19 Σεπτεμβρίου 1982: Η μαρτυρία του Ζενέ: «Διέκρινα μόνο το μίσος και τη χαρά των φονιάδων»
Είχα την εντύπωση πως βρίσκομαι στο κέντρο μιας πυξίδας που οι ακτίνες της ήταν εκατοντάδες νεκροί» έγραψε ο Ζαν Ζενέ όταν κατόρθωσε να μπει στη Σατίλα, εκείνο το πρωί της 19ης Σεπτεμβρίου, μόλις 24 ώρες μετά το τέλος της σφαγής.
Ο «Άγιος Ζενέ» όπως τον είχε αποκαλέσει ο Ζαν Πωλ Σάρτρ, ο Γάλλος πεζογράφος και δραματουργός, έφτασε στη Βηρυτό λίγο πριν τη σφαγή στη Σάμπρα και Σατίλα, συνοδευόμενος από τη φίλη του Λαϊλά Σαχίντ, υπεύθυνη της «Επιθεώρησης παλαιστινιακών μελετών» («Revue d’études Palestiniennes»). Επέστρεφε στη Μέση Ανατολή μετά από μία δεκαετία, αφού από τον Οκτώβριο του 1970 ως τον Απρίλιο του 1971, έζησε με τους Παλαιστίνιους φενταγίν στα βουνά της Ιορδανίας. Τον Μάιο του 1972, ο Ζενέ πήγε στα στρατόπεδα των Παλαιστινίων, όπου έμεινε μέχρι το τέλος του Αυγούστου και ξαναβρήκε τον παλιό του γνώριμο Αμπού Ομάρ που συναντάμε στον «Αιχμάλωτο του έρωτα».
Δέκα χρόνια μετά, μην έχοντας γράψει αράδα από το 1977, εξουθενωμένος από τη θεραπεία με κοβάλτιο για τον καρκίνο και με βαριά κατάθλιψη έφτασε στην πρωτεύουσα του Λιβάνου σε μία πολύ κρίσιμη στιγμή.
Ο εμφύλιος στο Λίβανο είχε επισήμως τελειώσει. Αλλά το αίμα έρεε ακόμη. Οι Παλαιστίνιοι πολιορκούνται μετά τη χερσαία εισβολή των Ισραηλινών. Η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) αναγκάστηκε να αποδεχθεί τη διεθνή συμφωνία για αποχώρηση των μαχητών της (συμφωνία «Χαμπίμπ»). O Γιάσερ Αραφάτ αποχώρησε, στις 30 Αυγούστου, με πρώτο σταθμό την Ελλάδα. Ακολούθησαν και οι μαχητές το αμέσως επόμενο 24ωρο. Περίπου 15.000. Έμειναν πίσω οι πρόσφυγες, οι οικογένειες, τα παιδιά, οι άμαχοι…
Το διήμερο 10 με 11 Σεπτεμβρίου η τριμερής ειρηνευτική δύναμη (ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία) απέσυρε τα στρατεύματά της. Ο Ζενέ στις 13 Σεπτεμβρίου παρακολουθεί, από το μπαλκόνι του διαμερίσματος όπου φιλοξενείται την αναχώρηση των στρατιωτών. Προτού καν αποπλεύσουν τα πλοία τους ο Μπασίρ Τζεμαγέλ, νεοεκλεγείς τότε πρόεδρος του Λιβάνου και ηγέτης των κομμάτων της χριστιανικής Δεξιάς, (χριστιανοί φαλαγγίτες) δολοφονείται στις 14 Σεπτεμβρίου. Ο Τζεμαγέλ υπήρξε στενός και πιστός σύμμαχος του Ισραήλ από το 1976. Ο ισραηλινός στρατός εκπαίδευε τους άνδρες του εντός Ισραήλ, λάμβανε σταθερά στρατιωτική βοήθεια, υπήρχε ενιαίο δίκτυο πληροφοριών και υπό την έννοια αυτή ουδείς εξεπλάγην όταν μετά τη δολοφονία του ο αρχηγός του ισραηλινού επιτελείου Ραφαέλ Εϊτάν, τον αποχαιρετούσε ως «έναν από τους δικούς μας». Ο Τζεμαγέλ ήταν ο άνθρωπος που μόλις τον Ιούλιο του 1982, σε συνέντευξή του στο Nouvel Observateur δήλωνε: «υπάρχει ένας παραπανίσιος λαός στην Εγγύς Ανατολή: ο παλαιστινιακός»…
