οποιοσδήποτε μπορεί να ερμηνεύσει το Άξιον Εστί. Οι φωνές που ερμηνεύουν κάποιες μεγάλες δημιουργίες μετέχουν σε έναν κόσμο προϋποθέσεων, βιωματικών, συναισθηματικών και διανοητικών. Κάποιες από αυτές τις προϋποθέσεις οφείλει να τις έχει ένας ερμηνευτής. Ο Σταμάτης Κραουνάκης, άλλος ένας μεγάλος καλλιτέχνης που συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του πολιτισμικού αυτονόητου, εξέφρασε τις ενστάσεις του όταν η Άλκηστις Πρωτοψάλτη τραγούδησε στην περίφημη καρότσα μπροστά στο Μαξίμου τα τραγούδια του, για αυτές τις προϋποθέσεις αντέδρασε. Και είχε απόλυτο δίκιο: τα τραγούδια γεννιόνται μέσα σε χρονικά, συναισθηματικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα και ο δημιουργός παρεμβαίνει με τη δημιουργία του ή ο ερμηνευτής με την ερμηνεία του για να βάλει πολιτισμική εφ’ όλης της ύλης σφραγίδα στα συμφραζόμενα: να αφηγηθεί λοιπόν την ιστορία με άλλον τρόπο. Το «Άξιον Εστί» δεν είναι άλλο ένα τραγουδάκι. Είναι μια Ιστορία δύσκολη, όχι απλή. Διαφορετικά ο πολιτισμός καταντάει μια βιτρίνα επίδειξης χωρίς καμιά αγκίστρωση, πουθενά.
Οι μεγάλες μάχες δίνονται για τον ορισμό του αυτονόητου. Έτσι γινόταν πάντα. Και ο Νταλάρας αυτές τις μάχες δεν τις φοβάται.
Η Σία Αναγνωστοπούλου είναι βουλευτής Αχαΐας της Νέας Αριστεράς- ιστορικός