Καθώς η περίοδος 2015 – 2019, δηλαδή το διάστημα όπου είχε την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, έκλεισε, στο πολιτικό πεδίο, με την ήττα του στις εκλογές του 2019 και πέρασε αμέσως στα καθήκοντα της αντιπολίτευσης η συστηματική αποτίμησή της δεν έγινε ποτέ. Αυτό είχε ως συνέπεια να δοθεί το περιθώριο στις αντι-ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεις, που τώρα μάλιστα είχαν κερδίσει την κυβέρνηση, να διαστρεβλώνουν τα πεπραγμένα αυτής της περιόδου, να τα συκοφαντούν και να συναντούν μια, κατά κανόνα, αμυντική και πάντως αποσπασματική υπεράσπιση. Επομένως, η έκδοση αυτού του συλλογικού τόμου με θέμα τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές –που από τρόικα τώρα ονομάστηκαν «θεσμοί»– που οργάνωσε και συντόνισε τότε το υπουργείο Οικονομικών ήταν άκρως απαραίτητη. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την υποδοχή του, πλέον, καθώς στις παρουσιάσεις του ανά τη χώρα το ακροατήριο είναι πυκνό και το σύνηθες σχόλιο μετά είναι «αυτή η συζήτηση έπρεπε να είχε γίνει από την αρχή».
Δεν έγινε όμως και αυτό έχει σχέση με τις διαφοροποιήσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά την αξιολόγηση του αποτελέσματος του 31,5% των εκλογών του 2019 –ήταν ένα καλό αποτέλεσμα παρά την απώλεια της κυβέρνησης;–, το πόσο αυτό συνδέεται με την οικονομική πολιτική της περιόδου και τους στόχους της, αν ασκήθηκε η σωστή φορολογική πολιτική, αν ήταν μια ορθή πολιτική επιλογή η δημιουργία του αποθεματικού των 37 δισ. ευρώ κ.ά. Η συμβολή αυτού του βιβλίου είναι ότι, ενώ γνωρίζει αυτή τη συζήτηση που διαπέρασε το κόμμα μέχρι την κορυφή του, ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο, με το περιεχόμενό του, την αναλυτική του έκθεση, όπου χρειάζεται, των δυσκολιών, επιτυχιών και λαθών της διαπραγμάτευσης, την πειστικότητά του, μας ξαναβάζει στο ζήτημα της αξιολόγησης του έργου της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με γόνιμο τρόπο.
Μας επαναφέρει στις συνθήκες μέσα στις οποίες γινόταν η διαπραγμάτευση, την ακραία εχθρότητα των δανειστών, τα επιχειρήματα και τα όπλα των δύο πλευρών. Απ’ αυτή την άποψη, η ευστοχία του τίτλου, «με την πλάτη στον τοίχο», είναι μοναδική. Διότι μετά την υπογραφή «με το πιστόλι στον κρόταφο», όπως έμαθε το πανελλήνιο από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα –που το επαναφέρει επί της ουσίας στον πρόλογό του προσθέτοντας το βάρος της ευθύνης που αναλήφθηκε– η ελληνική πλευρά κλήθηκε να διαπραγματευτεί, όντως, με την πλάτη στον τοίχο. Είναι αυτό ακριβώς που αφαιρεί από τη συζήτηση η ΝΔ όταν κάνει την απαράδεκτη σύγκριση των δύο θητειών. Χωρίς αυτή τη γνώση δεν θα είναι εύκολο να κατανοήσει κάποια/ος τη σκληρή ταξινόμηση που κάνει ο Ευκλείδης για τα «τρία καλάθια» θεμάτων: Το πρώτο, όσων συμφωνήθηκαν με τον συμβιβασμό που θα έπρεπε προς το συμφέρον της διαπραγμάτευσης να ολοκληρωθούν το συντομότερο. Το δεύτερο με θέματα συμφωνηθέντα μεν, αλλά με γκρίζες ζώνες ανοικτές, που η διαπραγμάτευση μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα. Το τρίτο, το ευρύ φάσμα θεμάτων που δεν είχαν σχέση ευθέως με την οικονομική πολιτική αλλά με μεγάλη σημασία για μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Δεν τους ενδιέφεραν οι κοινωνικές επιπτώσεις
Ο ένας μετά τον άλλο οι πρωταγωνιστές των θεσμών ύστερα από χρόνια θα παραδεχθούν –το λέει ο Ευκλείδης, με πικρή ειρωνεία– «θα αναγνώριζαν δημόσια πως οι Ευρωπαίοι ήταν πολύ σκληροί με την Ελλάδα». Ίσως ισχύει, λίγο, αυτό που λέει στη συνέχεια «πως η εμπειρία στην αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης χρέους επηρέασε τη μελλοντική σκέψη». Είναι κάτι αν σκεφτούμε ότι η αρχική προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ αν και «με πλήρη επίγνωση των περιορισμών της ευρωπαϊκής οικονομικής και χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής» και ασκώντας κριτική ήλπιζε αυτή «να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια μετατόπιση του ευρωπαϊκού πολιτικού σκηνικού […] ενάντια στην προσέγγιση λιτότητας».
