Μια νέα μελέτη δείχνει ότι το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland, AfD) αυξάνει την επιρροή του στην κοινωνική κατηγορία των χαμηλόμισθων κατά 4%, όταν το ενοίκιο αυξάνεται κατά ένα ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Έως τώρα, τα υψηλά δημοκοπικά και εκλογικά ποσοστά της AfD καταγράφονται κυρίως στις μη αστικές περιοχές της Γερμανίας. Ωστόσο, η εκρηκτική αύξηση των ενοικίων τείνει να εξελιχθεί για την άκρα Δεξιά σε πύλη εισόδου στα αστικά κέντρα. Ερωτώμενος για τα κίνητρα διεξαγωγής της μελέτης που εκπόνησε από κοινού με τους συναδέλφους του Tarik Abou-Chadi και Thomas Kurer, ο ερευνητής Denis Cohen τονίζει πως «δεδομένων των υψηλών ποσοστών υποστήριξης της AfD στις αγροτικές περιοχές, συχνά παραμελείται το ερώτημα γιατί η AfD καταφέρνει να καταγράψει διψήφια ποσοστά ακόμα και σε περιοχές με οικονομική άνθηση». Οι κοινωνικοί επιστήμονες θεωρούν τις ανισότητες που σχετίζονται με την εξέλιξη της αγοράς ενοικίων μία κρίσιμη παράμετρο. Σύμφωνα με τη μελέτη τους, όπως ήδη γράψαμε, η πιθανότητα χαμηλόμισθοι ενοικιαστές να δηλώσουν υποστήριξη προς την AfD αυξάνεται έως και κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες όταν το μέσο ενοίκιο στη γειτονιά αυξάνεται κατά ένα ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο.
Η μελέτη βασίζεται σε δεδομένα του «Κοινωνικο-Οικονομικού Πάνελ» (Sozioökonomisches Panel – SOEP), μιας αντιπροσωπευτικής μακροχρόνιας έρευνας που καταγράφει οικονομικά στοιχεία, όπως επάγγελμα και εισόδημα, πολιτική τοποθέτηση και πρόθεση ψήφου, και τα συσχετίζει με στοιχεία για τις αυξήσεις των ενοικίων ανά ταχυδρομικό κώδικα.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι δεν είναι μόνο το ύψος του δικού τους ενοικίου, αλλά και οι αυξήσεις των ενοικίων στο περιβάλλον τους που προκαλούν στους χαμηλόμισθους ανθρώπους ένα αίσθημα «λανθάνουσας απειλής». Ακριβώς αυτός ο φόβος τροφοδοτεί ακροδεξιά κόμματα, όπως την AfD.
Σε άτομα με ιδιόκτητη κατοικία ή υψηλό οικογενειακό εισόδημα δεν παρατηρείται αντίστοιχη στροφή προς τα δεξιά, καθώς ορισμένοι από αυτούς ωφελούνται από τις διαδικασίες «αναβάθμισης» και εξευγενισμού που συνοδεύουν την άνοδο των ενοικίων.
AfD: ένα κόμμα ιδιοκτητών
Στο συμπέρασμα της μελέτης, οι ερευνητές προειδοποιούν ότι άλλα κόμματα της άκρας Δεξιάς, όπως ο Γκερτ Βίλντερς στην Ολλανδία, εκμεταλλεύονται ήδη την κρίση στέγασης, προωθώντας το εξής αφήγημα: «οι μετανάστες μας παίρνουν τα σπίτια».
Ωστόσο, σε αντίθεση με τους ομοϊδεάτες της, η γερμανική AfD δεν εμφανίζεται ως υπερασπίστρια των ενοικιαστών. Αν και το προεκλογικό της πρόγραμμα για το 2025 κάνει λόγο για «προσιτή στέγαση», στην πραγματικότητα προτείνει την κατάργηση του φόρου μεταβίβασης ακινήτων για αγοραστές κατοικιών και την απλούστευση των πολεοδομικών κανονισμών προς όφελος των ιδιοκτητών. Οι ενοικιαστές δεν αναφέρονται, παρά μόνο μέσω του αιτήματος «μετατροπής των ενοικιαστών σε ιδιοκτήτες».
