Πειραματίζεται και συνομιλεί με τα υλικά και την κοπιώδη ανασύστασή τους από πολύ νωρίς. Καλλιτέχνις της γενιάς του 1970 και της αμφισβήτησης, με πλούσιο διδακτικό παρελθόν στην ΑΣΚΤ, η Ρένα Παπασπύρου αφηγείται έως τις 27 Φεβρουαρίου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση μια ενδιαφέρουσα ιστορία που εμπεριέχει άλλους αλλά και την ίδια, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να διασώσει και να αναδείξει το αποτύπωμα της πόλης, το χνάρι των ανθρώπων και των έργων τους.
Πρόκειται για την ανασύσταση ενός τοίχου από μια κατεδαφισμένη κατοικία στο Παγκράτι, καθώς η εικαστικός τοποθέτησε στο επίκεντρο της έρευνας και του έργου της τον δημόσιο χώρο, σε μια εποχή που κανένας δεν μιλούσε για αυτόν, τη διάσωση, τη σημασία και τη διατήρησή του.
Δουλεύοντας, όπως λέει, με τους εννοιολογικούς καλλιτέχνες της γενιάς του 1970, «θέλαμε ο κόσμος να ευαισθητοποιείται σε περιοχές που πριν αγνοούσε, ως φορείς εικόνων και σημαντικών οπτικών καταστάσεων».
Έχοντας διερευνήσει εξαντλητικά τις δυνατότητες της ύλης, από πολύ νωρίς πειραματίζεται με κομμάτια υαλόμαζας, μέταλλα, τούβλα, πλαστικό, ξύλα, πλακάκια, κάνοντας τις πρώτες αποτοιχίσεις, που παρουσίασε το 1978 σε ομαδική έκθεση στη Μόντενα της Ιταλίας.
«Από μικρό παιδί αγαπούσα τις ύλες. Δούλεψα πάνω σε αυτές. Πολλοί καλλιτέχνες, που υπήρξαμε μικρά παιδιά κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στερούμασταν παιχνιδιών και μέσων, μάθαμε να επινοούμε με αυτά που βρίσκαμε. Και να αυτοσχεδιάζουμε με ό,τι είχαμε. Θυμάμαι να κρατώ το μολύβι του πατέρα μου που ήταν δάσκαλος κι από τη μια ήταν μπλε και από την άλλη κόκκινο, να ζωγραφίζω στο μωσαϊκό του χολ με το μπλε ό,τι νόμιζα ότι έβλεπα και με το κόκκινο να βάφω τα νύχια μου. Αργότερα στην ΑΣΚΤ έμαθα να βλέπω την αυτοτέλεια της ύλης» εξηγεί στην ΑΥΓΗ.
Δουλεύοντας με τα βασικά στοιχεία του τοπίου της πόλης, επέλεξε τον τοίχο. «Έμαθα να αποτοιχίζω, καθώς ήθελα να αναδείξω στοιχεία που όλοι αγνοούσαν, πατούσαν, περπατούσαν, προσπερνούσαν χωρίς καθόλου να τα θεωρούν φορείς εικόνων όπως εγώ. Αυτά τα παλιά σπίτια και οι τοίχοι τους είναι ένα παρόν για εμάς. Δεν είναι ένα γοητευτικό ή γραφικό παρελθόν. Η πόλη και το αστικό τοπίο είναι πάντα πολύ ζωντανά, αρκεί να θέλουμε να το δεχθούμε. Θέλει προσοχή, διατήρηση, δεν είναι μόνο να σώσουμε το ύπαιθρο, την εξοχή και τη φύση. Και η αστική φύση, για να παραδοξολογήσουμε λίγο, είναι πάρα πολύ σημαντική και θέλει διαφύλαξη, προσοχή και σεβασμό» υπογραμμίζει.
Ξεκίνησε το 2015 να ανασυστήνει έναν τοίχο από μια ερειπωμένη μονοκατοικία επί των οδών Βρυάξιδος 11 και Ασπασίας στο Παγκράτι που σήμερα έχει κατεδαφιστεί. Σταμάτησε για ένα διάστημα και επέστρεψε αρχές του 2020.
«Αναδόμησα έναν ανύπαρκτο στην ουσία τοίχο δίνοντάς του άλλη ύπαρξη. Τότε συνεργαζόμουν με έναν πολύ καλό σκηνοθέτη, τον Γιώργο Κραββαρίτη, που γύρισε σε φιλμ όλη τη διαδικασία, και ξεκίνησα να δουλεύω καθημερινά. Στο lockdown αυτό έγινε αυτοσκοπός. Ήταν ένα σπίτι που ξεκίνησε να χτίζεται στον Μεσοπόλεμο, υπήρχαν στρώσεις από βαψίματα, γραψίματα που είχαν προστεθεί, έως και φυτά που φύτρωναν, γκράφιτι ή και τηλέφωνα που έβρισκα και κρατούσα. Ήταν οι επεμβάσεις των περαστικών και η επικοινωνία των ανθρώπων με αυτόν τον τοίχο» σχολιάζει.
Αρνείται τον χαρακτηρισμό του αρχαιολόγου. «Δεν είμαι αρχαιολόγος, παρατηρήτρια είμαι. Παρατηρώ το χώρο μου. Το τοπίο μου είναι το τοπίο του δωματίου μου, το τραπέζι μου, το πάτωμά μου, ο τοίχος μου, τα χαρτιά μου. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι το αστικό τοπίο αποτελείται από αυτά, αλλά και από επιφάνειες, πάνω στις οποίες όλοι μπορούν να προβάλλουν εικόνες και καταστάσεις δικές τους, εσωτερικές, συνειρμικές, που να φέρουν την πρωτοτυπία της προσωπικότητας του καθενός».
H εγκατάσταση, σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου, Αφροδίτης Παναγιωτάκου και Γιώργου Τζιρτζιλάκη, συνοδεύεται από ομότιτλη δίγλωσση έκδοση και έχει είσοδο ελεύθερη για το κοινό με δελτίο εισόδου.
Μάνια Ζούση
Πηγή: Η Αυγή