Από την Ανατολή ως τη Δύση, συναντούμε την ίδια κρίση των κομμάτων. Τα κόμματα δεν εξαφανίζονται, βέβαια, και θα ήταν σίγουρα πιο ακριβές να μιλούμε για την παρακμή τους. Αλλά, ακόμα και αν υπάρξει μια υπέρβαση των κομμάτων ως θεσμών που έχουν την ικανότητα να παράγουν ιδέες και να εκπροσωπούν τις μάζες λαμβάνοντας υπόψη τις επιθυμίες τους, φαίνεται ότι πράγματι μπορούμε να μιλούμε για μια πραγματική κρίση.
Η κρίση είναι ιδιαίτερα εμφανής στα εργατικά κόμματα, κυρίως στα κομμουνιστικά κόμματα. Το κόμμα ως μορφή οργάνωσης που εμφανίστηκε στη Δεύτερη και την Τρίτη Διεθνή έγινε το πρότυπο του κόμματος στον 20ό αιώνα. Από την άλλη, ακριβώς αυτός ο τύπος του μαζικού, φερόμενου ως επαναστατικού, κόμματος είναι που επηρεάζεται περισσότερο από αλλαγές στην κοινωνική βάση του· από την απώλεια, ακόμα και την απόρριψη, μιας εκπροσώπησης που θα ήταν κάτι περισσότερο από συμβολική.
Μπορούμε να χρονολογήσουμε αυτή την παρακμή. Πρώτο σημείο αναφοράς: το 1968. Βέβαια, τα κομμουνιστικά και τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν εξαντλήσει τη δυναμική τους από πιο παλιά. Αλλά μόνο το 1968 – στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης, με ισχυρή εργατική και αντιστασιακή παράδοση, και στην Κίνα τέθηκε υπό αμφισβήτηση το κόμμα ως μορφή οργάνωσης. Αυτή η κρίση ήταν ιδιάζουσα, το αποτέλεσμα ενός νέου και μέχρι τότε άγνωστου επιπέδου διαμαρτυρίας από τη νεολαία και προηγμένα τμήματα της εργατικής τάξης. Το περιεχόμενο της κριτικής μπορεί να συνοψιστεί σε λίγες λέξεις: άρνηση κάθε ανάθεσης αρμοδιοτήτων, είτε στο κόμμα είτε στο κράτος, που θεωρούνται εφεξής ως κάτι «άλλο» σε σχέση με τη νέα υποκειμενικότητα αυτών των κοινωνικών δρώντων. Για πρώτη φορά, τα κόμματα αντιμετωπίζονται ως διφορούμενοι καρποί του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής και των κρατικών μορφών του, ακόμα και αν προηγουμένως αυτά ήταν θανάσιμοι εχθροί του συστήματος στη θεωρία και στην πραγματικότητα.
Περιθωριοποιημένα υποκείμενα
Αυτή η νέα υποκειμενικότητα, που δεν θεωρεί ότι ανήκει σε κάποια εδραιωμένη ομάδα, είναι πιθανότατα προϊόν της διαδικασίας της παγκόσμιας πολιτιστικής αλλοτρίωσης που συνέβη στη δεκαετία του 1960: μια μη συνηθισμένη αύξηση της σχολικής εκπαίδευσης και η κοινωνικοποίηση της πληροφόρησης (τόσο της πολιτικής όσο και αυτής των «μαζικών μέσων ενημέρωσης»).