Οι συναντήσεις Τζεμαγέλ με την ισραηλινή ηγεσία στο ανώτατο επίπεδο (τον πρωθυπουργό Μπέγκιν, τον υπουργό Άμυνας Αριέλ Σαρόν κλπ) είναι αλλεπάλληλες και η τελευταία γίνεται την 1η Σεπτεμβρίου 1982 στην Ναχαρίγια στην οποία οι στενοί συνεργάτες και σύμμαχοι έρχονται σε αντιπαράθεση καθώς η ισραηλινή πλευρά πιέζει τον Τζεμαγέλ να προχωρήσει άμεσα σε επίσημη υπογραφή συμφωνίας ειρήνης με το Ισραήλ και αυτός αρνείται ζητώντας χρόνο και επικαλούμενος το ενδεχόμενο να υπάρξουν αλυσιδωτές εκρηκτικές αντιδράσεις στην ευρύτερη περιοχή από μια τέτοια κίνηση. Η αντίδραση Τζεμαγέλ, σύμφωνα με μαρτυρίες συγγενών και συνεργατών του, εξόργισε την ισραηλινή πλευρά. Μέχρι τη δολοφονία του δεν έγινε καμία άλλη συνάντηση. Ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας Τζεμαγέλ δεν εντοπίστηκαν ποτέ. Συνεργάτες του από τους ακροδεξιούς χριστιανούς φαλαγγίτες τους τοποθετούσαν «σε μια ευρεία γκάμα που ξεκινά από την ΟΑΠ αλλά φθάνει μέχρι τους πιο κοντινούς μας συμμάχους…»
Αμέσως μετά τη δολοφονία Τζεμαγέλ, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέγκιν και ο υπουργός Άμυνας Αριέλ Σαρόν αποφασίζουν μόνοι τους, χωρίς να συζητήσουν με την υπόλοιπη κυβέρνηση, την ανάπτυξη του ισραηλινού στρατού στη Δυτική Βηρυτό. Κωδική ονομασία: «Σιδερένιος εγκέφαλος». Εκ των υστέρων, τηλεφωνικά, ενημερώνεται μόνο ο υπουργός Εξωτερικών Γιτζάκ Σαμίρ, ο οποίος συναινεί.
Τα χαράματα της επομένης ο ισραηλινός στρατός, παραβιάζοντας όλες τις προηγούμενες συμφωνίες, εισέρχεται στη Βηρυτό για «να διασφαλίσει την τήρηση της τάξης». Ήταν απλώς το πρόσχημα. Όπως αναφέρει ο στρατιωτικός ανταποκριτής, τότε, της ισραηλινής εφημερίδας Haaretz, Ζέεβ Σιφ, πριν ακόμη την δολοφονία Τζεμαγέλ, ο ισραηλινός στρατός είχε σχεδιάσει να φτάσει ως το γενικό επιτελείο της ΟΑΠ, για να αιχμαλωτίσει στελέχη της που τυχόν είχαν μείνει πίσω και κυρίως για να κατασχέσει όλα τα υπάρχοντα αρχεία της οργάνωσης, που η ηγεσία της ΟΑΠ είχε προνοήσει, όπως αποδείχτηκε, να πάρει μαζί της σε μικροφίλμ. Ο Ζέεβ όπως και πολλοί άλλοι Ισραηλινοί και ξένοι δημοσιογράφοι που κάλυψαν το γεγονός, εκτίμησαν δημόσια κατά τη διάρκεια των ερευνών που ακολούθησαν τη σφαγή, ότι η εισβολή σε Σάμπρα και Σατίλα ήταν ένα καλά προμελετημένο σχέδιο προκειμένου να εξωθηθούν σε έξοδο από τον Λίβανο οι Παλαιστίνιοι άμαχοι.