Έτσι, το ακροδεξιό κόμμα έχει υιοθετήσει μια σαφή στάση ενάντια στην ενίσχυση της προστασίας των ενοικιαστών. Το 2020, βουλευτές της AfD στήριξαν στη γερμανική Βουλή την προσφυγή του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και των Φιλελευθέρων (FDP) κατά του «Ενοικιοστασίου» (Mietendeckel)1 που είχε θεσπίσει το Κρατίδιο του Βερολίνου. Επιπλέον, το Σεπτέμβριο του 2021, το κόμμα εναντιώθηκε σε πρωτοβουλία στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat) για την επιβολή πλαφόν στις αυξήσεις των ενοικίων.
Ο τότε υποψήφιος καγκελάριος της AfD, Tino Chrupalla, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι «το κράτος δεν πρέπει να εμποδίζει τους ιδιοκτήτες στις επενδύσεις τους, αλλά να δίνει κίνητρα ώστε οι ενοικιαστές να αποκτούν δική τους κατοικία».
Η AfD αντιμετωπίζει ιδιοκατοίκους2 και μεγαλοϊδιοκτήτες ως κοινωνική ομάδα με υποτιθέμενα κοινά συμφέροντα. Η συγκεκριμένη ιδεολογία της «κοινωνίας των ιδιοκτητών» («home owner society») είχε ήδη χρησιμοποιηθεί με επιτυχία από τη Margaret Thatcher για τη μαζική ιδιωτικοποίηση του δημόσιου στεγαστικού αποθέματος στη Βρετανία. Στη Γερμανία, το αφήγημα αυτό προβάλλεται σήμερα επίσης από την CDU και το FDP.
Έτσι, η κοινωνική ομάδα στην οποία στοχεύει η AfD καθίσταται ορατή: Αν και κερδίζει υποστήριξη από απογοητευμένους ανέργους, στοχεύει κυρίως στη μικροαστική τάξη της γερμανικής κοινωνίας.
Η AfD εκμεταλλεύεται τους υπαρξιακούς φόβους όσων έχουν κάτι να χάσουν. Προβάλλει μια ιδεολογική κοινότητα μεταξύ ιδιοκατοίκων και μεγαλοϊδιοκτητών, ενώ παράλληλα κατασκευάζει τα συμφέροντα μικροεπιχειρηματιών, μισθωτών και μεγάλων εταιρειών ως κοινά, ως κομμάτια ενός «κοινού πλούτου» που καλούμαστε να υπερασπιστούμε από κοινού απέναντι σε ξένους.
Η εν λόγω σύλληψη του κόσμου υπάρχει και σε άλλα κόμματα. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα της AfD έγκειται στη ριζοσπαστικότητα με την οποία αποδίδει όλα τα δεινά στη μετανάστευση, καθώς και στο γεγονός ότι ενσωματώνει τους μισθωτούς αποκλειστικά σε ιδεολογικό επίπεδο, χωρίς ωστόσο να προβλέπει απολύτως καμία υλική υποστήριξη.
Φόβος, όχι συμφέροντα
Η AfD καταφέρνει να είναι επιτυχημένη χωρίς να προσφέρει κάποιου είδους κοινωνική πολιτική. Δεν εκμεταλλεύεται μονάχα τους οικονομικούς φόβους κοινωνικής υποβάθμισης, αλλά και ένα θολό αίσθημα απώλειας ελέγχου, που έχει αυξηθεί κατά την τελευταία δεκαετία.
Η σχέση μεταξύ οικονομικής κρίσης και νεοφασισμού δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο στη Γερμανία. Αναδείχθηκε το 1966, όταν η οικονομική ύφεση οδήγησε στην άνοδο του φασιστικού NPD,3 ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η οικονομική ύφεση συνέπεσε με την εξάπλωση του νεοναζισμού. Τα «χρόνια των ροπάλων του μπέιζμπολ» (Baseballschlägerjahre)4 της δεκαετίας του 1990 ήταν η τρίτη περίοδος, όπου μια καπιταλιστική κρίση –η αποβιομηχάνιση της ανατολικής Γερμανίας–οδήγησε σε στροφή προς τη Δεξιά.
