Macro

Ράνια Σβίγκου: Η στάση του κ. Μητσοτάκη ως “πιστός και πρόθυμος” σύμμαχος βλάπτει τη χώρα

Σχεδόν ένα μήνα παρακολουθούμε μια ασύλληπτη τραγωδία να εξελίσσεται στη καρδιά της Ευρώπης, τελικά που βρίσκονται οι ευθύνες για την πολεμική επιχείρηση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας; Τι δεν εκτιμήθηκε σωστά μετά το 2014;
 
Με την εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία, κάθε μέρα που περνά, παραβιάζει ωμά το διεθνές δίκαιο, προσπαθεί να αναθεωρήσει, διά της βίας, διεθνείς συνθήκες και σύνορα, αμφισβητεί ακόμα και το δικαίωμα ύπαρξης ενός κυρίαρχου και ανεξάρτητου ουκρανικού κράτους.
 
Ο Πούτιν επικαλέστηκε για την επέμβαση, την κατάσταση στις αυτοανακηρυχθείσες «Λαϊκές Δημοκρατίες» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, όπως και το αίτημα της Ουκρανίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Ως προς το πρώτο, είναι γεγονός ότι οι Συμφωνίες του Μινσκ, που υπογράφτηκαν από τους εκπροσώπους της Ρωσίας, της Ουκρανίας, των αυτονομιστών ηγετών και του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στη ΝΑ Ουκρανία δεν τηρήθηκαν από καμία πλευρά. Εδώ, θα μπορούσαν να καταλογιστούν ευθύνες και στην ΕΕ, ιδίως στη Γερμανία και τη Γαλλία, με τη μεσολάβηση των οποίων υπογράφηκαν οι συμφωνίες, γιατί δεν πίεσαν περισσότερο για την εφαρμογή τους από Ρωσία και Ουκρανία. Παράλληλα, η Ευρώπη έχει μεγάλες ευθύνες, διότι, δεν ανέλαβε ισχυρές διπλωματικές πρωτοβουλίες ως Ένωση όχι ως μεμονωμένες χώρες, για να αποτραπεί η εισβολή.
 
Οι ευθύνες της ΕΕ και των ΗΠΑ, ιδίως επί προεδρίας Μπους, είναι δεδομένες. διότι, μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, δεν αναπτύχθηκαν οι δομές πανευρωπαϊκής και αδιαίρετης ασφάλειας που είχαν συμφωνηθεί την περίοδο 1997-2000, ούτε συμπεριλήφθηκε η Ρωσία και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης σε ένα σύστημα συλλογικής ασφάλειας, στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ. Έτσι, κατά την περίοδο της δεκαετίας του 2000, χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για την ήπειρό μας. Όλα αυτά, όμως επουδενί δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την ωμή και βάρβαρη παραβίαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου, από την πλευρά του Πούτιν.
 
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε σημαντικά ζητήματα ίσως με τέτοια ένταση που δεν έχουμε ξαναζήσει, από τη μια η ανθρωπιστική κρίση και οι εκκλήσεις τόσο του προέδρου Ζελένσκι όσο και των υπολοίπων αξιωματούχων της χώρας, και από την άλλη ανέδειξε παθογένειες της Ευρωπαϊκής οικογένειας. Σε αυτό το σημείο που βρισκόμαστε υπάρχουν περιθώρια αντίδρασης και ποια θα ήταν;
 