Αυτό το «υποκείμενο» προφανώς δεν είναι νέο, νέα είναι η αυτοσυνείδησή του. Η θέση του Μαρκούζε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο των ομάδων που βρίσκονται στο περιθώριο ρίχνει φως σ’ αυτήν τη διαδικασία: τα υποκείμενα που είχαν προηγουμένως «κεντρική» θέση στην καπιταλιστική παραγωγή και την αναπαραγωγή του κράτους (τα μέλη των παλιών ή των νέων κυρίαρχων τάξεων, που προέρχονταν από την εργατική τάξη ή ήταν φοιτητές) ανακαλύπτουν ότι στερούνται οποιασδήποτε εκπροσώπησης στο υπάρχον πολιτικό μοντέλο και στην κοινωνική μορφή και το περιεχόμενο των ίδιων τους των κομμάτων (ή του κόμματος-κράτους, του κράτους τους). Λόγω αυτής της απόκλισης μεταξύ του σχηματισμού του υποκειμένου και της ένταξής του στο κοινωνικό και πολιτικό κύκλωμα –ακόμα και ως αντιπολίτευση– που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει μια αυξανόμενη «περιθωριοποίηση» των «νευραλγικών κέντρων» της κοινωνικής υποκειμενικότητας.
Ως ένα εμβρυακό κράτος
Η κρίση των κομμάτων χρονολογείται από την κρίση του κοινωνικού κράτους, που κι αυτή επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970. Δεν θα αναλύσω αυτή την τελευταία κρίση, δεδομένου ότι είναι σαφώς συνέπεια της ύπαρξης των κρατών κοινωνικής ευημερίας στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές βιομηχανικές ζώνες, καθώς και της νεο-αποικιακής ιδεολογίας, και της μεταπολεμικής ιδεολογίας για τη σχέση Βορρά-Νότου (υπανάπτυξη, η πολιτική παροχής οικονομικής βοήθειας κ.λπ.). Αυτές οι αλληλεπιδράσεις είναι ευρέως γνωστές και έχουν ήδη αναλυθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα περιοριστώ να τονίσω τους στενούς δεσμούς που υπάρχουν μεταξύ της παρακμής όλων των θεωριών για το κράτος οι οποίες στηρίζονται στη θεωρία της «προόδου». Στη πραγματικότητα, κάθε κόμμα μορφοποιείται σαν ένα νέο κράτος, ένα εμβρυακό κράτος, είτε αποδέχεται τις αρχές της δημοκρατίας, είτε δεν κρύβει ότι στοχεύει στην ανατροπή της, είτε –στην ακραία περίπτωση της τρομοκρατίας– λειτουργεί ως «παράνομο κόμμα».
Η επανάκαμψη, στη δεκαετία του 1960, της μαρξιστικής θέσης για το μαρασμό του κράτους συνέπεσε με την κρίση των κομμάτων. Στα εργατικά κόμματα αυτό το εμβρυακό κράτος ακολούθησε το πρότυπο του αντιπάλου του· αυτό συνέβη όχι μόνο εξαιτίας της έλλειψης κοινωνικής φαντασίας (πώς θα ήταν ένα άλλο κράτος;), αλλά και εξαιτίας του ρόλου που ένα κόμμα –εργατικό ή όχι– καλείται να παίξει σε μια σύγχρονη ή εκσυγχρονισμένη χώρα.
Το σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δομεί τα κόμματα ως ομάδες ή συλλογικότητες που από καιρού εις καιρόν έχουν στόχο τη συλλογή ψήφων εντός του δεδομένου θεσμικού πλαισίου, γεγονός που καθορίζει την οργανωτική μορφή τους και μεγάλο μέρος της κυρίαρχης ιδεολογίας τους. Στη λενινιστική δομή, το ίδιο το Κομμουνιστικό Κόμμα, που δέχεται την επίθεση της Δεξιάς ως «διαφορετικό», αντανακλά και αυτό ένα σύστημα εκπροσώπησης που πηγάζει από το σύγχρονο κράτος. Το ίδιο ισχύει ακόμα και όταν το κόμμα συμπληρώνεται με ένα στρατιωτικό μοντέλο (μέσω του συγκεντρωτισμού στη λήψη των αποφάσεων και της πειθαρχίας που προκύπτει από αυτόν), ή όταν τα κομμουνιστικά κόμματα διατηρούν την ακραία υπόθεση ότι βρίσκονται διαρκώς «σε κατάσταση πολέμου», και ο προορισμός τους είναι να πραγματοποιήσουν έναν ολικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, με στόχο και αντικείμενο την καταστροφή ενός μέρους της εχθρικής τάξης.