Στις 15 Σεπτεμβρίου τα ξημερώματα, λίγο πριν ξεκινήσουν τα ισραηλινά άρματα μάχης να διεισδύουν στην δυτική Βηρυτό, γίνεται άλλη μια μυστική σύσκεψη στο Γενικό Στρατηγείο των Λιβανικών Δυνάμεων (χριστιανοί φαλαγγίτες πολιτοφύλακες) στην οποία συμμετέχουν οι Ισραηλινοί στρατηγοί Εϊτάν και Ντρόρι και οι Λιβανέζοι Φαντί Εφράμ (ανώτατο στρατιωτικό στέλεχος των φαλαγγιτών) και Ελίας Χομπέικα (υπεύθυνος πληροφοριών των δυνάμεων των φαλαγγιτών (Λιβανικές Δυνάμεις). Μιλώντας σε έκτακτη συνεδρίαση του ισραηλινού κοινοβουλίου στις 22 Σεπτεμβρίου 1982, λίγες μέρες μετά τη σφαγή, ο Αριέλ Σαρόν δήλωνε ότι στη σύσκεψη αυτή «συζητήθηκε η πρόταση να εισβάλουν οι φαλαγγίτες στα στρατόπεδα προσφύγων της Βηρυτού» για «να απομακρύνουν εναπομείναντες τρομοκράτες» και ότι δόθηκε εντολή στον Ισραηλινό διοικητή του βορείου μετώπου να απαγορεύσει στις ισραηλινές δυνάμεις να μπουν στα στρατόπεδα των προσφύγων: «Το συγύρισμα και το καθάρισμα των στρατοπέδων θα πραγματοποιηθούν από τους φαλαγγίτες ή από τον λιβανικό στρατό». Ηγέτης των Φαλαγγιτών φέρεται να εξέφρασε την ικανοποίησή του στη σύσκεψη: «Χρόνια περιμέναμε αυτήν τη στιγμή».
Η πρόθεση των φαλαγγιτών ήταν γνωστή εξαρχής. Επιβεβαιώνεται από τους περισσότερους ανταποκριτές των ισραηλινών ΜΜΕ αλλά και από το εβδομαδιαίο περιοδικό του ίδιου του ισραηλινού στρατού «Μπαμαχανέχ», το οποίο την 1η Σεπτεμβρίου 1982 έγραφε: «Ένας ανώτερος Ισραηλινός αξιωματικός άκουσε από το στόμα φαλαγγίτη αξιωματικού τις ακόλουθες φράσεις: «από τι να αρχίσουμε; Να βιάζουμε ή να σκοτώνουμε; ….δεν έχετε ιδέα για το σκοτωμό που περιμένει τους Παλαιστινίους, πολίτες ή τρομοκράτες, που θα ξεμείνουν πίσω…..» Εκ των υστέρων, τα ισραηλινά ΜΜΕ έγραψαν ότι πολλοί Ισραηλινοί αξιωματικοί είχαν εξαρχής διαφωνήσει με το «πράσινο φως» στους φαλαγγίτες αλλά η άποψή τους δεν έγινε δεκτή.
Έτσι, ενώ ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε με αργούς ρυθμούς στη Δυτική Βηρυτό, φαλαγγίτες με βέλη και σημάδια πάνω σε τοίχους σπιτιών από τα νοτιοανατολικά της Βηρυτού μέχρι και την τότε πρεσβεία του Κουβέιτ έδειχναν το δρόμο στις μονάδες εκείνες που δεν τον γνώριζαν για να φτάσουν στα προσφυγικά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα. Ο Αριέλ Σαρόν βρίσκεται αυτοπροσώπως στη Βηρυτό, από το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου, και επιβλέπει την επιχείρηση «Σιδερένιος εγκέφαλος» (7 νεκροί Ισραηλινοί στρατιώτες, περισσότεροι από 100 νεκροί άμαχοι Λιβανέζοι, περίπου 100 Ισραηλινοί στρατιώτες τραυματίες και περίπου 300 τραυματίες άμαχοι).
