Μετά την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) για τα πανεπιστήμια που καθιέρωσε πέρυσι η Νίκη Κεραμέως, και οδήγησε στη δραματική μείωση των εισαχθέντων, η υπουργός Παιδείας βρήκε τώρα κι άλλον τρόπο να συνεχίσει το «έργο» της για την αφαίμαξη των δημόσιων πανεπιστημίων και την παραγωγή φθηνού, ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, με τη μείωση των προσφερόμενων θέσεων στα πανεπιστήμια κατά 9.000.
Σφαγή υποψηφίων
«Αιφνιδιαστικά πριν λίγες μέρες το υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε τον περιορισμό του αριθμού των εισακτέων στην τριτοβάθμια. Αν υπολογίσουμε ότι πέρυσι λόγω της ΕΒΕ είχαμε επιπλέον 10.000 μαθητές που δεν πέρασαν σε κάποιο ΑΕΙ, καταλαβαίνουμε ότι φέτος θα υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη σφαγή υποψηφίων και θα στερηθεί η δυνατότητα σε πολλά παιδιά να σπουδάσουν», τονίζει στην «Εποχή» ο Θοδωρής Μαλαγάρης, γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ).
Η στέρηση αυτής της δυνατότητας θα αφορά κυρίως μαθητές και μαθήτριες που προέρχονται από τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, αφού ακόμα και να πιάνουν την ΕΒΕ και να μπορούσαν να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο, τώρα με τις λιγότερες προσφερόμενες θέσεις (που οι πληροφορίες λένε πως θα κοπούν κυρίως από Αθήνα και Θεσσαλονίκη), μπορεί να σημαίνει πως θα πρέπει να δηλώσουν κάποια σχολή μακριά από το σπίτι τους, τη στιγμή που όλο και λιγότερα νοικοκυριά έχουν την οικονομική δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους για σπουδές σε άλλο τόπο. Εννοείται δε πως «πρόκειται για ένα άγριο ταξικό μέτρο σε βάρος των πιο ευάλωτων κοινωνικά μαθητών, αφού όσοι αποτύχουν στις πανελλήνιες αλλά έχουν την οικονομική δυνατότητα, θα απευθυνθούν σε κάποιο ιδιωτικό ίδρυμα, όπου εκεί δεν ισχύει κανένας περιορισμός και βάση. Για ακόμα μία φορά, δηλαδή, έχουμε την ευθεία ενίσχυση των ιδιωτικών κολεγίων από το υπουργείο Παιδείας», εξηγεί ο γ.γ. της ΟΛΜΕ.
Μαθησιακά και ψυχοκοινωνικά προβλήματα
Όλα αυτά δε, γίνονται σε μια ιδιαίτερη χρονική στιγμή για τη μαθητική κοινότητα, καθώς λόγω των δύο χρόνων πανδημίας και λοκντάουν, τα παιδιά αντιμετωπίζουν σοβαρά μαθησιακά κενά, αλλά και ψυχοκοινωνικά προβλήματα. «Για τους λόγους αυτούς, η ΟΛΜΕ στις 11 Μαΐου κάλεσε σε διαμαρτυρία έξω από το υπουργείο Παιδείας, ζητώντας τη μη εφαρμογή της τράπεζας θεμάτων για την Α’ και Β’ λυκείου, τη μείωση της ύλης και τη μη εφαρμογή της ΕΒΕ. Σκεφτείτε ότι ακόμα και όταν άνοιξαν τα σχολεία και συνεχιζόταν το μάθημα λόγω του κανονισμού του υπουργείου ότι μόνο με 50+1 κρούσματα θα κλείνουν, είχαμε συνεχώς πολλές απουσίες μαθητών, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει παρακολούθηση της ύλης από όλους, ενώ εν γένει παρατηρείται δυσκολία στην αφομοίωσή της από τα παιδιά. Παρά, λοιπόν, όλα αυτά τα εμπόδια, οι μαθητές της Γ’ Λυκείου θα αντιμετωπίσουν αυτές τις πολύ δύσκολες πανελλήνιες τώρα, ενώ εδώ και δύο χρόνια μπορεί να μην έχουν δώσει καν ενδοσχολικές εξετάσεις», περιγράφει ο Θοδωρής Μαλαγάρης.
Δυστυχώς, όμως, η απάντηση του υπουργείου μπροστά σε όλα αυτά τα επιχειρήματα ήταν ότι όλα βαίνουν καλώς, υποτιμώντας και αδιαφορώντας πλήρως για τα προβλήματα που υφίστανται στην εκπαίδευση, και χωρίς καμία έγνοια και σχέδιο να τα επιλύσει.
Αναμενόμενο μάλλον, αφού πια φαίνεται καθαρά, σύμφωνα με τον γ.γ. της ΟΛΜΕ, ότι «έχει αλλάξει η φιλοσοφία για την εκπαίδευση, δεν ενδιαφέρονται για μια συμπεριληπτική δημόσια παιδεία, που θα δίνει ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά. Αντίθετα, η ηγεσία του υπουργείου μετατρέπει τα σχολεία σε εξεταστικά κέντρα».
