Micro

Ρόζα Λούξεμπουργκ – Με πυγμή, πείσμα και ευαισθησία, όπως τα κείμενά της

«Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους», γράφει για τη Λούξεμπουργκ ο Καζαντζάκης· «Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα ποτέ δεν θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: «Ελευτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέρφια, για να σώσουμε τη γης!»».1
Σχεδόν ένας αιώνα πια. Είναι τη νύχτα της 15ης Γενάρη του 1919 που η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λήμπκνεχτ συλλαμβάνονται από τα Φράικορπς και δολοφονούνται. Οι παραστρατιωτικοί έχουν εντολές να καταπνίξουν τη Γερμανική Επανάσταση του 1918 που απειλεί τη σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση του Έμπερτ. Η διάλυση του Σπάρτακου είναι, προς τον σκοπό αυτό, ύψιστης σημασίας: της αποφυλάκισης της Λούξεμπουργκ στις 8 Νοέμβρη 1918, έπονται η έκδοση της ανατρεπτικής εφημερίδας «Ρότε Φάνε», η δημοσίευση του νέου προγράμματος του Σπάρτακου και η πραγματοποίηση του Ιδρυτικού Συνεδρίου του ΚΚΓ. Η ίδια γράφει σαρκαστικά: «”Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο!” Ανόητοι λακέδες! Η “τάξη” σας έχει χτιστεί στην άμμο. Αύριο η επανάσταση θα “ανατείλει πάλι, κρούοντας τα όπλα της”, και προς τρόμο δικό σας θα διακηρύξει με τρομπέτες φλεγόμενες: Ήμουν, είμαι, θα είμαι! ».2

Η κριτική Λούξεμπουργκ

Ο Τρότσκι εξαίρει τη γενναιότητα της σκέψης και τις γνώσεις της.3 Ως γυναίκα κάτοχος διδακτορικού είναι δακτυλοδεικτούμενη. Τα γραπτά της αποτυπώνουν την ευρύτητα του ριζοσπαστικού της πνεύματος που κινείται διαρκώς μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Εκείνο, όμως, που κυρίως τη χαρακτηρίζει είναι ο προσανατολισμός της στην επαναστατική δράση. Η Λούξεμπουργκ ζει έτσι, με πυγμή, με πείσμα κι ευαισθησία την οποία μαρτυρούν τα γράμματα της.4 Γράφει αδιάκοπα κι οι ιδέες της ολοένα εμπλουτίζονται καθώς παρακολουθούν κριτικά τις μικρές και μεγάλες επαναστατικές εκδηλώσεις των τελών του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα που κάνουν τη σοσιαλιστική κοινωνία να φαντάζει όχι πια ουτοπικό όνειρο αλλά σταθερή πραγματικότητα: ποτέ η «τυφλή απολογία, … μόνο μια βαθειά και συστηματική κριτική … θα μας επιτρέψει να εκμεταλλευτούμε όλους τους θησαυρούς των εμπειριών, των διδαγμάτων», σημειώνει αιχμηρά.5
Στο γύρισμα του αιώνα η Λούξεμπουργκ βρίσκεται στο Βερολίνο, οργανωμένη στην αριστερή πτέρυγα του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Από τη θέση αυτή στρέφει τα βέλη της κριτικής της ενάντια στην κυρίαρχη τάση της σοσιαλδημοκρατίας του Μπερνστάιν που ενσαρκώνει την «απάρνηση της όλης σοσιαλιστικής κριτικής εναντίον της καπιταλιστικής κοινωνίας»,6 επαναφέροντας στη συζήτηση το θέμα της κοινωνικής επανάστασης: «ο αγώνας για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις», θα σημειώσει, «είναι το μέσο, ενώ ο αγώνας για την κοινωνική ανατροπή είναι ο τελικός της σκοπός» (βλ. σημ. 6, σ. 7-8). Η αναθεώρηση του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος προς την κατεύθυνση της μετατροπής της «κοινωνική[ς] μεταρρύθμιση[ς] από μέσο σε σκοπό της ταξικής πάλης» (ο.π., σ. 8), πέραν της ιδεολογικό-πολιτικής σκοπιμότητας, φανερώνει, για τη Λούξεμπουργκ, και μία σοβαρή παραγνώριση των όρων οργάνωσης του καπιταλιστικού συστήματος της κοινωνικής αναπαραγωγής: η συζήτηση για τον ρόλο των συνδικάτων είναι χαρακτηριστική.