Από τη δεκαετία του 2010 και έπειτα, η αντίληψη της Γερμανίας ως μια ασφαλή «νησίδα οικονομικού θαύματος» άρχισε να κλονίζεται. Οι απειλές στην καθημερινότητα έγιναν πιο ασαφείς και διάχυτες, ιδιαίτερα μετά τις ισλαμιστικές επιθέσεις στη χώρα. Ο φόβος των ανθρώπων δεν περιορίζεται πλέον μόνο στην απώλεια της εργασίας τους· νέοι παράγοντες, όπως η τρομοκρατία, η κλιματική κρίση, οι ένοπλες συγκρούσεις –με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον πόλεμο στην Ουκρανία– καθώς και η πανδημία του κορονοϊού, έχουν συμβάλει στην ανατροπή αυτής της πρόσληψης περί ασφάλειας και σταθερότητας.
Μέχρι στιγμής, η κοινωνική Αριστερά δεν έχει καταφέρει να ενσωματώσει τις πολλαπλές κρίσεις στη δική της κριτική απέναντι στον καπιταλισμό ή να τις επεξεργαστεί πολιτικά με τρόπο που να προσφέρει εναλλακτικές λύσεις. Η AfD ωστόσο αντιμετωπίζει με ευελιξία τη νέα συνθήκη άδηλης απειλής, η οποία δεν γίνεται να συσχετιστεί ευθύγραμμα με την οικονομική κρίση, την ανεργία και τη γενικευμένη αίσθηση απώλειας ελέγχου.
Σε αντίθεση με το NPD, το οποίο υποσχόταν «δουλειές πρώτα για τους Γερμανούς», η AfD σπάνια θέτει κοινωνικά ζητήματα στο επίκεντρο. Αντ’ αυτού, προωθεί την ανάκτηση ελέγχου της χώρας και αντιτίθεται στη δημοκρατική και κοινωνική φιλελευθεροποίηση της χώρας.
Με εργαλεία το ρατσισμό και την πολιτισμική σύγκρουση, η AfD πιέζει τη δήθεν «σοσιαλδημοκρατικοποιημένη» από τη Μέρκελ CDU ώστε να στραφεί πιο δεξιά, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στην κοινωνική ατζέντα μιας παραδοσιακής Σοσιαλδημοκρατίας.
Σε αντίθεση με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα NSDAP,5 το οποίο αναδύθηκε σε μια περίοδο οξυμένων ταξικών συγκρούσεων, η AfD –που ιδρύθηκε το 2013– δεν χρειάστηκε να ενσωματώσει το «σοσιαλισμό» στο όνομά της ή έστω να προσποιηθεί πως υπερασπίζεται κάποιες κοινωνικές κατακτήσεις. Στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η AfD θα διεκδικήσει προστασία των ενοικιαστών ή θα προσπαθήσει να νοηματοδοτήσει το ζήτημα με ρατσιστικούς όρους.
Παρόλα αυτά, η AfD επωφελείται από το αίσθημα απειλής που προκαλεί η στεγαστική κρίση – καθώς έχει αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού.
Αντιμέτωπη με την άλλοτε υπαρκτή και άλλοτε υποκειμενικά βιωμένη αβεβαιότητα και απώλεια ελέγχου, η AfD αντιπαραθέτει μια υπόσχεση ανύψωσης εαυτού δια της απόρριψης του ξένου. Η επιθυμία των ανθρώπων να ελέγχουν την πορεία της ζωής τους μετασχηματίζεται σε επιθυμία ελέγχου των εθνικών συνόρων. Ήδη πριν διαρραγεί το μέτωπο των δημοκρατικών δυνάμεων στην ψηφοφορία της 31ηςΙανουαρίου με ευθύνη του προέδρου της CDU Friedrich Merz,6 τα κόμματα της φιλελεύθερής συναίνεσης είχαν υιοθετήσει στην πολιτική που ασκούν την ψευδεπίγραφη υπόσχεση περί ανάκτησης ελέγχου.