Οι στρατιώτες είχαν εντολή να αφοπλίζουν καθώς προχωρούν όλες τις πολιτοφυλακές εκτός των χριστιανών φαλαγγιτών: μαχητές αριστερών οργανώσεων, σιιτικών, όπως η «Αμάλ», κλπ, υποχρεώθηκαν να καταθέσουν τα όπλα, όσοι δεν έπεσαν νεκροί: «βρέθηκαν γυμνοί στο έλεος των φαλαγγιτών» έγραφε η ισραηλινή εφημερίδα Maariv στις 26 Σεπτεμβρίου 1982. Στις διεθνείς αντιδράσεις, η ισραηλινή επωδός είναι σταθερή: το κάνουμε για να υπάρξει σταθερότητα και ασφάλεια μετά τη δολοφονία Τζεμαγέλ. Η Ουάσινγκτον, υπό την προεδρία Ρήγκαν, «σιγοντάρει», δηλώνοντας ότι είναι ανάγκη η αποχώρηση του ισραηλινού στρατού καθώς παραβιάζει τη συμφωνία «εκεχειρίας» του λιβανικού εμφυλίου, αλλά δεν ασκεί καμία πίεση ούτε καν λεκτική.
Ο ισραηλινός στρατός περικυκλώνει τους παλαιστινιακούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα το μεσημέρι της 15ης Σεπτεμβρίου. Λίγες ώρες αργότερα, εξαπολύει ένα κύμα οβίδων προς τους καταυλισμούς προκαλώντας έτσι τους πρώτους τραυματισμούς, σύμφωνα με μαρτυρία του Νορβηγού γιατρού Περ Μελουμσχάγκεν που εργάζεται στο νοσοκομείο Γκάζα της Σάμπρα. Ομάδα κατοίκων προσεγγίζει ισραηλινές δυνάμεις που στρατοπεδεύουν στην περίμετρο εκφράζοντας ανησυχίες για το ενδεχόμενο να γίνει επίθεση από χριστιανούς φαλαγγίτες. Ο ισραηλινός στρατός τους καθησυχάζει ότι δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, διακόπτεται η ηλεκτροδότηση σε ολόκληρη τη δυτική Βηρυτό συμπεριλαμβανομένων και των καταυλισμών.
Στις 16 Σεπτεμβρίου στις 8 το πρωί, πραγματοποιείται στο ισραηλινό Γενικό Στρατηγείο σύσκεψη με επικεφαλής τον στρατηγό Εϊτάν όπου εξηγείται στους εκπροσώπους της Μοσάντ, του Σιν Μπετ (εσωτερικές υπηρεσίες ασφαλείας) και των στρατιωτικών πληροφοριών, τι ακριβώς θα κάνουν οι Χριστιανοί φαλαγγίτες μέσα στους παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς. Λίγη ώρα αργότερα, στο ίδιο σημείο, ο Ισραηλινός στρατηγός Ντρόρι συναντά τον στρατιωτικό επικεφαλής των φαλαγγιτών Φαντί Εφράμ και τον ρωτά αν είναι έτοιμοι οι άνδρες του για εισβολή. Λαμβάνει θετική απάντηση και δίνεται το πράσινο φως. Ακροδεξιοί φαλαγγίτες αρχίζουν να κινούνται προς Σάμπρα και Σατίλα ακολουθώντας τα βέλη στους τοίχους. Δια του διοικητή των ισραηλινών δυνάμεων στη Βηρυτό, Αμός Γιαρόν, παραδίδονται στους Εφράμ και Χομπέικα (τον επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών των φαλαγγιτών) αεροφωτογραφίες των καταυλισμών.