Δυστυχώς, βρισκόμαστε μπροστά σε μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική κρίση. Οι πρόσφυγες που έχουν φτάσει από την Ουκρανία στις γειτονικές της χώρες είναι, πια, πολλά εκατομμύρια, ενώ και ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά στην Ουκρανία, ίσως έχει ξεπεράσει ήδη τα δέκα εκατομμύρια. Άνθρωποι κάθε ηλικίας παραμένουν χωρίς τα στοιχειώδη, χωρίς ρεύμα, τρόφιμα και νερό, εγκλωβισμένοι σε υπόγεια και καταφύγια, σε πολλές πόλεις και χωριά, που βομβαρδίζονται ή έχουν περικυκλωθεί από στρατεύματα. Η ΕΕ επέδειξε θετικά αντανακλαστικά, για την υποδοχή των προσφύγων. Κάτι που δεν είχε πράξει τα προηγούμενα χρόνια, όπως θυμόμαστε και στην περίπτωση της χώρας μας, το 2015, όταν οι πρόσφυγες έρχονταν σε εμάς και σε άλλες χώρες του Νότου από τον πόλεμο της Συρίας και του Αφγανιστάν, τη στιγμή που οι χώρες του Βίσενγκραντ έκλειναν τα σύνορά τους και αρνούνταν κάθε βοήθεια και κάθε μετεγκατάσταση.
 
Αλλά και στο ζήτημα των κυρώσεων, η ΕΕ ενήργησε πολύ γρήγορα και συντεταγμένα. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υποστήριξε ότι οι στοχευμένες κυρώσεις αποτελούν ένα ισχυρό εργαλείο για να πιεστεί η Ρωσία να τερματίσει τον πόλεμο και να επιστρέψουμε στη διπλωματία. Αυτές δεν πρέπει να συγχέονται με τις διώξεις Ρώσων μαέστρων, φοιτητών ή αθλητών. Τέτοιες κινήσεις δεν έχουν καμία σχέση με την ειρήνη. Αντίθετα, είναι πρακτικές που ενισχύουν, τελικά, τον ίδιο τον Πούτιν στο εσωτερικό της Ρωσίας, αφού συμβάλλουν στο φαινόμενο της «συσπείρωσης γύρω από τον ηγέτη».
 
Αντίθετα, η προσωπική απόφαση του Κ.Μητσοτάκη να αποσταλεί πολεμικό υλικό από την χώρα μας, χωρίς να υπάρχει μάλιστα κάποια δέσμευσή μας, στο πλαίσιο κάποιου διεθνούς οργανισμού στον οποίο μετέχουμε, αποτελεί μια εξαιρετικά επικίνδυνη κίνηση, αφού εμπλέκει την Ελλάδα στον πόλεμο. Η γεωπολιτική θέση της χώρας, και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει από μια αυξανόμενη αποσταθεροποίηση, καθώς και η ισχυρή παρουσία της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, επιβάλλει μια διαφορετική στάση. Θα μπορούσαμε να αποστείλουμε, για παράδειγμα, ανθρωπιστικό υλικό ή μη θανατηφόρο εξοπλισμό, στον πολύπαθο λαό της Ουκρανίας, όπως έκαναν πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η Ελλάδα πρέπει να αποτελεί μέρος της διπλωματίας και μέρος της λύσης και όχι μέρος της εμπλοκής. Χρειάζεται άμεσα επιστροφή στην ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που υπερασπίζει τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και αναβαθμίζει τη θέση της χώρας στο διεθνές προσκήνιο.
 
Να σημειώσω, βέβαια, ότι για την εκτόνωση της έντασης, αλλά και για τη διεθνή θέση της χώρας μας, μόνο βλαπτικές και επικίνδυνες μπορεί να είναι δηλώσεις όπως αυτές του ΑνΥπεξ, Μ.Βαρβιτσιώτη, ότι οι κυρώσεις αποσκοπούν στην πτώση του Πούτιν. Ευτυχώς, που ανασκευάστηκαν αυτές οι δηλώσεις, έστω και με καθυστέρηση. Η στάση όμως του κ. Μητσοτάκη ως “πιστός και πρόθυμος” σύμμαχος βλάπτει τα συμφέροντα της χώρας.
 
