Macro

Σε ποιους ανήκουν οι τράπεζες;

Ανεκπλήρωτες υποσχέσεις: Ο νεοφιλελευθερισμός διαψεύστηκε στις δύο μεγάλες υποσχέσεις του. Η πρώτη, ότι οι αγορές μπορούν να εξασφαλίσουν την ανάπτυξη, ενώ το κράτος οφείλει να απέχει και να διατηρεί τον ρόλο του «νυχτοφύλακα» των συμφερόντων τους. Η δεύτερη υπόσχεση, ότι ο πλούτος των από πάνω θα διαχυθεί και στους από κάτω. Μετά από 30 χρόνια νεοφιλελευθερισμού έχουμε τα δεδομένα της αποτυχίας του: ασθενική ανάπτυξη με μειούμενη παραγωγική επένδυση, αύξηση των ανισοτήτων και της φτώχειας, περιβαλλοντική κρίση, ενώ οι υπερ-πλούσιοι αυξήθηκαν εκθετικά.

Στην οικονομία, ο κυβερνητικός νεοφιλελευθερισμός εκχώρησε αρμοδιότητες και ευθύνες του κράτους στις αγορές. Οι άμεσες και έμμεσες ιδιωτικοποιήσεις έγιναν η κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα, η εκχώρηση δηλαδή στον ιδιωτικό τομέα κρίσιμων περιοχών απαραίτητων στην ανάπτυξη (ενέργεια, τράπεζες, επικοινωνίες, μεταφορές, υποδομές κ.ά.), όπως και πεδίων απαραίτητων στην κοινωνική αναπαραγωγή (Υγεία, Παιδεία, Κοινωνική Ασφάλιση…). Το κράτος έμεινε γυμνό από εργαλεία παρέμβασης στην οικονομία και την κοινωνία.

Να μιλήσουμε για τις τράπεζες: Το τραπεζικό σύστημα είναι «ο ελέφαντας στο δωμάτιο», ελάχιστοι είναι διατεθειμένοι να εμβαθύνουν στους λόγους που οι τράπεζες αντιμετωπίζουν την εύλογη καχυποψία από τους συναλλασσόμενους (είναι πολλά τα λεφτά της διαφημιστικής πίττας). Οι τραπεζικές συναλλαγές (καταθέσεις, δάνεια, μεταφορά κεφαλαίων) αποτελούν μια σημαντική λειτουργία της οικονομίας, και το κράτος οφείλει να ασκεί έλεγχο και εποπτεία προκειμένου να υποστηρίζει τους εργαζόμενους, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρές επιχειρήσεις. Οι πολύ μεγάλες δεν έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα, αφού έχουν μέγιστη προτεραιότητα στη χρηματοδότηση και ταυτόχρονα διαθέτουν και εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης. Είναι όμως η Πίστη μια υπηρεσία που είναι απολύτως απαραίτητη στην Οικονομία και την κοινωνική αναπαραγωγή. Ωστόσο, αυτή η υπηρεσία βρίσκεται εξ ολοκλήρου στα χέρια των μεγάλων τραπεζών και των funds . Η παρουσία του ελληνικού δημοσίου στη μετοχική σύνθεση των τραπεζών μειώθηκε δραματικά την περίοδο 2019-24 κατόπιν κυβερνητικής επιλογής, που εκτέλεσε με ενθουσιασμό το ΤΧΣ, η λεγόμενη «αποεπένδυση».

Η πλήρης, πλέον, ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού συστήματος έχει ως άμεση συνέπεια την αδιαφορία των συστημικών τραπεζών για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, του οικονομικού και κοινωνικού κύκλου.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι:

• Η γενική συνολική χρηματοδότηση της οικονομίας παρουσίασε μείωση κατά 2,4%

• Η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα παρουσίασε μείωση κατά 26,1%.

• Η χρηματοδότηση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έμεινε στάσιμη στο 0%

• Η χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά μειώθηκε δραστικά κατά 51,1%. Η χρηματοδότηση προς τη Γενική Κυβέρνηση αυξήθηκε σημαντικά κατά 87,7%. Η αγορά (χρηματοδότηση) χρεογράφων (κυρίως κρατικών και δευτερεύοντος εταιρικών) αυξήθηκε κατά 91,6%.