Ακριβώς αυτή η αναδιαμόρφωση του πολιτικού πεδίου επιτρέπει στην ΑfD να μετατρέπει την κοινωνική ανασφάλεια και τους υπαρξιακούς φόβους σε πολιτική δύναμη, χωρίς ποτέ να αμφισβητεί την αγοραία λογική του καπιταλισμού. Ενδέχεται αυτό να αλλάξει σε περίπτωση που κάποια στιγμή εξασθενήσει η εμμονή του μιντιακού και πολιτικού συστήματος στο θέμα της μετανάστευσης. Στο παρελθόν πάντως, η AfD έχει δείξει μεγάλη ευελιξία στην υιοθέτηση νέων θεμάτων και προτεραιοτήτων, μιας και στις τάξεις της AfD υπάρχουν ήδη εθνικιστές και κλασικοί εθνικοσοσιαλιστές ιδεολόγοι.
Το κίνημα των ενοικιαστών ως ανάχωμα στην άνοδο της άκρας Δεξιάς
Για να αντιμετωπιστεί η AfD, τα άδηλα αισθήματα απειλής, που εκμεταλλεύεται το κόμμα, πρέπει να γίνουν ορατά ως πολιτικά διακυβεύματα στο πεδίο της κοινωνικής σύγκρουσης. Το απλό ξεμπρόστιασμα και η ανάδειξη του προγράμματος της AfD δεν αρκούν – το ζητούμενο είναι να διοχετευθεί η αίσθηση απώλειας ελέγχου, αδυναμίας και οργής, προς τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων και να μετατραπεί σε πολιτική με συγκεκριμένο ταξικό πρόσημο.
Κατά την δεκαετία συνεχούς κρίσης στη Γερμανία μόνο δύο ζητήματα έχουν επιτυχώς αναδειχθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο: οι χαμηλοί μισθοί και η εκτόξευση των ενοικίων. Παρά το γεγονός ότι η κρίση του πληθωρισμού από το 2022 και έπειτα αποδυνάμωσε σε κάποιο βαθμό τη δυναμική των διεκδικήσεων, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού εξακολουθούν να μάχονται για τα συμφέροντά τους μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις και απεργιακούς αγώνες.
Μια τέτοια διαδικασία αυτοενδυνάμωσης είναι αποτελεσματική γιατί κατονομάζει τον αντίπαλο. Επιτρέπει την έκφραση της οργής και δεν είναι διδακτική, όπως συμβαίνει συχνά με προσπάθειες λεκτικής αποδόμησης της άκρας Δεξιάς. Η εν λόγω προσέγγιση μετασχηματίζει και κινητοποιεί – και γι’ αυτό πρέπει να αποτελεί κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής κατά της Ακροδεξιάς.
Το κίνημα για τα ενοίκια από την πρώτη στιγμή αυτοπροσδιορίστηκε ως ένα κίνημα κατά της Ακροδεξιάς. Ο αγώνας του ενάντια στον εκτοπισμό ήταν ταυτόσημος με την υπεράσπιση γειτονιών που έχουν διαμορφωθεί από τους μετανάστες κατοίκους τους.
Πολλές τοπικές πρωτοβουλίες κατοίκων, όπως το «Kotti & Co» στο Kottbusser Tor7 του Βερολίνου, ήταν μορφές αυτοοργάνωσης μεταναστών. Το 2016, για πρώτη φορά, οι τοπικές οργανώσεις του κινήματος των ενοικίων εισήγαγαν στη Γερμανία μεθόδους κοινοτικής οργάνωσης (Community Organizing), οι οποίες μέχρι τότε υπήρχαν μόνο στους χώρους εργασίας.
Μέσα από τη σύνδεση της οργής με την οργάνωση, οι διαμαρτυρίες ενάντια στα υψηλά ενοίκια στο Βερολίνο εξελίχθηκαν σε μαζικό κίνημα. Ήδη το 2015, ένα λαϊκό δημοψήφισμα για τα ενοίκια είχε καταφέρει να εξαναγκάσει τις δημόσιες εταιρείες στέγασης να υιοθετήσουν μια πιο κοινωνική πολιτική.