Σε όλα αυτό που ζούμε τον τελευταίο μήνα, κατανοούμε πως η διπλωματία είναι ένα εργαλείο που μπορεί να λειτουργήσει πριν την έκρηξη, τώρα που το φυτίλι έχει ανάψει πως εκτιμάτε ότι θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος και θα μπορούσε το ΝΑΤΟ να παρέμβει με κάποιο τρόπο;
 
Καταρχάς, δεν θα συμφωνούσα ότι η διπλωματία λειτουργεί μόνο πριν από μια κρίση. Μπορεί να απέτυχε να αποτρέψει τον πόλεμο, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για την προσφυγή στον διάλογο, τις διαπραγματεύσεις, τη διπλωματική επίλυση. Πρέπει να ενταθούν οι διπλωματικές προσπάθειες. Διότι, η τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή, με τα εκατομμύρια ξεριζωμένους, και την ισοπέδωση ολόκληρων πόλεων, προϊδεάζει για μια τραγική επόμενη μέρα για την Ουκρανία, και για όλη την Ευρώπη, ανεξάρτητα από την έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων, για τις οποίες δεν μπορεί να γίνει κάποια εκτίμηση, αυτή τη στιγμή. Αυτό που έχει σημασία, τώρα, είναι η αποκλιμάκωση της έντασης, ο άμεσος τερματισμός του πολέμου, με την απόσυρση όλων των ρωσικών στρατευμάτων από το έδαφος της Ουκρανίας, και η επιστροφή στη διπλωματία. Μια παρέμβαση του ΝΑΤΟ θα σήμαινε την έναρξη του Τρίτου Παγκοσμίου πολέμου, θα ήταν μια καταστροφική επιλογή. Άλλωστε, τόσο το ίδιο το ΝΑΤΟ, όσο και ο πρόεδρος των ΗΠΑ και οι ηγέτες της ΕΕ, έχουν αποκλείσει κατηγορηματικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
 
Η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι η ενδεδειγμένη; Εκτιμάτε ότι ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για ενιαίο δόγμα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας; Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ της Ελλάδας σε σχέση με την Τουρκία;
 
Πέρα από τα ζητήματα της αντιμετώπισης του προσφυγικού και των κυρώσεων, ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε ξανά στο προσκήνιο την έλλειψη μιας κοινής αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Το βλέπουμε ακόμα και τώρα, όπου διπλωματικές προσπάθειες για συνεννόηση μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών προέρχονται και από χώρες εκτός ΕΕ, όπως η Τουρκία και το Ισραήλ. Μια ΕΕ με ενισχυμένο ρόλο στο διεθνές προσκήνιο, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πόλο εξισορρόπησης και ειρήνης, ιδιαίτερα στην περιοχή μας και να βοηθήσει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
 
Για να γίνει αυτό, η αναβάθμιση της ευρωπαϊκής άμυνας πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική που θα έχει ως στόχο την προώθηση της παγκόσμιας και περιφερειακής ειρήνης και σταθερότητας και την προάσπιση του διεθνούς δικαίου και όχι την όξυνση ανταγωνισμών και μια νέα κούρσα εξοπλισμών. Επίσης, θα πρέπει να είναι αυτόνομη από το ΝΑΤΟ και όχι να αποτελεί τον βραχίονα ή την προέκτασή του. Εάν τελικά προχωρήσει η αναβάθμιση της ευρωπαϊκής άμυνας στην κατεύθυνση της περαιτέρω υπαγωγής της ΕΕ στους νατοΐκούς σχεδιασμούς, όπως ζητούν χώρες της Βαλτικής ή η Πολωνία, τότε θα χαθεί άλλη μια μεγάλη ευκαιρία για την Ευρώπη, ενώ θα ενταθούν ακόμα περισσότερο οι διεθνείς ανταγωνισμοί. Δεν βλέπω πως αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
 
Τέλος, για να μπορέσει να προχωρήσει αυτή πραγματικά, θα πρέπει και να έχουν προχωρήσει οι διαδικασίες εμβάθυνσης και πολιτικής ενοποίησης στο πλαίσιο της ΕΕ, θα πρέπει να είναι ενισχυμένος ο ρόλος του Ευρωπαϊκού και των εθνικών κοινοβουλίων.
 