Στις 6 το απόγευμα της 16ης Σεπτεμβρίου, τουλάχιστον 1.500 ακροδεξιοί φαλαγγίτες εισβάλουν στους καταυλισμούς. Η σφαγή διαρκεί μέχρι το πρωί της 18ης Σεπτεμβρίου.
Τρεις νύχτες και δύο ημέρες έσφαζαν ακροδεξιοί Λιβανέζοι χριστιανοφαλαγγίτες κυρίως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους Παλαιστινίους που είχαν εγκλωβιστεί στους καταυλισμούς της Σάμπρα, της Σατίλα και του Μπουρτζ Μπαρανζέ, στη Δυτική Βηρυτό. Πυροβολούν ό,τι κινείται, εισβάλουν σε σπίτια, εκτελούν εν ψυχρώ οικογένειες ολόκληρες, παιδιά, ηλικιωμένους, ανάπηρους, βιάζουν κατ’ εξακολούθηση γυναίκες, ακρωτηριάζουν για πλάκα ή για λάφυρα, και.. πίνουν και γλεντούν παράλληλα. Δολοφονούν χριστιανούς και μουσουλμάνους, Παλαιστινίους και Λιβανέζους υπηκόους.
«Μη εβραίοι έσφαξαν μη εβραίους. Κι εμάς τι μας νοιάζει;»
Μία σφαγή μόλις 200 μέτρα από το στρατηγείο και τους σταθμούς ανεφοδιασμού που είχε στήσει ο ισραηλινός στρατός στην είσοδο των καταυλισμών. Ήδη από την πρώτη ημέρα της σφαγής, κατώτερα στελέχη του ισραηλινού στρατού αντιλαμβάνονται ότι εξελίσσεται σφαγή και όχι «εκκαθάριση τρομοκρατών». Πρώτοι φέρονται να αντέδρασαν οι νοσηλευτές αλλά ενημερώσεις με αιτήματα για άμεση επέμβαση για να σταματήσει η σφαγή στάλθηκαν στους ανώτερους και από λοχίες αρμάτων μάχης. Παίρνουν εντολή να μην παρέμβουν καθόλου και να μην επιτρέπουν στους πρόσφυγες να εξέλθουν. Οι περισσότεροι υπακούν, αλλά όχι όλοι. Την Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου πλέον, το μεσημέρι, ο ισραηλινός στρατός λαμβάνει εντολή ν’ απομακρύνει τους φαλαγγίτες από τους καταυλισμούς. Αυτό έγινε μόνο το Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου μετά το μεσημέρι. Η σφαγή κράτησε μία ακόμη μέρα.
Ο ισραηλινός στρατός σε ρόλο «παρατηρητή» τήρησε μια στάση που συνοψίζεται σε ό,τι ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Μεναχέμ Μπέγκιν δήλωσε στην Κνεσέτ κατά τη διάρκεια έρευνας που διενεργήθηκε για τη σφαγή: «Μη Εβραίοι σφαγίασαν μη Εβραίους. Και εμάς τι μας νοιάζει;»
«Οι σφαγές δεν έγιναν μέσα στη σιωπή και στο σκοτάδι. Τις φώτιζαν άπλετα οι φωτοβολίδες των Ισραηλινών, ενώ τα αυτιά των Ισραηλινών, ήδη από την Πέμπτη το βράδυ, άκουγαν πάρα πολύ καθαρά τι γίνεται στη Σατίλα. Τι γλέντια, τι κραιπάλες έγιναν εκεί όπου ο Χάρος συμμετείχε στο ξεφάντωμα των μεθυσμένων στρατιωτών – μεθυσμένων από κρασί, από μίσος και αναμφίβολα από χαρά πως ευχαριστούν τον ισραηλινό στρατό, που άκουγε, που παρακολουθούσε, που ενεθάρρυνε, που νουθετούσε! Δεν τον είδα εγώ αυτό τον ισραηλινό στρατό που έβλεπε και άκουγε. Είδα μόνο όσα έκανε».
