Σε όλη την Ευρώπη, θα θυμόμαστε για καιρό το 1968. Το 2018 γιορτάσαμε την πεντηκοστή επέτειό του και θα συνεχίσουμε να το θυμόμαστε και στο μέλλον – κυρίως, όμως, ως επέτειο του φοιτητικού κινήματος. Όμως, το ’68 προκάλεσε και μια εργατική εξέγερση η οποία στην Ιταλία ήταν ιδιάζουσα από πολλές απόψεις. Εκεί το αγωνιστικό κίνημα υποστηρίχτηκε μέχρι τέλους από τα εργατικά συνδικάτα –όχι χωρίς να συζητούν το περιεχόμενο και τις μεθόδους του– με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλές κατακτήσεις διάφορων επαγγελματικών κατηγοριών που εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα, καθώς να ψηφιστούν κάποιοι σημαντικοί νέοι νόμοι (Εργατικός Κώδικας, Εθνικό Σύστημα Υγείας, συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, κ.ά.).
Εκείνη τη χρονιά αναπτύχθηκαν (και σε ορισμένες περιπτώσεις ιδρύθηκαν νέες) εξωκοινοβουλευτικές ομάδες, που αποκαλούνταν «νέα Αριστερά» και ασκούσαν επιρροή όχι μόνο στους φοιτητές, αλλά και σε νεαρούς χειρώνακτες εργοστασιακούς εργάτες (ένα νέο τύπο «μαζικών εργατών», ιδιαίτερα πολιτικοποιημένων και πολύ μαχητικών, οι οποίοι ήταν συνήθως νέοι μετανάστες από τον ιταλικό Νότο). Αυτή η εξέλιξη οδήγησε αμέσως τους συγκεκριμένους εργάτες σε σύγκρουση με εκείνα τα συνδικαλιστικά στελέχη που είχαν διαμορφώσει τις απόψεις τους στη διάρκεια των πρώτων και έντονων συγκρούσεων της προηγούμενης δεκαετίας. Ειδικά η ομάδα της Lotta Continua (Συνεχής Πάλη), η πιο αυθορμητιστική ομάδα της νέας Αριστεράς στην οποία συμμετείχαν και πολλοί καθολικοί, κατηγορούσε τα εργατικά συνδικάτα ότι έβαζαν φρένο στο κίνημα. Στην πραγματικότητα, η ορμή από τα κάτω ήταν αδιαμφισβήτητη και συνέβαλε στη ριζοσπαστικοποίηση των συνδικάτων και των παλιών συνδικαλιστών, η αγωνιστική εμπειρία των οποίων θα αποδεικνυόταν ιδιαίτερα πολύτιμη τα επόμενα χρόνια.
Το κίνημα δημιούργησε νέες μορφές εκπροσώπησης στα εργοστάσια, κυρίως τον «συνδικαλιστικό εκπρόσωπο της ομοιογενούς ομάδας εργατών» που εκπροσωπούσε τους εργάτες μιας συγκεκριμένης γραμμής συναρμολόγησης, είχε απόλυτη γνώση του τρόπου με τον οποίο δομείται η δουλειά στο εργοστάσιο, και επομένως ήταν πολύ πιο άμεσος εκπρόσωπος των εργατών από τα μέλη των Εσωτερικών Επιτροπών που είχαν συστήσει τα συνδικάτα. Δεν είχαν, όμως, όλες οι ομάδες της νέας Αριστεράς την ίδια άποψη για τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους: η Lotta Continua, για παράδειγμα, δεχόταν την ιδέα του συνδικαλιστικού εκπροσώπου αλλά απέρριπτε την αυθεντία κάθε αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστής αρχής, με το σύνθημα «είμαστε όλοι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι». Αυτό δυσκόλευε τη δημιουργία εργοστασιακών εργατικών συμβουλίων, τα οποία συνιστούσαν την πιο αξιόλογη από όλες τις καινοτομίες, γιατί το εργατικό συμβούλιο αποτελούσε ένα πολιτικό όργανο άμεσης έκφρασης όλων των εργατών, χωρίς τη διαμεσολάβηση των συνδικάτων τα οποία θεωρούνταν πολύ απομακρυσμένα από την πραγματικότητα της δουλειάς στο εργοστάσιο.