Το εργατικό κίνημα

Ακολουθώντας τον Μαρξ, η Λούξεμπουργκ αντιλαμβάνεται τα συνδικάτα ως αναπόσπαστο στοιχείο της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Με άλλα λόγια, η ύπαρξή τους η ίδια προϋποθέτει ακριβώς την ύπαρξη της σχέσης κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας, αυτού του ριζικού όρου του καπιταλιστικού συστήματος (ο.π., σ. 35). Η άγνοια ή παραγνώριση αυτής της θεμελιώδους για τη διατήρηση του καπιταλισμού συνθήκης, αυτή η σύγχυση μέσων και σκοπών, «…τι άλλο κάνει», γράφει η Λούξεμπουργκ, «κατά βάση παρά να διδάσκει στην εργατική τάξη την πεμπτουσία της ηθικής της μπουρζουαζίας: τη συμφιλίωση με το υφιστάμενο καθεστώς και την τοποθέτηση των ελπίδων του στο υπερπέραν του κόσμου της ιδέας;» (ο.π., σ. 124). Για την ίδια, η συζήτηση οφείλει να υπερβαίνει «το λίγο ή πολύ της εκμετάλλευσης» και να εστιάζει στο ζήτημα της κατάργησης της μισθωτής εργασίας (ο.π., σ. 105-106). Κατανοεί δε πάντα ως προϋπόθεση της ίδιας αυτής της συζήτησης – κι ακολουθεί κι εδώ τον Μαρξ – τη ρύθμιση της εργάσιμης ημέρας και την εν γένει προστατευτική εργ(οστ)ασιακή νομοθεσία που πάντα «χαλιναγωγ[εί] την ορμή του κεφαλαίου για άμετρη απομύζηση της εργασιακής δύναμης».7 Είναι, λοιπόν, ακριβώς ως αντίβαρο στη διαρκή αυτή τάση του κεφαλαίου να θέτει υπό διακινδύνευση την ίδια την κοινωνική αναπαραγωγή που αναπτύσσεται «ενστικτωδώς από τις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις» (βλ. σημ. 7, σ. 271) το εργατικό κίνημα, μας λένε ο Μαρξ κι η Λούξεμπουργκ.
Κι είναι, για τους ίδιους, αναγκαία η συσπείρωση των εργατών προκειμένου «να επιβάλλουν ως τάξη έναν κρατικό νόμο, έναν πανίσχυρο κοινωνικό φραγμό που εμποδίζει αυτούς τους ίδιους μέσα από αυτόβουλη σύμβαση με το κεφάλαιο να πωλούν εαυτούς και το γένος τους στο θάνατο και στη δουλεία» (ο.π., σ. 271-272). Η εργατική νομοθεσία δεν είναι όμως «διόλου [προϊόν] κοινοβουλευτικής φαντασιοκοπίας … Η διατύπωση, η επίσημη αναγνώριση και η διακήρυξή [της] από το κράτος ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων ταξικών αγώνων» (ο.π., σ. 253). Η Λούξεμπουργκ καταδεικνύει τα καπιταλιστικά συμφέροντα ως τα «φυσικά όρια της κοινωνικής μεταρρύθμισης» που το αστικό κράτος δύναται να διαχειρίζεται,8 επισημαίνοντας πως, στο μέτρο αυτό, κάθε μορφή κοινωνικού ελέγχου αναπόφευκτα «υφίσταται όλο και περισσότερο την επίδραση του ταξικού χαρακτήρα του κράτους, [«βλέπε», σημειώνει (βλ. σημ. 8, σ. 52), «πώς χειρίζεται το κράτος την προστατευτική εργατική νομοθεσία σε όλες τις χώρες»]. Έτσι και το κοινοβούλιο, κατά τη μορφή δημοκρατικός θεσμός, μεταστρέφεται κατά το περιεχόμενο σε όργανο των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης.9