Βασικές πηγές της κερδοφορίας των τραπεζών

1. Το υψηλό επιτοκιακό περιθώριο (τρεις φορές υψηλότερο από τις τράπεζες της ΕΕ), όπως και η υψηλή τιμολογιακή πρακτική σε προμήθειες τραπεζικών προϊόντων. Οι εναρμονισμένες πρακτικές (καρτέλ) μεταξύ των 4 συστημικών τραπεζών –που εκμεταλλεύονται το τεράστιο ποσοστό συγκέντρωσης του τραπεζικού κεφαλαίου (96%)– εκτοξεύουν την κερδοφορία τους, χωρίς ενόχληση από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.

2. Η επιλεκτική πολιτική δανείων, στις μεγάλες επιχειρήσεις και στο κράτος (αγορά κρατικών χρεογράφων προκειμένου να εκμεταλλευθούν τα υψηλά επιτόκια δανεισμού του δημοσίου), με τον αποκλεισμό των μικρών, πολύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Παρόμοια επιλεκτική πολιτική και στον αγροδιατροφικό τομέα, ο οποίος μάλιστα μετά την παράδοση της Αγροτικής Τράπεζας στην Πειραιώς έχει μείνει εντελώς ακάλυπτος. Η διαχείριση και η μόχλευση των (ασφαλών) ευρωπαϊκών προγραμμάτων είναι επίσης μια άλλη επί πλέον πηγή της κερδοφορίας τους.

3. Η μείωση του αριθμού των καταστημάτων και του αριθμού των εργαζομένων: Την τετραετία 2019 – 2023 συνεχίστηκε η ραγδαία μείωση του αριθμού των καταστημάτων (-24%) και του αριθμού των εργαζομένων στις τράπεζες (-25%).

Σε ποιους ανήκουν οι Τράπεζες;

Όπως προκύπτει από το μετοχολόγιο της Eurobank περίπου το 92% των μετοχών της βρίσκεται σε ξένους επενδυτές και το υπόλοιπο 8% βρίσκεται σε εγχώριους θεσμικούς και ιδιώτες επενδυτές. Στην Τράπεζα Πειραιώς, η συμμετοχή των ξένων επενδυτών διαμορφώνεται κοντά στο 87%, στην Alpha Bank στο 84%, ενώ στην Εθνική Τράπεζα εκτιμάται κοντά στο 75%. Σημειώνεται ότι για τη χρήση του 2024 η Εθνική Τράπεζα προχώρησε στη διανομή μέσω μερίσματος 402 εκατ. ευρώ, η Eurobank 386,4 εκατ. ευρώ, η Πειραιώς 372,5 εκατ. ευρώ μέσω επιστροφής κεφαλαίου και η Alpha Bank μέρισμα 70,5 εκατ. ευρώ. Από κέρδη συνολικού ύψους 1,23 δισ. της χρήσης του 2024 που διένειμαν οι τράπεζες στους μετόχους τους, με μέρισμα και επιστροφή κεφαλαίου, ποσό άνω του 1 δισ. διοχετεύθηκε εκτός της χώρας σε ξένους επενδυτές. Παρά το γεγονός ότι ο τραπεζικός τομέας διεθνώς βρίσκεται αντιμέτωπος με πολλαπλές προκλήσεις (τεχνητή νοημοσύνη, γεωπολιτικές εντάσεις, αστάθεια των αγορών, κλιματική κρίση, κυβερνοεπιθέσεις), που «εύκολα» μπορούν να οδηγήσουν σε νέες κρίσεις. Oι ελληνικές τράπεζες, όπως έπραξαν και τη δεκαετία του 2000, αντί να ενισχύουν τα αποθεματικά τους επιλέγουν τη διανομή υψηλών μερισμάτων, με την ΤτΕ να επικροτεί και την κυβέρνηση, να επιδοτεί με τη χαμηλή φορολόγηση κερδών και μερισμάτων.

