Με την ευκαιρία 100 χρόνων από την γέννηση της Ροσάνα Ροσάντα, πραγματοποιήθηκε στις 22-23 Απριλίου ένα διήμερο εκδηλώσεων, συζητήσεων και ιστορικού αναστοχασμού και ανάλυσης της καθοριστικής συμβολής της στο πέρασμα της ιταλικής κομουνιστικής Aριστεράς στον 21ο αιώνα. Το συμπόσιο πραγματοποιήθηκε στην ιστορική αίθουσα Alessandrina, των Αρχείων του Ιταλικού Κράτους στη Ρώμη.
Η Ροσάντα γεννήθηκε το 1924 στην Πούλα Κροατίας, μέρος τότε, της iταλικής επικράτειας. Σπούδασε στο Μιλάνο δημοσιογραφία, μαθήτρια του φιλοσόφου Antonio Banfi. Σε πολύ νεαρή ηλικία έλαβε μέρος στην ιταλική αντίσταση ενάντια στο φασιστικό καθεστώς και, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εντάχθηκε στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΙ). Στα 27 της, εκτιμώντας τον χαρακτήρα και τις ικανότητές της, ο Palmiro Togliatti την ονόμασε υπεύθυνη για τον πολιτισμό. Στη ιταλική Βουλή εξελέγη για πρώτη φορά το 1963.
Η Ροσάντα ανήκε στην αριστερή μειοψηφία, μέσα στο ΚΚΙ. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις με την ηγετική ομάδα, μετα το ‘68, την οδήγησαν στην έξοδο. Μαζί με την Λουτσιάνα Καστελίνα, τον Λουίτζι Πίντορ, Βαλεντίνο Παρλάτο και Λούτσιο Μάγκρι ίδρυσαν ένα νέο κόμμα (που συγχωνεύτηκε, αργότερα, με το Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας – PdUP) και μια ομώνυμη εφημερίδα: il manifesto, που συμπλήρωσε 50 χρόνια παρουσίας.
Αργότερα εγκατέλειψε την κομματική δραστηριότητα, αλλά διατήρησε τον ρόλο της ως διευθύντρια του il manifesto και μέλος της συντακτικής επιτροπής του φεμινιστικού περιοδικού L’Orsaminore.
«Η Ροσάντα ήταν μια συνεπής μαρξίστρια που, δυσπιστώντας με τον μαρξισμό, διάβαζε και μελετούσε τον Μαρξ! Διαισθάνθηκε έγκαιρα ότι στην περίοδο των δεκαετιών ‘60 και ‘70 παρουσιάστηκε η πρώτη και, ίσως, μοναδική ευκαιρία κομμουνιστικής επανάστασης, μέσα σε ένα περιβάλλον ανεπτυγμένου καπιταλισμού, δηλαδή η πρώτη και μοναδική προσπάθεια επανάστασης που ήταν αμιγώς μαρξιστική» (P. Virno)1.
Συχνά επαναλάμβανε τη φράση που είχε δανειστεί από ένα ανώνυμο «αυτόνομο» ακτιβιστή: «είναι σκέτη τρέλα η πρόθεση απελευθέρωσης από την μισθωτή εργασία, που είναι πλέον “απελευθερωμένη” στα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη. Αυτό που μετράει, για αυτή την αφόρητη ατυχία, είναι η κατάργηση της». Η θέση αυτή αναδεικνύει τον χαρακτήρα της επαναστατικής επικαιρότητας της περιόδου των αυθόρμητων, αυτόνομων και εκτός συνδικάτων, «άγριων απεργιών» στα εργοστάσια της ΦΙΑΤ στο Τορίνο, μέχρι την ήττα του εργατικού κινήματος (1969-1977), που η Ροσάντα παρακολουθεί με ζωντανό ενδιαφέρον, εμπλοκή και πολεμική κριτική στην υποχωρητική πολιτική του ΚΚΙ, επιχειρώντας να αναδείξει τη συμβατότητα της επανάστασης με την ιστορική συγκυρία.