Η ομάδα του Μανιφέστο, αντιθέτως, υποστήριξε θερμά το διορισμό συνδικαλιστικών εκπροσώπων που θα δημιουργούσαν εργοστασιακά εργατικά συμβούλια. Αυτά τα συμβούλια άσκησαν έναν πολύ ευρύτερο πολιτικό –και όχι απλά συνδικαλιστικό– ρόλο, εντάσσοντας στους αγώνες και τους υπαλλήλους, που παραδοσιακά δεν ήταν πρόθυμοι να αγωνίζονται μαζί με τους εργάτες.
Η βαθιά αλλαγή στις μορφές αγώνα
Αυτή η βαθιά αλλαγή στις μορφές αγώνα και οργάνωσης οδήγησε σε μεγάλη αντιπαράθεση τόσο μεταξύ των εργατικών ομάδων, όσο και μεταξύ των ομάδων της νέας Αριστεράς. Η δυσκολία να καταλάβει η μια πλευρά την άλλη ήταν εύλογη γιατί από τη μια πλευρά ήταν εκείνοι που, όπως η CGIL, οραματίζονταν τη δημιουργία ενός σύνθετου συνδικαλιστικού κινήματος, ικανού να αντέξει στο χρόνο, και από την άλλη εκείνοι που, με την επαναστατική ρητορική της ανάγκης ανατροπής του αστικού κράτους κ.λπ., επεδίωκαν ισχυρά και άμεσα αποτελέσματα, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα.
Ο διάλογος συνεχίστηκε σε όλη τη δεκαετία του 1970, με εμφανή επίδραση στους προβληματισμούς που υπήρχαν στο εσωτερικού του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Η διαφορά οράματος εντός της Αριστεράς οδήγησε σε πολύ μεγάλες διαφωνίες ανάμεσα στη CGIL και τα κινήματα, σε σχέση με τα αιτήματα του αγώνα: για τις ομάδες που ήταν στα αριστερά του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) –κυρίως η Potere Operaio (Εργατική Εξουσία), με ηγέτη τον Τόνι Νέγκρι– το πρωταρχικό αίτημα, μακράν όλων των άλλων, ήταν η μισθολογική ισότητα. Εξαιτίας αυτού του αιτήματος διερράγη η ήδη δύσκολη σχέση μας με τον Μπρούνο Τρεντίν, ηγετική φυσιογνωμία όχι μόνο του συνδικαλιστικού κινήματος αλλά και του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ο ρόλος των εργατικών συμβουλίων
Ο ρόλος των εργατικών συμβουλίων έγινε ακόμη πιο σημαντικός τα επόμενα χρόνια, όταν οι εργάτες συνειδητοποιώντας ότι η ποιότητα της ζωής τους επιδεινωνόταν εξαιτίας των συνθηκών στέγασης, του συστήματος υγείας, του εκπαιδευτικού συστήματος και του δικαστικού συστήματος, κατάφεραν να επεκτείνουν τη δράση τους και έξω από τις πύλες του εργοστασίου, στις γειτονιές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, παράλληλα με τα εργατικά συμβούλια στα εργοστάσια, να δημιουργηθούν και «τοπικά συμβούλια», με τη βοήθεια νέων ριζοσπαστικών μορφών συλλογικής οργάνωσης, όπως η Δημοκρατική Ιατρική, η Δημοκρατική Ψυχιατρική, η Δημοκρατική Δικαιοσύνη, ακόμη και η Δημοκρατική Αστυνομία. Η υιοθέτηση των αιτημάτων της FIOM, το 1972, ήταν μια πολύ σημαντική νίκη: 150 ώρες ελεύθερου χρόνου ετησίως με πλήρεις αποδοχές, ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν να μελετούν, όχι για να αποκτήσουν περισσότερα επαγγελματικά προσόντα, αλλά για να γίνουν πιο μορφωμένοι. Για πολύ καιρό, η αύξηση της δύναμης των εργατών είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας αυθεντικής δυαδικής εξουσίας στα εργοστάσια.