Η αναβαλλόμενη φορολογία

Παρά την εκτόξευση της κερδοφορίας τους στα 8 δισ. ευρώ την τελευταία διετία οι τράπεζες εξακολουθούν να κάνουν χρήση της αναβαλλόμενης φορολογίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2023, ο αναβαλλόμενος φόρος (DTC) έχει καταγραφεί στα 13 δισ. ευρώ. Το συμπέρασμα είναι ότι πάνω από τα μισά κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών συνιστούν απαίτηση του Δημόσιου, η οποία απαίτηση μπορεί να ενεργοποιηθεί σε περίπτωση καταγραφής ζημιών ή ακόμα σε όχι καλής ποιότητας κεφάλαια. Η αναβαλλόμενη φορολογία μπορεί να αποτελέσει το εργαλείο για την επαναφορά του δημόσιου ελέγχου και γιατί όχι της δημόσιας ιδιοκτησίας σε μία τουλάχιστον συστημική τράπεζα.

Τι μπορεί και τι πρέπει να γίνει

Με αυτά τα δεδομένα η ανάκτηση, και η δημιουργία νέων, εργαλείων παρέμβασης του κράτους στην οικονομία αποτελεί προτεραιότητα προκειμένου να προωθηθεί ένα εναλλακτικό παραγωγικό υπόδειγμα. Κορυφαία επιλογή αποτελεί η ανάκτηση μιας από τις τέσσερεις συστημικές τράπεζες, στο βαθμό που οι τράπεζες, εκτός των άλλων, διαχειρίζονται τις αποταμιεύσεις, οι οποίες αποτελούν δημόσιο-κοινό πόρο. Προφανώς, είναι μια δύσκολη επιλογή αφού απαιτείται συναίνεση από την ΕΚΤ και τον SSM, οργανισμοί οι οποίοι δεν είναι φιλικοί σε δημόσια εγχειρήματα. Από την άλλη τράπεζες, όπως η Εθνική, της οποίας η μετοχική σύνθεση δεν έχει κυρίαρχο μέτοχο και το δημόσιο διατηρεί ένα σημαντικό ποσοστό: -η ΕΕΣΥΠ είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος (8,39%) και μόνο δύο μέτοχοι κατέχουν ποσοστό άνω του 5%, η Capital Group 5,06%, και η Principal Financial Group 5,03%- έχει όλες τις προϋποθέσεις για να αποτελέσει τον δημόσιο πυλώνα του τραπεζικού συστήματος. Όλες οι συστημικές τράπεζες είναι ευάλωτες, αφού η σταθερότητα των κεφαλαίων τους εξαρτώνται από τον αναβαλλόμενο φόρο, από υποχρέωση δηλαδή στο δημόσιο.

Παράλληλα, το χρηματοδοτικό κομμάτι ενός εναλλακτικού παραγωγικού υποδείγματος, έχει ανάγκη ενός γαλαξία χρηματοδοτικών θεσμών (συνεταιριστικές τράπεζες, ταμεία μικροπιστώσεων, εγγυοδοτικά ταμεία, ενεργειακές κοινότητες), όπως επίσης, τη διεύρυνση του ρόλου της Αναπτυξιακής Τράπεζας και τη μετατροπή του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων σε εμπορική τράπεζα, με πλήρεις λειτουργίες για όλο τον κόσμο, όχι μόνο για τους Δημόσιους Υπάλληλους.

Ταυτόχρονα, απαιτεί την ουσιαστική ελεγκτική ευθύνη της ΤτΕ και της Επιτροπής Ανταγωνισμού, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις από τη λειτουργία του τραπεζικού ολιγοπωλίου και τα φαινόμενα διαφθοράς και κομματικής διαμεσολάβησης. Απαραίτητος είναι, επίσης, ο κοινωνικός έλεγχος διαμέσου της συμμετοχής των εκπροσώπων των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών.

Υστερόγραφο για τα κόκκινα δάνεια. Η διαχείριση των κόκκινων δανείων είναι μια πονεμένη ιστορία, μια ανοικτή πληγή ακόμα και σήμερα. Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν προχώρησε στη δημιουργία μιας Bad Bank υπό δημόσια ιδιοκτησία, αντίθετα με τις κρατικές εγγυήσεις του προγράμματος Ηρακλής διοχέτευσε τα κόκκινα δάνεια στα funds και τους servicers, με άμεση συνέπεια αθέμιτες πρακτικές, πλειστηριασμοί, άγρια κερδοσκοπία.

Γιώργος Τοζίδης, Χριστόφορος Παπαδόπουλος

Η ΕΠΟΧΗ