Ο τελικός απολογισμός των βασανιστηρίων και των φόνων είναι τραγικός, μιας και ο αριθμός των νεκρών κυμαίνεται μεταξύ 1.300 (που εντοπίστηκαν) και 3.500. Ο αριθμός δεν μπορεί να προσδιοριστεί καθώς είναι δεκάδες οι ομαδικοί τάφοι που ουδέποτε ανοίχτηκαν καθώς και δεκάδες εκατοντάδες οι εξαφανισμένοι, με τους δημοσιογράφους που βρίσκονταν πέριξ των καταυλισμών να δίνουν μαρτυρίες για συνεχόμενες διαδρομές φορτηγών με πρόσφυγες που κανείς δεν έμαθε ποτέ που πήγαν και τι απέγιναν. Το 1/4 εξ αυτών με λιβανική υπηκοότητα.
Το πρωί της Κυριακής 19 του μήνα, και ενόσω οι μπουλντόζες άνοιγαν λάκκους για τους ομαδικούς τάφους, ο Ζενέ καταφέρνει μαζί με τη Λαϊλά και δύο Αμερικανούς φωτογράφους να μπει στη Σατίλα παριστάνοντας τον δημοσιογράφο, εκμεταλλευόμενος «ένα διάστημα αστάθειας ανάμεσα στις 10 και στις 10.15’».
Περιπλανήθηκε μόνος, επί τέσσερις ώρες, κάτω από έναν καυτό ήλιο, στις στενές «σαν χαραμάδες» διόδους, αποπροσανατολισμένος μέσα στα αιματοκυλισμένα στενοσόκακα και επιδιδόμενος σε μακάβριο κουτσό: «δρασκέλισα τα κουφάρια σαν να πηδούσα βάραθρα».
«Το πρόσωπό της ήταν μαύρο και πρησμένο, στραμμένο στον ουρανό, το στόμα της ανοιχτό, κατάμαυρο από τη μύγα, με δόντια που μου φάνηκαν κάτασπρα, πρόσωπο που, χωρίς την παραμικρή σύσπαση, έμοιαζε να μορφάζει ή να χαμογελάει ή να βγάζει κάποιο σιωπηλό και μακρόσυρτο ουρλιαχτό. (…) Τα δάχτυλα των δύο χεριών ήταν ανοιχτά βεντάλια και τα δέκα δάχτυλα ήταν κομμένα σαν από κλαδευτήρι. (…) Τα ακροδάχτυλα, η τελευταία φάλαγγα, μαζί με τα νύχια, ήταν πεσμένα μέσα στη σκόνη».
Αυτά είδε ο Ζαν Ζενέ. Κατέγραψε τη βαρβαρότητα, την απόλυτη ωμότητα αυτής της άγριας εμπειρίας στο «Τέσσερις ώρες στη Σατίλα».* Ένα κείμενο «ξερό», «κλινικό». Ένα κείμενο που δεν είναι δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Ούτε μία συναισθητικά φορτισμένη μαρτυρία. Ούτε λογοτεχνία. Ένα κείμενο «με την ακρίβεια και τη δριμύτητα ενός κατηγορητηρίου». Ένα κείμενο όπου οι νεκροί Παλαιστίνιου είναι σαν την πρώτη ύλη ενός γλύπτη, ο οποίος μαθαίνει την τέχνη του πάνω στο τραπέζι του χειρουργού-ανατόμου. Το σώμα είναι νεκρό, ακίνητο, παγωμένο, λιωμένο, παραμορφωμένο, ακρωτηριασμένο και η αποφορά των πτωμάτων «δεν έβγαινε από κάποιο σπίτι ούτε από κάποιο φριχτά βασανισμένο κορμί: έμοιαζε να βγαίνει από το δικό μου το κορμί, από όλο μου το είναι» γράφει για αυτή τη βαρβαρική γιορτή στην οποία «διέκρινα μόνο το μίσος και τη χαρά των φονιάδων».