Στρες και «αριστεία» από την ΣΤ’ δημοτικού
Αυτό επιβεβαιώνεται, άλλωστε, και από ακόμα ένα μέτρο που έφερε το υπουργείο, από την εισαγωγή των εξετάσεων της λεγόμενης ελληνικής PISA στη ΣΤ’ δημοτικού και την Γ’ γυμνασίου, φέτος πιλοτικά σε 600 σχολεία και από του χρόνου σε όλα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν πρόκειται για τις εξετάσεις PISA, όπως εξηγεί στην «Εποχή» ο Ζήσης Καπράνας, ειδικός γραμματέας της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος (ΔΟΕ): «Οι εξετάσεις PISA ισχύουν εδώ και πολλά χρόνια και είναι ένα από τα εργαλεία του ΟΑΣΑ για την εξαγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά την κατανόηση των κειμένων από τα παιδιά, την ορθοφωνία, τη μαθηματική σκέψη (όχι απλά μαθηματικές γνώσεις), την κατανόηση των φυσικών επιστημών κτλ, ώστε να δοθούν συμβουλές για την κατεύθυνση της εκπαίδευσης. Αυτές οι εξετάσεις είναι προαιρετικές για τα κράτη και τα σχολεία ανά κάποια χρόνια, όχι υποχρεωτικές, και έχουν διεξαχθεί πολλές φορές και στη χώρα μας».
Αυτό που καθιερώνει τώρα το υπουργείο, είναι υποχρεωτικές εξετάσεις στο τέλος κάθε χρονιάς στη Γλώσσα και τα Μαθηματικά για την ΣΤ’ δημοτικού και τα Νεοελληνικά και τα Μαθηματικά στην Γ’ Γυμνασίου, που σύμφωνα με τον νόμο έχουν ως στόχο να εξάγονται συμπεράσματα, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί ως προς τι και πού θα αξιοποιούνται αυτά.
«Πρόκειται για εξετάσεις στα πλαίσια αξιολόγησης–κατηγοριοποίησης σχολικών μονάδων, εκπαιδευτικών και μαθητών μέσω μιας τιμωρητικής διαδικασίας. Οι αυριανές συνέπειες, όπως έχουμε δει και από άλλες χώρες που ίσχυσε κάτι τέτοιο, είναι η εξάρτηση της χρηματοδότησης των σχολείων από τα αποτελέσματα των εξετάσεων, οδηγώντας μέχρι και στο κλείσιμό τους, η μισθολογική διαβάθμιση των εκπαιδευτικών στην ίδια πόλη, ακόμα και η απόλυσή τους, και βέβαια η προώθηση των παιδιών της Γ’ γυμνασίου εκτός της γενικής εκπαίδευσης, σε τεχνικά λύκεια και σχολές μαθητείας. Με άλλα λόγια, αυτό που θέλουν είναι από τη μία να προωθήσουν όσους μαθητές και μαθήτριες έχουν την οικονομική δυνατότητα στα κολέγια και τους υπόλοιπους στην ανειδίκευτη εργασία. “Για γκαρσόνια μας θέλουν”, όπως είχε πει και ο αείμνηστος Χαρίλαος Φλωράκης», επισημαίνει ο Ζήσης Καπρανάς.
Οι εξετάσεις δε στην ΣΤ’ δημοτικού, όπως προσθέτει, αντίκεινται και στη λογική της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Άλλωστε, «αποτελούν κομμάτι ενός πολύ παλιού συστήματος που ίσχυε τη δεκαετία του ’70, πριν ακόμα καθιερωθεί η εννιάχρονη, που θεσπίστηκε ακριβώς για να μπορεί κάθε παιδί να έχει ένα απολυτήριο γυμνασίου ανεξαρτήτως οικονομικής τάξης, φύλου, χρώματος κτλ, και να μην σπρώχνεται πρόωρα στην αγορά εργασίας».
Σημειώνεται δε πως τα αποτελέσματα των φετινών εξετάσεων αναμένονται πολύ αρνητικά, αφού κανένα παιδί δεν είχε προετοιμαστεί για αυτές και ακόμα και οι πολύ καλοί μαθητές δεν θα μπορέσουν να γράψουν. Χωρίς να σημαίνει βέβαια, ότι από του χρόνου που θα υπάρχει χρόνος προετοιμασίας, αυτό θα είναι καλό, αφού με αυτόν τον τρόπο οι δάσκαλοι της έκτης δημοτικού θα αναγκαστούν να δώσουν μεγάλη έμφαση σε αυτά τα δύο μαθήματα, βάζοντας τα υπόλοιπα σε δεύτερη μοίρα, ενώ είναι πιθανό να ξεκινήσει και η απεύθυνση στα φροντιστήρια από τόσο μικρή ηλικία.
Και πάλι αυταρχισμός από το υπουργείο
Η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ εξέφρασαν από την πρώτη στιγμή τη διαφωνία τους σε αυτό το σχέδιο μετάλλαξης της δημόσιας εκπαίδευσης του υπουργείου, προκηρύσσοντας στάση εργασίας για την Τετάρτη 18 Μαΐου, μέρα διεξαγωγής των εξετάσεων. Η υπουργός Παιδείας, όμως, όπως είχε πράξει άλλες τρεις φορές κατά το παρελθόν, κατέθεσε αγωγή εναντίον των ομοσπονδιών, ζητώντας από το Πρωτοδικείο Αθηνών να κρίνει τη στάση σαν παράνομη και καταχρηστική, όπως και έγινε δυστυχώς. Παρόλ’ αυτά, η στάση εργασίας πραγματοποιήθηκε σε πολλά σχολεία, αφού προκηρύχθηκε νέα στάση από την Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ) την ίδια μέρα «για την υπεράσπιση του δικαιώματός των εκπαιδευτικών στην απεργία». Το υπουργείο, όμως, συνέχισε τον εκφοβισμό των εκπαιδευτικών, όπως πληροφορεί ο ειδικός γραμματέας της ΔΟΕ, καθώς με εντολή του γ.γ. του υπουργείου Αλέξανδρου Κόπτση, ζητήθηκε από τα σχολεία που πραγματοποίησαν στάση εργασίας, να σταλούν τα στοιχεία όλων των εκπαιδευτικών που συμμετείχαν σε αυτή.
«Ποτέ κανένας και καμία υπουργός, ακόμα και της ΝΔ παλαιότερα, δεν ξαναείχε τέτοια στάση και δεν μας είχε πάει στα δικαστήρια, ενώ προφανώς συνομιλούσαν μαζί μας όταν κινητοποιούμασταν. Αυτό που συμβαίνει τώρα δεν είναι μόνο μια νεοφιλελεύθερη αγοραία αντίληψη για την εκπαίδευση, αλλά έχει και στοιχεία ακροδεξιάς λογικής», τονίζει ο Ζήσης Καπρανάς.
Το υπουργείο Παιδείας, όμως, θα πρέπει να καταλάβει πως δεν έχει απέναντί του μόνο τους εκπαιδευτικούς, αλλά και τη μαθητική κοινότητα και τους γονείς, αφού σε πολλά σχολεία την ημέρα διεξαγωγής των εξετάσεων, οι μαθητές απείχαν των μαθημάτων (σύμφωνα με ανακοίνωση της εκπαιδευτικής παράταξης Παρεμβάσεις, τα στοιχεία δείχνουν ότι η αποχή των μαθητών στην Αττική ξεπερνάει το 60%, ενώ κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα σε όλη την επικράτεια). Και σημαντικό είναι να βρει πια και όλη την κοινωνία απέναντί του, ώστε «να μην μετατραπεί το σχολείο από έναν χώρο μάθησης, αγάπης, κοινωνικοποίησης, χωρίς πίεση και αξιολόγηση, σε κάτι αρνητικό και ψυχοφθόρο για τα παιδιά. Θέλουμε ένα δημόσιο δωρεάν σχολείο, για όλους χωρίς διακρίσεις, αναβαθμισμένο, με τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς όχι απλά εργαζόμενους, με την παροχή όλων των απαραίτητων νέων εργαλείων, ώστε να διαμορφώσουμε τη νέα γενιά για να συνεχίσει, να μεγαλουργήσει και να αισθάνεται, να ζει σε ένα περιβάλλον δημοκρατίας και κριτικής σκέψης», όπως καταλήγει ο ειδικός γραμματέας της ΔΟΕ.
Πρωτοφανής καταδίκη μαθητών για κατάληψη
Σε μια πρωτοφανή απόφαση κατέληξε το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων, που τη Δευτέρα 16 Μαΐου, έκρινε ένοχους 9 μαθητές του 1ου Γυμνασίου του Αγρινίου για διατάραξη λειτουργίας υπηρεσίας άπαξ και κατ’ εξακολούθηση, επειδή συμμετείχαν σε κατάληψη του σχολείου τον Οκτώβρη του 2020, όταν σε πολλά σχολεία μαθητές κινητοποιούνταν, ζητώντας μέτρα για την υγεία και την εκπαίδευσή τους λόγω πανδημίας.
Η κατηγορία των μαθητών ήρθε μετά από αναφορά της διευθύντριας του σχολείου, παρότι δεν είχε σημειωθεί καμία υλική φθορά ή ζημιά στο συγκρότημα και τον εξοπλισμό του. Η ποινή τους είναι η επίπληξη και η άσκηση της επιμέλειάς τους για έναν χρόνο από την Εισαγγελία Ανηλίκων, με την Β’ ΕΛΜΕ Αιτωλοακαρνανίας, αλλά και πλήθος άλλου κόσμου, να καταδικάζει τόσο την αρχική ποινική τους δίωξη και τη στάση της διεύθυνσης του σχολείου, όσο και την καταδίκη τους. Αν πάντως έχουμε φθάσει στο σημείο να καταδικάζουμε ανήλικα παιδιά επειδή κινητοποιήθηκαν και ζήτησαν έναν καλύτερο κόσμο, το μέλλον μας προδιαγράφεται ζοφερό.
Τζέλα Αλιπράντη