Το 2018, συγκροτήθηκε η πρωτοβουλία «Deutsche Wohnen & Co. Enteignen»,8 με στόχο να αποφασιστεί, μέσω δημοψηφίσματος, η απαλλοτρίωση των εταιρειών ακινήτων που είχαν τουλάχιστον 3.000 κατοικίες υπό την ιδιοκτησία τους. Το επιτυχημένο δημοψήφισμα του 2021 δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα, αλλά οδήγησε ήδη στην επιστροφή χιλιάδων κατοικιών στην ιδιοκτησία του δημοσίου.
Οι κοινωνικοί αγώνες οφείλουν να συγκεκριμενοποιούν τον αγώνα για τη δημοκρατία
Και σε άλλες πόλεις αξιοποιήθηκαν λαϊκά και πολιτικά δημοψηφίσματα ως εργαλεία στεγαστικής πολιτικής. Στο Αμβούργο, από το 2023, το δημοψήφισμα για την κοινωνικοποίηση ακινήτων βρίσκεται σε νομική εκκρεμότητα, ενώ στη Φρανκφούρτη, το 2018, 25.000 άνθρωποι υπέγραψαν ένα πολιτικό αίτημα για προσιτή στέγαση. Ωστόσο, και αυτή η πρωτοβουλία καθυστέρησε στα δικαστήρια και τελικά απορρίφθηκε.
Οι εμπειρίες του κινήματος με τα εργαλεία άμεσης δημοκρατίας είναι μεν απογοητευτικές, αλλά, από την άλλη, το κίνημα κάθε άλλο παρά άκαρπο υπήρξε.
Ενδεικτικό παράδειγμα είναι το Βερολίνο. Στο αποκορύφωμα της ιδιωτικοποίησης του δημόσιου αποθέματος κατοικιών στο Βερολίνο, η πόλη διέθετε 270.000 δημόσια διαμερίσματα. Το 2024, αυτός ο αριθμός είχε φτάσει τις 366.000. Δεκαπέντε χρόνια αγώνων και ένα κερδισμένο δημοψήφισμα κατάφεραν να αποσύρουν σχεδόν 100.000 κατοικίες από το πεδίο της κερδοσκοπίας.
Ωστόσο, δύο βασικοί στόχοι του κινήματος δεν έχουν επιτευχθεί σε καμία πόλη μέχρι στιγμής: η δημοκρατική διαχείριση του δημόσιου στεγαστικού αποθέματος και η κοινωνικοποίηση των ιδιωτικών εταιρειών ακινήτων.
Το κίνημα των ενοικιαστών βρίσκεται σε αδιέξοδο. Κατάφερε να επιβραδύνει την αχαλίνωτη αύξηση των ενοικίων, αλλά δεν μπόρεσε να την ανακόψει. Παρόλα αυτά, σε σύγκριση με άλλα κινήματα, ο απολογισμός του κινήματος των ενοικιαστών είναι θετικός.
Δεν είναι μονάχα τα δημοψηφίσματα που οδήγησε σε αλλαγές, αλλά και οι τοπικές κινητοποιήσεις, όπως η διεκδίκηση του προτιμησιακού δικαιώματος αγοράς9 από τους δήμους (kommunales Vorkaufsrecht), που βοήθησαν πολλούς ανθρώπους να διατηρήσουν το σπίτι τους. Μέσα από αυτές τις δράσεις, οι πολίτες βίωσαν στην πράξη τη χρησιμότητα της διαμαρτυρίας. Η περιορισμένη άνοδος της AfD στα αστικά κέντρα είναι αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων των τελευταίων είκοσι πέντε ετών. Ήδη πριν από την κορύφωση του κινήματος των ενοικιαστών στα μέσα της δεκαετίας του 2010, σε πολλές πόλεις δεν υπήρχαν μόνο αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές κινητοποιήσεις αλλά και αγώνες για την επαναδημοτικοποίηση του νερού, του ηλεκτρικού ρεύματος και άλλων βασικών υπηρεσιών.