Ποιοι ήταν οι λόγοι που όχι μόνο αυτό δεν έγινε αλλά αντίθετα οι Έλληνες διαπραγματευτές συνάντησαν τη μέγιστη εχθρότητα; Οι απαντήσεις στα διάφορα κεφάλαια του βιβλίου διαφοροποιούνται και εκτείνονται από αυτές που ρίχνουν το βάρος στις ιδεολογικές διαφορές που οδηγούσε στην αφαίρεση των κοινωνικών συνεπειών έως αυτούς που δίνουν έμφαση στην έλλειψη εμπιστοσύνης των θεσμών έναντι της ελληνικής, γενικώς, πλευράς. Είναι αλήθεια ότι η μνημονιακή συνταγή που εξ αρχής επιβλήθηκε στην Ελλάδα διέφερε απ’ αυτή για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, ήταν τρομακτικά υφεσιακή. Ήταν αλήθεια, επίσης, ότι τα αποτελέσματα –διότι ήταν και εξωπραγματικά– ήταν μακράν των στόχων. Ωστόσο, όταν άρχισε η διαπραγμάτευση για το τρίτο μνημόνιο, με εμμονή να ολοκληρωθεί και το παραμικρό από το δεύτερο, οι δανειστές γνώριζαν ότι η ελληνική οικονομία είχε, στην αιχμή, 27% απώλεια ΑΕΠ και 29% ανεργία, ότι μεγεθυνόταν η φτώχεια. Δεν τους ενδιέφεραν οι κοινωνικές επιπτώσεις και αυτό ήταν σαφές στο συνταξιοδοτικό, την προστασία πρώτης κατοικίας, το αφορολόγητο, τη στάση τους έναντι μέτρων κατά της φτώχειας, τις προσλήψεις, τις εκατό δόσεις κτλ.
Η ελληνική πλευρά σε όλους τους τομείς διαπραγμάτευσης, και αυτό προκύπτει απ’ όλα τα κεφάλαια, είχε να αντιμετωπίσει μια ιδεολογική και τιμωρητική στάση. Προφανώς υπήρχαν διαφοροποιήσεις μεταξύ των θεσμών, ακόμη και μεταξύ των διαπραγματευτών και στο ανώτατο επίπεδο, όταν έφθαναν εκεί τα θέματα, ωστόσο η αρχική ιδεολογική οπτική δεν άλλαξε, αν και χαλάρωσε στην πορεία. Τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς –τεράστιος όγκος εργασίας, μόχθου δεκάδων νέων επιστημόνων είτε μετακλητών είτε δημοσίων υπαλλήλων, υψηλής ποιότητας πολιτικά και τεχνοκρατικά– τα πρώτα αποτελέσματα, το ανορθολογικό, συχνά, των προτάσεων των θεσμών, ιδίως προς το τέλος, οδηγούσε σε κάπως καλύτερες συνθήκες διαπραγμάτευσης.
Κριτική απ’ τ’ αριστερά
Με την έκδοση του βιβλίου υπήρξε κριτική απ’ τ’ αριστερά με δύο σκέλη. Τι χρειαζόταν αυτό το βιβλίο τώρα; Ισχύει ο ισχυρισμός ότι η διαπραγμάτευση πέτυχε μια καθαρή έξοδο από το μνημόνιο εφόσον αυτό ήταν ημερολογιακά καθορισμένο; Στο γιατί χρειαζόταν αναφέρθηκα στην αρχή και εδώ θα προσθέσω ότι λίγο πριν τις εκλογές, ο στόχος είναι η συγκρότηση προοδευτικής κυβέρνησης, αυτή η εμπειρία είναι απαραίτητη. Όσο για την έξοδο, η μελέτη του υλικού που μας προσφέρει πείθει ότι τίποτε δεν ήταν δεδομένο, κανένα ημερολόγιο, τίποτε κυρίως ως προς την ποιότητα της εξόδου. Εκτός του ότι εξασφάλιζε, με τα μπρος και πίσω ασφαλώς, χώρο για το «δεύτερο και τρίτο καλάθι», γι’ αυτό που στην πορεία ειπώθηκε «παράλληλο πρόγραμμα», αλλά δυστυχώς δεν φροντίστηκε όσο έπρεπε απ’ όλους τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, επεδίωξε από την αρχή και πέτυχε μια συμφωνία για το πιο βαρύ από τα προβλήματα, το χρέος. Όπως και μείωση της ανεργίας κατά δέκα μονάδες, προστασία των ευάλωτων, ενώ βελτιώθηκε η κοινωνική συνοχή.
Παύλος Κλαυδιανός