Δεν χρειάζεται να σημειώσουμε εδώ ότι όσο πιο πολύ τα κομμουνιστικά κόμματα αποδέχονται την εναλλαγή στην κυβέρνηση και εγκαταλείπουν την ιδέα της επανάστασης τόσο χάνουν τη νομιμοποίηση στο εσωτερικό τους. Πράγματι, η κριτική στο «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» είναι ο τρόπος με τον οποίο πρωτοεμφανίζεται η κρίση των δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων, που εκτυλίχθηκε σε μεγάλη κλίμακα από το 1956.
Προβλήματα για σύνθετες αναλύσεις
Η κρίση του κομματικού φαινομένου εγείρει προβλήματα που απαιτούν πολύ σύνθετες αναλύσεις. Θα αναφέρω μόνο μία: την ταυτοποίηση του «πολίτη» με το κράτος, ένα σχετικά σύγχρονο φαινόμενο που εμφανίστηκε τις τελευταίες λίγες δεκαετίες. Ακόμα και οι επαναστάτες ταυτοποιούνται με ένα κράτος, ένα «διαφορετικό» και «μελλοντικό» κράτος. Συνεπώς, μήπως θα έπρεπε η λειτουργία των κομμάτων να περιοριστεί σ’ αυτήν την περιορισμένη συμμετοχή της κοινωνίας στην πολιτική, όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα; Μήπως αυτό τα εμποδίζει να γίνουν βιώσιμα –σύμφωνα με την αρχική φύση τους– την ίδια στιγμή που οι μάζες συνιστώνται ως «υποκείμενα εξουσίας», μειώνοντας το ρόλο και τη δυνατότητα εκπροσώπησής τους από οποιαδήποτε πρωτοπορία, περιορίζοντας την προτεραιότητα της πολιτικής σφαίρας σε σχέση με την «κοινωνία των πολιτών», αμφισβητώντας κάθε συγκεντρωτισμό της βούλησης και της λήψης αποφάσεων; Το μπλοκάρισμα του κομματικού φαινομένου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η αντίδραση σε μια κατάσταση όπου η αρμονική σύνδεση μεταξύ «μαζών και εξουσιών» –ακόμα και η αρμονική διαλεκτική, όπως αυτή αναπτύχθηκε από την κομμουνιστική Αριστερά στην Ιταλία– δεν μπορεί πια να υπάρξει μέσα στο κράτος υπό τη σημερινή μορφή του, ανεξάρτητα από τις συνθήκες. Η γαλλική περίπτωση, με τη λειτουργική αντιστροφή των εξουσιών στο πλαίσιο ενός παντοδύναμου κρατισμού, δεν μου φαίνεται ότι ακυρώνει αυτή την υπόθεση. Αντίθετα, αυτό που βλέπουμε είναι μια ανάθεση αρμοδιοτήτων, το ακραίο και επισφαλές όριο με το οποίο η κοινωνία δεν μπορεί ούτε καν να προσποιηθεί ότι ταυτοποιείται, δεδομένου ότι αρκείται να εκφράζεται μέσω των παραδοσιακών συγκρούσεων στο εσωτερικό του προκαθορισμένου πολιτικού χώρου.
Το κείμενο είναι απόσπασμα μεταφρασμένου, το 1981, στα αγγλικά άρθρου της Ροσάνα Ροσάντα, με τίτλο «The Crisis and Dialectics of Parties and New Social Movements in Italy» (Η κρίση και η διαλεκτική των κομμάτων και των κοινωνικών κινημάτων στην Ιταλία). Ολόκληρο το άρθρο εδώ: www.viewpointmag.com/2017/12/18/crisis-dialectic-parties-new-social-movements-italy-1981
Για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «La Gauche, le pouvoir, le socialisme. Hommage à Nicos Poulantzas» (Η Αριστερά, η εξουσία, ο σοσιαλισμός. Στη μνήμη του Νίκου Πουλαντζά), σελ. 120-136, εκδόσεις puf, 1983.
Ροσάνα Ροσάντα
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης
Πηγή: Η Εποχή