Ενοικιοστάσιο κατά της Δεξιάς;
Το κίνημα για τα ενοίκια δεν μπορεί να επαναπαυθεί στις έως τώρα επιτυχίες του. Βρίσκεται σε κρίση από το 2021, όταν δικαστικές αποφάσεις μπλόκαραν δύο από τα σημαντικότερα μεταρρυθμιστικά του έργα: το ενοικιοστάσιο του Βερολίνου (Berliner Mietendeckel) και το δημοτικό δικαίωμα προτίμησης στην αγορά ακινήτων (Kommunales Vorkaufsrecht).
Στην προεκλογική εκστρατεία για την Bundestag το 2021, το θέμα των ενοικίων έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο και το κίνημα υποχώρησε.
Μόνο τον τελευταίο χρόνο άρχισε να διαφαίνεται ξανά ένας νέος δυναμισμός χάρη στην ανάδυση νέων ακτιβιστικών ομάδων, όπως το δίκτυο ενοικιαστών της «Vonovia» που δραστηριοποιείται σε όλη την επικράτεια10 και η εκστρατεία για τη θεσμοθέτηση του ενοικιοστασίου σε όλη τη χώρα.
Το 2021, η αδυναμία του κινήματος ήταν ότι δεν διέθετε ισχυρή παρουσία στο σύνολο της επικράτειας αλλά μόνο σε ορισμένες πόλεις. Αυτό επέτρεπε στο εθνικό κοινοβούλιο, που κατέχει τη νομοθετική αρμοδιότητα για τη ρύθμιση του τομέα των ενοικίων, να αγνοήσει τις διεκδικήσεις του κινήματος.
Το κόμμα της Αριστεράς (Die Linkε) επιχειρεί να καλύψει αυτό το κενό. Σε δύο διαδικτυακές καμπάνιες, εξέτασε για δεκάδες χιλιάδες ενοικιαστές το ύψος των ενοικίων και των εξόδων θέρμανσης, ενώ υποστηρίζει επίσης την καμπάνια για τη θέσπιση ενοικιοστασίου σε όλη την επικράτεια. Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος η κινητοποίηση να παραμείνει μια απλή καμπάνια. Ακόμα και τώρα που το κόμμα εκπροσωπείται στο γερμανικό Κοινοβούλιο δεν θα μπορέσει να επιβάλει μόνο του το ενοικιοστάσιο. Απαιτείται ένα εναλλακτικό σχέδιο σε επίπεδο κρατιδίων και δήμων. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητοι οι αγώνες για επιμέρους μεταρρυθμίσεις, όπως το σχέδιο οικονομίας της στέγασης που συζητείται στο Βερολίνο.11
Απαιτείται επίσης ένα μακροπρόθεσμο όραμα – μέχρι στιγμής, ούτε το κίνημα για τα ενοίκια ούτε το κόμμα της Αριστεράς διαθέτουν ένα πρόγραμμα που να συνδέει τους καθημερινούς αγώνες με μέτρα δομικού μετασχηματισμού, λχ. μέσω της κοινωνικοποίησης της στέγασης. Η έλλειψη μιας πειστικής και κινητοποιητικής αφήγησης αποτελεί αντικείμενο κριτικής στις αριστερές αναλύσεις. Ωστόσο, μια κεντρική αφήγηση δεν μπορεί να είναι θεωρητική σύλληψη, αλλά πρέπει να προκύψει από συγκεκριμένους αγώνες.
Αντιμέτωπο με την στεγαστική κρίση και την κρίση ενοικίων, το κοινωνικό κίνημα ανέπτυξε μια αξιόπιστη κριτική του καπιταλισμού, η οποία βασίζεται στην καθημερινότητα των ανθρώπων και προτείνει συγκεκριμένες αλλαγές, από το όριο ενοικίων έως την κοινωνικοποίηση των κατοικιών. Παράλληλα, εφαρμόστηκαν και δοκιμάστηκαν στρατηγικές επικοινωνίας, όπως οι συζητήσεις πόρτα-πόρτα και η κοινοτική οργάνωση. Έτσι, η «υφέρπουσα απειλή» της κρίσης των ενοικίων δεν αφέθηκε στα χέρια της Δεξιάς. Οι ιδιοκτήτες και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αναγνωρίστηκαν και κατονομάστηκαν ως αντίπαλοι, χωρίς το κίνημα να προτείνει ποτέ «εθνικιστικές λύσεις».