Η Ροσάντα εκτιμούσε ότι σε εκείνες τις συνθήκες είχαν συσσωρευτεί οι ιστορικές προϋποθέσεις μιας επαναστατικής, κομουνιστικής μετάβασης. Επαναστατική διαδικασία που δεν στόχευε στην απλή αντιμέτωπή της οικονομικής καθυστέρησης (υπανάπτυξη), μέσω της εκσυγχρονιστικής και μεταρρυθμιστικής επιτάχυνσης, αλλά έβαζε θέματα όπως η μείωση του ρυθμού παραγωγής και την αποδέσμευση των μισθών από την παραγωγικότητα, χωρίς κατηγοριοποιήσεις της απασχόλησης…
Με την ίδια φροντίδα, αλλά και με μελαγχολία, η Ροσάντα καταγράφει το χρονικό της επελαύνουσας καπιταλιστικής βάναυσης αντεπανάστασης (1980), που δεν την θεωρεί αποκατάσταση (restauration), αλλά μια πραγματική «αντίστροφη επανάσταση», με ριζική αλλαγή της κοινωνικής ατζέντας και βίαιη μεταμόρφωση της παραγωγικής διαδικασίας (εργασιακή ανασφάλεια, πρεκαριάτο, διακοπτόμενη απασχόληση, διανοητική εργασία κλπ.).
Αυτή η αντεπανάσταση που εξουδετέρωσε και ακύρωσε με μιας τον φορντισμό, τον τεϋλορισμό και τον κεϋνσιανισμό, συγκροτεί το περιεχόμενο του νέου πολιτικού ενδιαφέροντος και παρεμβάσεων της Ροσάντα.
Η Ροσάντα σε πολεμική αντιπαράθεση με KKI και αριστερούς διανοητές, θεωρούσε ότι έπρεπε να αντιστραφεί η ιεράρχησή των κοινωνικών στόχων από την επιδίωξη της ικανοποίησης παράγωγων αναγκών (derivate needs) του καπιταλισμού (καταναλωτισμός), στην ίδια την διάθεση/πώληση της εργασίας, διαδικασία που είχε αναχθεί, πλέον, σε πρωτεύουσα ανάγκη (primary need).
Στις συμπληγάδες της θεωρίας και της πραγματικότητας, η Ροσάντα κράτησε αυστηρή και κριτική στάση απέναντι στο κίνημα ‘77 (εργατική αυτονομία), που αναπτύχθηκε σαν μετασχηματισμός των κινημάτων νεολαίας και βιομηχανικών εργατών στον χώρο των εξωκοινοβουλευτικών αριστερών ομάδων, που αμφισβητούσαν δυναμικά το κυρίαρχο κομματικό και συνδικαλιστικό σύστημα και συχνά αντιμετώπιζαν την κρατική καταστολή και την καταδίκη του ΚΚΙ.
Στη δίκη της 7ης Απριλίου (Τόνι Νέγκρι και άλλοι) 1979 κατά του χώρου της αυτονομίας (autonomia operaia), η Ροσάντα ήταν καθημερινά μπροστά στο κλουβί των κρατούμενων με ερωτήσεις, ακόμη και προσωπικές, επικρίσεις για τις υπερασπιστικές επιλογές και θεωρητικές θέσεις των κατηγορούμενων.
«Η Ροσάντα είχε πάρει τον πολιτικό αγώνα πολύ σοβαρά, ώστε να μην διστάσει να επιπλήξει εκείνους που στέκονταν μπροστά της με χειροπέδες. Η ανάλυση της καπιταλιστικής αντεπανάστασης ήταν πολύ σοβαρή, στα μάτια της και στα δικά μας, για να αφήσει χώρο για ανθρωπιστικές καταγγελίες. Συμπονούσε τους κρατούμενους των πολιτικών δικών, επειδή ποτέ δεν τους αντιμετώπιζε ως ανάπηρους ή ανίκανους», P. Virno.
Οι αντιφάσεις και οι αμφισημίες που επέφερε η επικράτηση της αντεπανάστασης, ήταν ο χώρος μέσα από τον οποίο η Ροσάντα επιχειρούσε να εντοπίσει και να αναδείξει νέους δρόμους πάλης.
Προς το τέλος της ζωής δεν μιλούσε πλέον για την επανάσταση. Την ενδιέφερε η ανάγνωση, περιγραφή και ανάλυση του «νέου κόσμου», που η ήττα του εργατικού κινήματος είχε επιφέρει. Για την Ροσάντα η πολιτική αξιολόγηση των συνιστωσών της πραγματικότητας ήταν η προϋπόθεση του αποτελεσματικού πολιτικού σχεδιασμού.
Έργο πολύ απαιτητικό!
Σημείωση:
1. Φιλόσοφος (υπεύθυνος Πολιτισμού στο il manifesto).
Ο Ιωσήφ Σινιγάλιας είναι μηχανολόγος μηχανικός.