Οι κληρονόμοι της άνθησης αριστερά του PCI
Μπορούμε να πούμε ότι η στη δεκαετία του 1970 μορφοποιήθηκαν πολιτικά σχήματα στα αριστερά του PCI, παράλληλα με κάποιες περιόδους κοινών αγώνων των τριών συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών. Αυτές οι πολύ σπάνιες ή ανύπαρκτες σε άλλες χώρες εμπειρίες είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρξουν νέα σενάρια πάλης στα εργοστάσια και να δημιουργηθεί ο συνδικαλισμός των εργατικών συμβουλίων με δρώντες τους «συνδικαλιστικούς εκπροσώπους ομοιογενών ομάδων εργατών». Όμως, στο τέλος της δεκαετίας γίναμε μάρτυρες και της παρακμής του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και των πολιτικών σχημάτων που είχαν συγκροτηθεί στα αριστερά του, και άρχισαν να σβήνουν μαζί του. Με το τέλος του αιώνα, το πυκνό πλέγμα εξωκοινοβουλευτικών ομάδων, που πίστεψαν ότι θα ωφελούνταν από την αποδυνάμωση του PCI, εξαφανίστηκε κι αυτό. Στην πραγματικότητα, η ύπαρξή αυτών των ομάδων συνδεόταν άρρηκτα με την παρουσία και τη δύναμη του πιο σημαντικού κομμουνιστικού κόμματος της Δύσης. Μόνο το PdUP (Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας), η κομματική έκφραση του Μανιφέστο, επέζησε, αλλά στα μέσα της δεκαετίας του 1980, μετά από κάλεσμα του Μπερλινγκουέρ, τα μέλη του επέστρεψαν στο PCI. Οι άλλες ομάδες δεν κατάφεραν να αντισταθούν στις επιθέσεις της Δεξιάς και διαλύθηκαν.
Οι κληρονόμοι της μεγάλης άνθησης των πολιτικών σχημάτων στα αριστερά του PCI συνέχισαν να υπάρχουν, στο πεδίο του ιδεολογικού διαλόγου όμως, και όχι της πολιτικής δράσης. Ανάμεσά τους υπήρξαν κάποιες σημαντικές μικροομάδες που προέρχονταν από τα Quaderni rossi (Κόκκινα τετράδια), το περιοδικό της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που αργότερα δημιούργησε το PSIUP (Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας και ορισμένοι σημαντικοί εκφραστές του ιταλικού εργατισμού (operaismo) – εκτός από τον Νέγκρι, κυρίως ο Μάριο Τρόντι, ο οποίος, παρότι ήταν ο πιο έγκριτος θεωρητικός του εργατισμού, ακολούθησε μια τελείως διαφορετική πολιτική πορεία, αφού μετά από πολλά χρόνια ως μέλος του PCI, έγινε αργότερα βουλευτής του Δημοκρατικού Κόμματος.
To κείμενο αποτελεί ευρύ απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύτηκε στην ελληνική έκδοση της Επετηρίδας του transform! του έτους 2019. Ο τίτλος του άρθρου στα ελληνικά ήταν: «Το φοιτητικό ’68 και το εργατικό ’69. Η ιταλική εμπειρία». Η μετάφραση ήταν της Πόπης Αλεξοπούλου και η επιμέλεια του Χάρη Γολέμη.
Ροσάνα Ροσάντα
Πηγή: Η Εποχή