Για να είναι αποτελεσματικοί οι αγώνες κατά της Δεξιάς, η μαχητική πολιτική υπεράσπισης συμφερόντων δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στα ενοίκια και στους μισθούς. Ζητήματα όπως η ειρήνη, η κλιματική κρίση και το δύσκολο για την Αριστερά θέμα της ασφάλειας απαιτούν επίσης συγκεκριμένες πολιτικές που θα απαντούν στις διάχυτες ανησυχίες.
Η εφαρμογή συγκεκριμένων λύσεων είναι πολύ πιο αποτελεσματική από τη γενική συμμετοχή της Αριστεράς σε αγώνες με συνθήματα όπως υπέρ της «αλληλεγγύης» ή της «δημοκρατίας». Αυτή η συμμετοχή δεν είναι λάθος, αλλά δεν αρκεί. Αντί η Αριστερά να υπερασπίζεται τη δημοκρατία με αφηρημένο τρόπο, οι κοινωνικοί αγώνες οφείλουν να της δώσουν συγκεκριμένο περιεχόμενο – στο κίνημα για τα ενοίκια, λχ., μέσα από αιτήματα όπως τα συμβούλια ενοικιαστών και η δημοκρατική διαχείριση της δημόσιας στέγασης.
Μετάφραση και επιμέλεια: Χάρις Τριανταφυλλίδου
1 Το Berliner Mietendeckel ήταν ένας νόμος του 2020 στο Βερολίνο που επέβαλε ανώτατα όρια στα ενοίκια και πάγωσε τις αυξήσεις για πέντε χρόνια, με σκοπό να προστατεύσει τους ενοικιαστές από την άνοδο των τιμών. Το 2021, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας τον ακύρωσε, όχι λόγω αντισυνταγματικότητας του ίδιου του μέτρου, αλλά επειδή έκρινε ότι η ρύθμιση έπρεπε να θεσπιστεί σε ομοσπονδιακό και όχι σε κρατιδιακό επίπεδο.
2 Ο όρος ιδιοκάτοικος αναφέρεται σε ιδιοκτήτες ακινήτων που αξιοποιούν την ακίνητη περιουσία τους για την κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών, όχι για την αποκόμιση οικονομικού κέρδους.
3 Το NPD (Εθνοδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας – Nationaldemokratische Partei Deutschlands) είναι ένα ακροδεξιό, εθνικιστικό κόμμα στη Γερμανία, που ιδρύθηκε το 1964. Παρότι παρέμεινε περιθωριακό σε ομοσπονδιακό επίπεδο, είχε κατά καιρούς εκπροσώπηση σε τοπικά κοινοβούλια, ενώ το 2017 συγχωνεύτηκε ουσιαστικά με το Die Heimat (Η πατρίδα) λόγω της εκλογικής του αποδυνάμωσης.
4 Ο όρος «Baseballschlägerjahre» αναφέρεται στη δεκαετία του 1990 στην ανατολική Γερμανία, όταν σημειώθηκε έξαρση ακροδεξιάς βίας, ιδιαίτερα από νεοναζιστικές ομάδες, κατά μεταναστών, αριστερών και μειονοτήτων. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ατμόσφαιρα ανομίας και τις ρατσιστικές επιθέσεις που ακολούθησαν την επανένωση της Γερμανίας, ειδικά στα ανατολικά κρατίδια της χώρας.
5 Το NSDAP (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Κόμμα Εργατών – Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei), το ναζιστικό κόμμα της Γερμανίας, προώθησε ένα κοινωνικό πρόγραμμα που συνδύαζε εθνικισμό και κρατικό παρεμβατισμό, με στόχο τη συσπείρωση της γερμανικής εργατικής και μεσαίας τάξης. Περιλάμβανε μέτρα όπως κρατικές επενδύσεις για τη μείωση της ανεργίας, προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας για «φυλετικά καθαρούς» Γερμανούς και την καταστολή των συνδικάτων, αντικαθιστώντας τα με το ελεγχόμενο από το κράτος Εργατικό Μέτωπο (DAF).