Η συνδικαλιστική και η κοινοβουλευτική πάλη

Η συνδικαλιστική και η κοινοβουλευτική πάλη έχουν λοιπόν σημασία μονάχα ως μέσα για τη διαμόρφωσης της συνείδησης και της ταξικής οργάνωσης του προλεταριάτου προς τον σκοπό της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας (βλ. σημ. 9, σ. 56-57). Η μετατροπή τους από μέσο σε σκοπό εγκλωβίζει το εργατικό κίνημα «σ’ ένα κίνημα συνδικάτων για τα συνδικάτα, σ’ ένα κίνημα μεταρρυθμιστικό για τις μεταρρυθμίσεις», οδηγώντας το στην εγκατάλειψη της ταξικής του σκοπιάς (ο.π., σ. 61). Δύναται τότε άφοβα να ισχυροποιεί τη θέση του το «λεγόμενο «καλό και δίκαιο κέντρο» [που] δεν μπορεί να σταθεί σε καμία επανάσταση» (ο.π., σ. 49), μπορεί όμως πάντα να εργάζεται για την εμπέδωση της ιδεολογικοπολιτικής καπιταλιστικής κυριαρχίας: «Οι εργάτες δεν εξαθλιώνονται, αλλ’ αντιθέτως βελτιώνουν διαρκώς τη θέση τους, η μπουρζουαζία είναι πολιτικά προοδευτική και μάλιστα υγιής από πολιτική άποψη, δεν βλέπει κανείς πουθενά αντίδραση και καταπίεση· όλα πηγαίνουν καλύτερα στον καλύτερο δυνατό κόσμο…» (ο.π., σ. 121).

Σημειώσεις:
1 Νίκος Καζαντζάκης, «Η κραυγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ», στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία, Κορόντζης, Αθήνα χ.χ., σσ. 27.
2 Rosa Luxembourg, «Order Prevails in Berlin», Rote Fahne, 14 Ιανουαρίου 1919, στο https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1919/01/14.htm [τελευταία ανάκτηση: 9/1/2018].
3 Βλ. Leon Trotsky, Karl Liebknecht and Rosa Luxemburg (1919), στο http://www.marxist.com/trotsky-on-karl-liebknecht-rosa-luxemburg.htm [τελευταία ανάκτηση: 12/1/2018]
4 Βλ. Rosa Luxemburg, The Letters of Rosa Luxemburg, μτφρ. G. Shriver, επ .G. Adler, P. Hudis, A. Laschitza, Verso, Λονδίνο, Νέα Υόρκη 2013.
5 Βλ. Rosa Luxemburg, Η Ρωσική Επανασταση, μτφρ. Κ. Μιλτιάδη, Κορόντζης, Αθήνα 1978, σ. 38.
6 Rosa Luxembourg, Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, μτφρ. Κ. Βρετός, Κορόντζης, Αθήνα 1984, σ. 121.
7 Βλ. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, μτφρ. Θ. Γκιούρας, επ. Θ. Γκιούρας, Θ. Νουτσόπουλος, Δ. Γράβαρης, ΚΨΜ, Αθήνα 2016, σ. 210. Πρβλ. Luxembourg, ό.π., σ. 38.
8 Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, ό.π., σ. 41.
9 Η Λούξεμπουργκ αναγνωρίζει ωστόσο τη σημασία του κοινοβουλευτισμού κι εισηγείται τη συμμετοχή του ΚΚΓ στις εκλογές, βλ. Rosa Luxembourg, «The Elections to the National Assembly», Rote Fahne, 23 Δεκεμβρίου 1918, στο https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1918/12/23.htm [τελευταία ανάκτηση: 10/1/2018].

Η Αγγελική Παπαθανασίου είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης.

Πηγή: Η Εποχή