Επιπλέον η παραπάνω αλλαγή μπορεί να ανακουφίσει την Ελλάδα, αναφορικά με το εξοπλιστικό πρόγραμμα και τις δαπάνες που έχει πραγματοποιήσει;
 
Καλό είναι να πορευόμαστε με τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας. Η άποψη μας για τις εξοπλιστικές δαπάνες βασίζεται στο δόγμα της επαρκούς άμυνας. Αυτό σημαίνει προγραμματισμός, διαφάνεια και θεσμικές διαδικασίες. Η λογική μιας κούρσας εξοπλισμών μας βρίσκει αντίθετους. Και βέβαια η αμυντική ικανότητα μιας χώρας έρχεται να συμπληρώσει και όχι να υποκαταστήσει την εξωτερική πολιτική μιας χώρας. Ας μην ξεχνάμε ότι το πρώτο μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα που προχώρησε μετά από μια δεκαετία στη χώρα, ήταν η αναβάθμιση των F-16 που έγινε επί πρωθυπουργίας Αλέξη Τσίπρα. Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπερψήφισε την αγορά φρεγατών και δεκαοκτώ Rafale. Όμως, η αγορά επιπλέον έξι αεροσκαφών, από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, είναι μια ακατανόητη απόφαση, η οποία δεν συνδέεται με κάποιον προγραμματισμό, ενώ θα επιβαρύνει την οικονομία με ένα ποσόν που υπολογίζεται στο 1,5% του ΑΕΠ, εν μέσω πολλαπλής ενεργειακής και οικονομικής κρίσης και ανασφάλειας. Στο πεδίο των εξοπλισμών, χρειάζεται σύνεση, υπευθυνότητα και απόλυτη διαφάνεια, για να μην βρεθούμε ξανά μπροστά σε φαινόμενα διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν. Και φυσικά, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, μέσω συνεργειών και μεταφοράς τεχνογνωσίας. Κάτι για το οποίο η σημερινή κυβέρνηση, όπως αποδεικνύεται και από την πρόσφατη ελληνογαλλική συμφωνία, είτε δεν ενδιαφέρθηκε, είτε δεν κατάφερε να εξασφαλίσει.
 
Πως βλέπετε την Ευρώπη και την Ελλάδα, μετά τη λήξη του πολέμου με δεδομένο ότι οι επιπτώσεις θα είναι πολύ σκληρές για το σύνολο της Δύσης και μένει να δούμε και σε τι βάθος θα επεκταθεί στην Ασία και τον υπόλοιπο κόσμο.
 
Δυστυχώς, όλες οι ως τώρα προβλέψεις είναι αρκετά δυσοίωνες, όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο. Η ενεργειακή κρίση, με την ραγδαία αύξηση των τιμών του ρεύματος, θα συνοδευτεί κι από μια επισιτιστική κρίση, αφού η Ουκρανία αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή σιταριού για την Ευρώπη, και όχι μόνο. Απέναντι σε αυτή την ζοφερή προοπτική, βλέπουμε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν λαμβάνει κανένα μέτρο, ούτε καν αυτά που έχει προτείνει η Κομισιόν. Αντίθετα, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι το πώς να προστατεύσουν τα καρτέλ και την εγχώρια ολιγαρχία. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει καταθέσει μια σειρά από προτάσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και την ανακούφιση των νοικοκυριών, εδώ και μήνες. Διότι, όπως όλοι γνωρίζουν, οι τιμές του ρεύματος στη χώρα μας είχαν αυξηθεί κατακόρυφα μήνες πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Η κοινωνία στενάζει, κι αυτοί μένουν δέσμιοι των νεοφιλελεύθερων ιδεοληψιών τους, και των συμφερόντων που εξυπηρετούν. Γι’ αυτό, όσο πιο γρήγορα φύγουν, τόσο το καλύτερο για τη χώρα και τους πολίτες.
Αγγελική Λάζου