Σε αυτό το συγκλονιστικό ιδιότυπο ρεπορτάζ ο Ζενέ δεν καταγράφει μόνο. Η πολιτική του στράτευση εκδηλώνεται και σε άλλα επίπεδα. Δεν χαρίζεται σε κανέναν και το κυριότερο παίρνει θέση. Αποκαλύπτει τη «συνενοχή» της Δύσης, υπερασπίζεται μια «ομορφιά που χαρακτηρίζει αποκλειστικά τους επαναστάτες», κατακεραυνώνει «όλα τα αραβικά καθεστώτα» που «είναι τελείως διεφθαρμένα, στηρίζονται σ’ ένα αστυνομικό σύστημα» και δεν διστάζουν να θυσιάσουν ή να χρησιμοποιήσουν το αίμα των Παλαιστινίων. Χαρακτηρίζει τις μετέπειτα διαδηλώσεις διαμαρτυρίας εντός του Ισραήλ αλλά και την περίφημη έκθεση Καχάν «μέρος της σφαγής». (Σε αυτήν ένας στρατιώτης διηγήθηκε πώς έκανε εμετό όταν ένας φαλαγγίτης, που είχε αρπάξει ένα παιδί και είχε πει «θα το πάω στο νοσοκομείο», το πήγε εκεί δίπλα και το έσφαξε.)
Το κυριότερο, σε αυτό το πιο πολιτικό ίσως κείμενο του, στρέφεται ενάντια στην συλλογική αμνησία, απαγορεύοντας στη λήθη να ριζώσει. Δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά για τον «Άγιο Ζενέ» που κατά τον Σάρτρ «φέρνει στο φως την ενοχή μας. Όποια κι αν είναι η κοινωνία που θα διαδεχτεί τη δική μας, οι αναγνώστες του δεν θα πάψουν να του δίνουν άδικο, αφού αντιτίθεται σε κάθε κοινωνία, αλλά ακριβώς γι’ αυτό είμαστε αδέρφια του: γιατί η εποχή μας έχει ένοχη συνείδηση απέναντι στην ιστορία».
*Η μαρτυρία του Ζενέ καταγράφηκε στο «Τέσσερις ώρες στη Σατίλα» που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1983 στο «Revue d’études Palestiniennes και περιέχεται στον έκτο τόμο των Απάντων («L’Ennemi déclaré»- «Ο δηλωμένος εχθρός», 1991), όπου είναι συγκεντρωμένη η πολιτική αρθρογραφία και οι συνεντεύξεις του, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Γκαλιμάρ. Η ελληνική έκδοση (εκδόσεις Ύψιλον) περιλαμβάνει ακόμη μία μεγάλη συνέντευξη, που έδωσε στο αυστριακό ραδιόφωνο.
* Τα στοιχεία που αναφέρονται στο κείμενο εκτός της προσωπικής μαρτυρίας του Ζενέ έχουν αντληθεί από το βιβλίο «Λίβανος, Το χρονικό μιας σφαγής – Σάμπρα και Σατίλα», του Αμνόν Καπελιούκ, εκδόσεις Μάλλιαρης – Παιδεία, 1983. Το βιβλίο βασίζεται σε έρευνα που ξεκίνησε ο συγγραφέας την επομένη της σφαγής συγκεντρώνοντας μαρτυρίες επιζώντων προσφύγων, Ισραηλινών στρατιωτών, φαλαγγιτών αλλά και δημοσιογράφων Ισραηλινών και ξένων που κάλυπταν το γεγονός. Πρώτη έκδοση έγινε τον Δεκέμβριο του 1982 éditions Du Seuil.
Χριστίνα Μαυροπούλου – Ελένη Μαυρούλη