6 Στις 29 Ιανουαρίου 2025, το γερμανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε αντιμεταναστευτικό σχέδιο πέντε σημείων του επικεφαλής της CDU και υποψήφιου καγκελάριου, Friedrich Merz. Εγκρίθηκε με τη στήριξη της AfD, γεγονός που πυροδότησε έντονες αντιδράσεις και συζητήσεις. Ωστόσο, στις 31 Ιανουαρίου 2025, η Bundestag απέρριψε οριακά σχετικό νομοσχέδιο της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) για την αυστηροποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής, το οποίο προέβλεπε περιορισμούς στην οικογενειακή επανένωση και αύξηση των απελάσεων.
7 Η πρωτοβουλία Kotti & Co είναι μια κίνηση ενοικιαστών που ιδρύθηκε το 2011 στο Kottbusser Tor, στην καρδιά του Βερολίνου, ως αντίδραση στις αυξανόμενες τιμές ενοικίων σε κοινωνικές κατοικίες. Αποτελούμενη κυρίως από μετανάστες και κατοίκους χαμηλού εισοδήματος, η ομάδα αυτή διαμαρτύρεται ενάντια στον εκτοπισμό των εδώ και πολλά χρόνια κατοίκων λόγω της αύξησης των ενοικίων και της εξευγενισμού της περιοχής.
8 Η πρωτοβουλία Deutsche Wohnen & Co. Enteignen είναι ένα κίνημα βάσης που ιδρύθηκε το 2018 στο Βερολίνο. Η ονομασία της προέρχεται από την εταιρεία Deutsche Wohnen, έναν από τους μεγαλύτερους ιδιοκτήτες ακινήτων στη Γερμανία. Το κίνημα επιδιώκει τη μεταφορά περίπου 240.000 διαμερισμάτων σε δημόσια ιδιοκτησία, προκειμένου να διασφαλιστεί η προσιτή στέγαση και να αντιμετωπιστεί η κερδοσκοπία στην αγορά ακινήτων. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2021, διεξήχθη δημοψήφισμα στο Βερολίνο όπου το 59,1% των ψηφοφόρων υποστήριξε την πρόταση απαλλοτρίωσης.
9 Νόμιμο δικαίωμα που επιτρέπει σε έναν δήμο να αποκτήσει ένα ακίνητο που πωλείται εντός της περιοχής του, αντικαθιστώντας τον αρχικό αγοραστή υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αυτό το δικαίωμα αποσκοπεί στη διασφάλιση της ορθής πολεοδομικής ανάπτυξης και στην προστασία του δημόσιου συμφέροντος.
10 Πρόκειται για μια συλλογική κίνηση ενοικιαστών που κατοικούν σε ακίνητα της «Vonovia», μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ακινήτων στη Γερμανία. Η πρωτοβουλία αυτή ιδρύθηκε με στόχο να αντιμετωπίσει προβλήματα που απορρέουν από τις πρακτικές της εταιρείας, όπως αυξήσεις ενοικίων, αδιαφανείς χρεώσεις στα λειτουργικά έξοδα και ελλιπής συντήρηση των κατοικιών.
11 Πρόκειται για νομοθετική πρόταση που προωθείται από το κόμμα των Πρασίνων (Die Grünen) στο Βερολίνο, με στόχο την αυστηρότερη ρύθμιση της αγοράς ενοικίων και την προστασία των ενοικιαστών. Σύμφωνα με αυτή την πρόταση, οι ιδιοκτήτες που κατέχουν περισσότερα από 100 διαμερίσματα θα υποχρεούνται να αποκτήσουν μια ειδική άδεια εκμίσθωσης, γνωστή ως “Vermieterführerschein” (άδεια εκμισθωτή).
O Ralf Hoffrogge είναι ιστορικός και επί μια δεκαετία μέλος του κινήματος στέγης στο Βερολίνο. Το 2025 θα εκδοθεί το βιβλίο του “Das Laute Berlin” για τις διαμαρτυρίες ενοικιαστών μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση