Σαφής η νίκη της Δεξιάς στην Ιταλία με το 44% των ψήφων. Ηγεμονικό κόμμα είναι οι Fratelli d’Italia της Μελόνι με το 26%, δηλαδή σχεδόν 8 εκατομμύρια Ιταλοί ψήφισαν τη φλόγα της τρίχρωμης σημαίας, το φασιστικό σύμβολο, τη φλόγα που καίει στον τάφο του Μουσολίνι.
Το rosatellum (ο εκλογικός νόμος: 2/3 αναλογική και 1/3 πλειοψηφικό) μετατρέπει το 44% των ψήφων σε 57%-58% των κοινοβουλευτικών εδρών, ποσοστό μεγάλο μεν, αλλά που απέχει από το 66,7% το οποίο απαιτείται για την αλλαγή του Συντάγματος. Η Μέλονι από μόνη της ζυγίζει πολύ περισσότερο από τα συνολικά ποσοστά των συμμάχων της, τη Forza Italia (8,3%) και τη Lega του Σαλβίνι, που με το 8,9% καταγράφει σοβαρή ήττα ακόμα και στο Βορρά όπου παραδοσιακά είχε τη μεγαλύτερη δύναμη.
Η αυξημένη αποχή σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές (-9%) καταγράφει τη δυσπιστία των Ιταλών απέναντι στην πολιτική, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι μόνο οι νέοι (από 18 έως 44 ετών) που είναι απογοητευμένοι. Από το 1979 η τάση αυτή είναι σταθερή και ακολουθεί την ευρωπαϊκή κρίση αντιπροσώπευσης. Δεν είναι, άλλωστε, η αποχή ο μόνος παράγοντας που εξηγεί την άνοδο των αντιδραστικών δυνάμεων.
Ο συνασπισμός της κεντροαριστεράς εισέπραξε μόνο το 26%. Η ήττα για το δημοκρατικό κόμμα (PD) με το 19% επιβεβαιώνει το καταστροφικό ποσοστό του 2018 (18,7%).
Πληρώνει την ολοκληρωτική θυσία της αριστερής ταυτότητας στο βωμό της ευθύνης, η οποία από την εποχή του Μόντι (η πρώτη τεχνοκρατική κυβέρνηση) αποτελεί παράγοντα εκλογικής αποτυχίας και μόνο, καθώς οι κεντρώες λύσεις δεν φαίνεται να βρίσκουν αποδοχή από κρίσιμη μάζα μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων. Πληρώνει τις επί χρόνια μετριοπαθείς/συντηρητικές επιλογές, όπως τη στάση της κατά την κρίση της βιομηχανίας τη δεκαετία του 1990, όταν τα εργοστάσια μετέφεραν την παραγωγή τους στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να χάνονται χιλιάδες θέσεις εργασίας, με τους Βελτρόνι και Ρέντσι του PD να τους στρώνουν το κόκκινο χαλί, αγνοώντας τους εργαζομένους.
Ο Λέτα επικεντρώθηκε στην ατζέντα Ντράγκι, ενώ ήταν ήδη φθαρμένη, χωρίς προεκλογικά να καταθέσει μια κατανοητή και ελκυστική πρόταση. Η Ιταλική Αριστερά-Πράσινοι ξεπέρασαν το όριο του 3% και εισήλθαν στο κοινοβούλιο, πράγμα που τους επιτρέπει να συνεχίσουν να παίζουν ρόλο στην προοδευτική συμμαχία.
Το M5S είναι μια έκπληξη σε σχέση με τις προσδοκίες. Ο Κόντε αναγέννησε το κόμμα, μετά τις διασπάσεις, με ένα αριστερό πρόγραμμα. Επιπλέον, άσκησε σθεναρή αντιπολίτευση, εστιάζοντας πειστικά στην αναγκαιότητα του βασικού εισοδήματος για 4 εκατομμύρια ανέργους και στην αύξηση του κατώτατου μισθού, καταλαμβάνοντας έτσι το κενό που άφησε το PD. Υπήρξε ο πιο δυναμικός πολιτικός με λαϊκό παλμό, με αποτέλεσμα το κόμμα του να ανέβει στο 15,5%, να αναδειχθεί δεύτερο σε ποσοστά στο Νότο και πρώτο στην περιφέρεια της Καμπάνιας (Νάπολη) με 35%.
Ρέντσι – Καλέντα είναι έκτοι και αποτυγχάνουν στις εκπεφρασμένες προσδοκίες τους για διψήφιο ποσοστό, ώστε να ξεπεράσουν τον Μπερλουσκόνι και να είναι κρίσιμοι ρυθμιστές. Ο μόνος στόχος τους που επετεύχθη ήταν να διαβρώσουν το εκλογικό σώμα του PD.
Αναμένουμε μακρές και δύσκολες στιγμές… σοβαρής αντίστασης. Εν τω μεταξύ, η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στην Ιταλία δηλώνει: «Θέλω να δώσω στις γυναίκες το δικαίωμα να μην κάνουν εκτρώσεις». Η Έλι Σλέιν, μια λαμπρή νεαρή, στέλεχος της αριστερής πτέρυγας του PD, ανταπαντά: «Είναι ανώφελο να έχεις μια γυναίκα σε κορυφαία θέση αν δεν αγωνίζεται για τα δικαιώματα των γυναικών».
Η διαμορφωθείσα κατάσταση δεν σημαίνει επιστροφή στον Μουσολίνι, 100 χρόνια από την Πορεία προς τη Ρώμη (28 Οκτωβρίου 1922). Εντούτοις, είναι ανησυχητικό να ανεχόμαστε ένα κόμμα που χρησιμοποιεί το φασιστικό σύμβολο και τον «ρωμαϊκό χαιρετισμό» στις διαδηλώσεις, που ρητά αποποιείται τη Σύμβαση της Γενεύης. Αυτό δεν ήταν αρκετό;
Ας μην επιτρέψουμε την άσκηση ξεπλύματος που έχει ήδη αρχίσει: όχι κοινωνική δεξιά, όχι ακροδεξιά, αλλά μια δεξιά με φασιστικά στοιχεία. Εμείς οι Έλληνες το ξέρουμε καλά: το κατεστημένο έδειξε ανοχή για χρόνια στη Χρυσή Αυγή, η οποία τελικά καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση από τη Δικαιοσύνη. Όλα τα δεδομένα συντείνουν, λοιπόν, στο ότι έχουμε να κάνουμε με μια βαθιά κρίση της Δημοκρατίας.
Αποδεικνύεται ότι η φασιστική κουλτούρα δεν εξαλείφθηκε ποτέ στην Ευρώπη. Σήμερα στη Σουηδία κυβερνά ένα νεοναζιστικό κόμμα. Η Πολωνία έχει γυρίσει στη δεκαετία του 1930, η Ουγγαρία το ίδιο και ο κατάλογος συνεχίζεται… Η Γερμανία αναμετρήθηκε με τον ναζισμό με τη δίκη της Νυρεμβέργης, η Ιταλία ποτέ.
Η νίκη του Μουσολίνι οφειλόταν στους ισχυρούς βιομηχάνους της χώρας και σε μια διχασμένη αριστερά, καθώς την εποχή πριν από την άνοδό του υπήρχαν τρεις διαφορετικές ομάδες στο σοσιαλιστικό κόμμα, με επικεφαλής της μίας τον ίδιο τον Μουσολίνι. Εφηύρε μια ταυτότητα, αντιδραστική μεν, αλλά νέα.
Η Μελόνι δεν λέει ότι είναι φασίστρια, λέει «είμαι γυναίκα, είμαι μητέρα, δεν έζησα το φασισμό». Αλλά για να ευχαριστήσει τους πλούσιους είναι αντίθετη στο βασικό εισόδημα και διατρανώνει: «Πληρώνουμε ανθρώπους για να μένουν στον καναπέ, είναι ανήθικο!». Εν ολίγοις, κάνει αυτό που κάνουν οι φασίστες: πόλεμο κατά των φτωχών.
Ο Πιραντέλο είπε για το φασισμό: «Αυτό το καθεστώς είναι ένας κενός σωλήνας τον οποίο ο καθένας μπορεί να γεμίσει με ό,τι θέλει. Οι παλιοί συντηρητικοί βλέπουν σ’ αυτόν την αποκατάσταση του κράτους, οι εθνικιστές τη λατρεία στην πατρίδα, οι φιλελεύθεροι την τάξη, οι σοσιαλιστές τα συνδικάτα, οι διανοούμενοι τη φελούκα και το σπαθί του ακαδημαϊκού… Ποιος μπορεί να έχει συμφέρον να ρίξει ένα τέτοιο καθεστώς;».
Επιστρέφουμε, λοιπόν, στον κενό σωλήνα…
* Η Όλγα Νάσση, Ελληνοϊταλίδα ήταν υποψήφια της αριστεράς στην Ιταλία, στις περιφερικές της Σικελίας το 2012 και στις ευρωεκλογές το 2014.